Αναγκαστική εκτέλεση

Αν δεν δύναται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση.

Εκτελεστός τίτλος

Εκτελεστό τίτλο αποτελεί Η καταφατική δήλωση τρίτου μετά από κατάσχεση στα χέρια του τρίτου ορίζεται ρητά από τον νόμο ως εκτελεστός τίτλος ΑΠ 1297/2011 άρ. 989 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 988 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 904 παρ. 2 περ. ζ ΚΠολΔ.

Εκτελεστός τίτλος κατά ομορρύθμων εταίρων

Η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας εξακολουθεί να υπάρχει για τα προ της αποχώρησής του εταιρικά χρέη, και μετά την αποχώρηση του εταίρου από την εταιρία ΑΠ 893/2008 άρ. 22 ΕμπΝ. Αν ομόρρυθμη εταιρία συμβλήθηκε σε αλληλόχρεο λογαριασμό, και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού κάποιος ομόρρυθμος εταίρος αποχώρησε από την εταιρία, και κατά τον χρόνο της αποχώρησης του εταίρου ο λογαριασμός εμφάνιζε παθητικό σε βάρος της εταιρίας, και οποτεδήποτε μετά την αποχώρηση του ομόρρυθμου εταίρου ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείσει με κατάλοιπο κατά της εταιρίας, και εκδοθεί εκτελεστός τίτλος κατά της εταιρίας βάσει του κατάλοιπου του αλληλόχρεου λογαρασμού, δύναται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση κατά του ομόρρυθμου εταίρου, με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης εταιρίας, μέχρι του ύψους του παθητικού του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταίρου ΑΠ 893/2008 άρ. 920 ΚΠολΔ άρ. 22 ΕμπΝ.

Εκτελεστότητα

Εκτελεστότητα κατά Δημοσίου και ΟΤΑ
Η αναγκαστική εκτέλεση, κατά του Δημοσίου ή ΟΤΑ, δικαστικής απόφασης που επιδικάζει χρηματική απαίτηση, και εν γένει κάθε εκτελεστού δικογράφου που αφορά τέτοιες οφειλές, επιτρέπεται Ολομ. ΑΠ 21/2001. Και αυτό, γιατί η διάταξη του άρ. 8 ν. 2097/1952, η οποία όριζε το αντίθετο, και εφαρμοζόταν και επί των ΟΤΑ, δεν εφαρμόζεται και θεωρείται καταργηθείσα με τη θέση σε ισχύ για την Ελλάδα από 05-08-1997 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, μαζί με το Προαιρετικό Πρωτόκολλό του, τα οποία κυρώθηκαν με τον ν. 2462/1997, και έχουν υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος Ολομ. ΑΠ 21/2001 άρ. πρώτο ν. 2462/1997 άρ. τρίτο ν. 2462/1997 (ΦΕΚ Α 25/26-02-1997) άρ. 2 παρ. 3 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα άρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος Ανακοίν. Υπ.Εξωτ.Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/07-05-1997 άρ. 8 ν. 2097/1952 (ΦΕΚ Α 113/28-04-1952) άρ. 3 νδ. 31/1968 (ΦΕΚ Α 281/02-12-1968).

Δικαστική απόφαση

Η δικαστική απόφαση με την οποία υποχρεώνεται ο καθ' ου να καταβάλει στον αιτούντα ορισμένο ποσό για κεφάλαιο και τους επ' αυτού τόκους υπερημερίας αποτελεί εκτελεστό τίτλο μόνο Η δικαστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο για μη επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας ή για μη επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα ΑΠ 305/2009.

Προσωρινή εκτελεστότητα

Η προσωρινή εκτελεστότητα οριστικής απόφασης κηρύσσεται από το δικαστήριο άρ. 908 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 910 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή άρ. 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή άρ. 910 ΚΠολΔ. Αν η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι ανεπίτρεπτη, το δικαστήριο δεν κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή άρ. 909 ΚΠολΔ.
Δυνητική κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας
Το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, αν Ιδίως, αν Τα επίσημα κείμενα με τα οποία εκφράζεται η άσκηση πολιτειακής αρμοδιότητας, και ιδίως τα νομοθετικά, διοικητικά ή δικαστικά κείμενα, καθώς και οι εκφράσεις της λαϊκής παράδοσης, οι ειδήσεις και τα απλά γεγονότα ή στοιχεία δεν προστατεύονται από τον νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας άρ. 2 παρ. 5 ν. 2121/1993.
Παροχή ανάλογης εγγύησης
Αν συντρέχει περίπτωση δυνητικής κήρυξης της προσωρινής εκτελεστότητας, και υποβάλει αίτημα ο διάδικος που ηττήθηκε, και το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, το δικαστήριο δύναται να εξαρτήσει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης από την παροχή ανάλογης εγγύησης από τον διάδικο που νίκησε άρ. 911 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 908 ΚΠολΔ. Σπουδαίοι λόγοι συντρέχουν ιδίως αν, η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που νίκησε ή άλλοι λόγοι δημιουργούν τον κίνδυνο να μην είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση που η απόφαση μεταρρυθμιστεί ή εξαφανιστεί άρ. 911 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η ανάλογη εγγύηση ορίζεται με την ίδια απόφαση άρ. 911 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο δύναται, αντί για εγγύηση, να διατάξει να κατατεθεί δημόσια το χρηματικό ποσό ή το πράγμα που θα ληφθεί με την εκτέλεση, αν καταδέχεται κατάθεση, ώσπου να εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση άρ. 911 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Υποχρεωτική κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας
Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, αν
Μη επίτρεπτη κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας
Δεν επιτρέπεται η κήρυξη απόφασης προσωρινά εκτελεστής, αν Η απόφαση δεν είναι προσωρινά εκτελεστή όσον αφορά το κονδύλιο της δικαστικής δαπάνης 5428/2010 Μον.Πρ.Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα) άρ. 909 περ. 2 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και αν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή 5428/2010 Μον.Πρ.Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα) άρ. 909 περ. 2 ΚΠολΔ.
Εύρος προσωρινής εκτελεστότητας
Αν η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, και το ποσό για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή καταλαμβάνει το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, η απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο και για τους τόκους ΑΠ 630/2015 άρ. 904 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ άρ. 907 ΚΠολΔ άρ. 908 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, και το ποσό για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή δεν καταλαμβάνει το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, και η απόφαση περιέχει ειδική διάταξη για προσωρινή εκτελεστότητα και για τους τόκους, η απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο και για τους τόκους ΑΠ 630/2015 άρ. 904 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ άρ. 907 ΚΠολΔ άρ. 908 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, και το ποσό για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή δεν καταλαμβάνει το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, και η απόφαση δεν περιέχει ειδική διάταξη για προσωρινή εκτελεστότητα και για τους τόκους, η απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο για τους τόκους ΑΠ 630/2015 άρ. 904 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ άρ. 907 ΚΠολΔ άρ. 908 ΚΠολΔ. Η απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο και για οποιαδήποτε παρεπόμενη απαίτηση, όπως είναι οι τόκοι, εκτός αν ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις ΑΠ 630/2015 άρ. 909 περ. 2 ΚΠολΔ. Η πρωτόδικη απόφαση δεν δύναται να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή για τα δικαστικά έξοδα ΑΠ 630/2015 άρ. 909 περ. 2 ΚΠολΔ.
Προσωρινή εκτελεστότητα κατά Δημοσίου και ΟΤΑ
Κατά μια άποψη, κατά του Δημοσίου, των δήμων, και των κοινοτήτων επιτρέπεται η προσωρινή εκτέλεση 2447/2010 Πολ.Πρ.Αθηνών 78/1999 Ειρ.Λευκάδας. Κατ' άλλη άποψη, κατά του Δημοσίου, των δήμων και των κοινοτήτων δεν επιτρέπεται η προσωρινή εκτέλεση 11/2010 Ειρ.Κρεστενών άρ. 618 ΚΠολΔ άρ. 909 περ. 1 ΚΠολΔ.
Αναστολή προσωρινής εκτελεστότητας
Αν απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κατά το άρ. 908 ΚΠολΔ ή άρ. 909 ΚΠολΔ, και ασκήθηκε εμπρόθεσμα ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση κατά αυτής, και δεν έχει συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο της ανακοπής ή της έφεσης, και υποβάλει αίτηση ο διάδικος που νικήθηκε, και πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής ερημοδικίας ή της έφεσης, το δικαστήριο δύναται να αναστείλει ολικά ή μερικά την εκτέλεση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση άρ. 912 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν υπάρχει όρος εγγύησης, αυτή ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή άρ. 912 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η αναστολή διατάσσεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση άρ. 912 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων άρ. 912 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 686 ΚΠολΔ. Κατά τη συζήτηση καλείται υποχρεωτικά ο αντίδικος του αιτούντος Για να διαταχθεί η αναστολή της προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή έφεση κατά τη συζήτηση της απόφασης που εκδόθηκε. Για την ως άνω άσκηση της έφεσης απαιτείται η κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, και η σύνταξη έκθεσης περί αυτού από τον αρμόδιο Γραμματέα, χωρίς να απαιτείται να έχει προσδιοριστεί και δικάσιμος για την συζήτηση ή να έχει επιδοθεί αντίγραφο της έφεσης στον αντίδικο 21230/2003 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης (ασφαλ). Μετά την αίτηση, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την αναστολή σε κάθε στάση της δίκης. Δύναται ακόμη, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης να ανακαλεί τις σχετικές αποφάσεις που εξέδωσε, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του διαδίκου που συνυποβάλλεται με τις προτάσεις (όχι αυτοτελώς). Προφορική αίτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δύναται να γίνει όπου δεν κατατίθενται προτάσεις άρ. 913 ΚΠολΔ.

Διαταγή πληρωμής ως εκτελεστός τίτλος

Προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής

Μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων δύναται να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι Ως ιδιωτικά έγγραφα νοούνται Στην έννοια του δημόσιου εγγράφου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, Αν ο δανειστής της απαίτησης πέτυχε να εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ του, η οποία αναγνωρίζει τη χρηματική απαίτηση και αποτελεί δεδικασμένο στις μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του σχέσεις ως προς την ύπαρξη της διαγνωσθείσας απαίτησης, δύναται να ζητήσει την έκδοση υπέρ του διαταγής πληρωμής, κατά τη διαδικασία των άρ. 623 επ. ΚΠολΔ ΑΠ 694/2022 άρ. 623 ΚΠολΔ άρ. 624 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, με τη διαταγή πληρωμής αποκτά εκτελεστό τίτλο για την απαίτησή του που αναγνωρίστηκε τελεσίδικα ΑΠ 694/2022. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής ΑΠ 694/2022 άρ. 628 ΚΠολΔ. Η προϋπόθεση αυτή είναι διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής ΑΠ 694/2022 άρ. 628 ΚΠολΔ. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, και εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και ασκήσει ανακοπή κατά αυτής ο οφειλέτης, και γίνει δεκτή, η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου της έκδοσής της ΑΠ 694/2022 άρ. 628 ΚΠολΔ άρ. 623 ΚΠολΔ άρ. 633 ΚΠολΔ. Και αυτό, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα μέσα ΑΠ 694/2022. Αν οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι μόνο τυπικοί, αντικείμενο της δίκης και, κατά συνέπεια, της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής ΑΠ 694/2022. Και αυτό, γιατί με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής, γίνεται δεκτό το αίτημα της ανακοπής, και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής ΑΠ 694/2022. Τυπικό λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, Στην περίπτωση αυτή, για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης, και ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ανακοπής δεν ερευνά παρεμπιπτόντως την ύπαρξη της απαίτησης ΑΠ 694/2022. Ο προσδιορισμός, στη διαταγή πληρωμής, είναι αναγκαίος για την πλήρωση της κατ' άρ. 916 ΚΠολΔ προϋπόθεσης της αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 1048/2022 άρ. 916 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί για να γίνει αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το ποσόν και το ποιόν της παροχής ΑΠ 1048/2022 άρ. 916 ΚΠολΔ. Αν στην αίτηση διαταγής πληρωμής υπάρχει αίτημα, πέραν του χρηματικού ποσού της απαίτησης, και για τόκους επί του ποσού αυτού, πρέπει στη διαταγή πληρωμής να προστίθεται η λέξη "νομιμότοκα", και να προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας ΑΠ 1048/2022. Και αυτό, στην περίπτωση αυτή, χωρίς στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής να προστίθενται, με συνυπολογισμό στο ποσό της κύριας απαίτησης, τόκοι που ανέρχονται σε ορισμένο ποσό, ακόμη και για κεφαλαιοποιημένους τόκους αν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους του ποσού των οφειλόμενων τόκων με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων ΑΠ 1048/2022.

Αντικείμενο της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής

Αντικείμενο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι Αντικείμενο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν είναι η αυθεντική διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης του αιτούντος ΑΠ 694/2022 άρ. 623 ΚΠολΔ.

Επίδοση της διαταγής πληρωμής

Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί εντός 2 μηνών από την έκδοσή της σε εκείνον κατά του οποίου εκδόθηκε, αποβάλλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, και δεν δύναται να επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του καθ' ου η διαταγή πληρωμής ΑΠ 893/2008 άρ. 630 Α εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 631 ΚΠολΔ. Αν ο οφειλέτης είναι ομόρρυθμη εταιρία, και εκδοθεί διαταγή πληρωμής σε βάρος της, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να επιδοθεί και προς τους ομόρρυθμους εταίρους εντός 2 μηνών από την έκδοση της διαταγής πληρωμής ΑΠ 893/2008 άρ. 630 Α εδ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή αρκεί η εντός της νόμιμης προθεσμίας επίδοση της διαταγής πληρωμής μόνο προς την εταιρία για να εκπληρωθεί η προϋπόθεση που τίθεται από τον νόμο προς διατήρηση της ιδιότητας της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου και κατά των ομόρρυθμων εταίρων ΑΠ 893/2008 άρ. 630 Α εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 22 ΕμπΝ άρ. 920 ΚΠολΔ.

Κονδύλια για το οποία η διαταγή πληρωμής αποτελεί εκτελεστό τίτλο

Η διαταγή πληρωμής με την οποία υποχρεώνεται ο καθ' ου να καταβάλει στον αιτούντα ορισμένο ποσό για κεφάλαιο και τους επ' αυτού τόκους υπερημερίας αποτελεί εκτελεστό τίτλο μόνο Η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο για μη επιδικασθέντες τόκους υπερημερίας ή δικαστικά έξοδα ΑΠ 305/2009. Η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εμποδίζει την έγερση αγωγής, καθώς δεν παράγει δεδικασμένο 1607/2006 Μον.Πρ.Αθηνών. Η έγερση αγωγής εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής 1607/2006 Μον.Πρ.Αθηνών. Κατά του Δημοσίου επιτρέπεται η εκτέλεση βάσει διαταγής πληρωμής 255/2012 Εφ.Λάρισας.

Τιμολόγιο πώλησης - δελτίο αποστολής και διαταγή πληρωμής

Διαταγή πληρωμής δύναται να εκδοθεί και βάσει τιμολογίου - δελτίου αποστολής, αρκεί να υπάρχει η υπογραφή του οφειλέτη επ' αυτού 1479/2007 Εφ.Θεσσαλονίκης. Η υπογραφή αποτελείται από τη μονογραφή και την αναγραφή του ονόματος με αλφαβητικούς χαρακτήρες. Δεν αρκεί η μονογραφή του οφειλέτη 788/2006 Εφ.Θεσσαλονίκης. Το όνομα δύναται να τίθεται συντμημένο, όχι όμως και το επώνυμο 21/2009 Ειρ.Πειραιώς. Η υπογραφή του οφειλέτη δεν απαιτείται να υπάρχει και επί των τιμολογίων πώλησης, αρκεί να υπάρχει αυτή επί του δελτίου αποστολής κάτω από το πεδίο "Ο παραλήπτης" 9505/1995 Πολ.Πρ.Αθηνών. Αν ο οφειλέτης ισχυριστεί ότι η υπογραφή δεν ανήκει στον ίδιο, ο δανειστής φέρει το βάρος απόδειξης του ότι η υπογραφή ανήκει στον οφειλέτη 1479/2007 Εφ.Θεσσαλονίκης. Αν η υπογραφή τίθεται από πληρεξούσιο, η πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο, το οποίο κατατίθεται μαζί με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ΑΠ 1480/2007. Κατ' άλλη άποψη, αν η υπογραφή τίθεται από πληρεξούσιο, δεν απαιτείται η απόδειξη της πληρεξουσιότητας με έγγραφο 13978/1988 Εφ.Αθηνών 557/2000 Μον.Πρ.Λάρισας. Αν η υπογραφή τίθεται από τρίτο ως αντιπρόσωπο, και στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν επισυνάπτεται έγγραφο που να αποδεικνύει την εντολή ή την πληρεξουσιότητα προς τον τρίτο, και εκδοθεί διαταγή πληρωμής, η διαταγή πληρωμής είναι απαράδεκτη ΑΠ 872/2017. Η σχετική έλλειψη αποτελεί διαδικαστικό απαράδεκτο της διαταγής πληρωμής ΑΠ 872/2017. Η σχετική διαταγή πληρωμής δύναται να ακυρωθεί, μετά από ανακοπή του καθ' ου η αίτηση ΑΠ 872/2017 άρ. 632 ΚΠολΔ άρ. 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου απαγγέλλεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης και τη δυνατότητα να αποδειχθεί αυτή με άλλα μέσα ΑΠ 872/2017 Ολομ. ΑΠ 10/1997. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο, αν Η σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως, και τον ίδιο τύπο πρέπει να έχει και η σχετική πληρεξουσιότητα για να είναι έγκυρη ΑΠ 1305/2009 άρ. 873 ΑΚ άρ. 217 παρ. 2 ΑΚ. Βάσει μόνο φορτωτικής δεν είναι έγκυρη η έκδοση διαταγής πληρωμής 8/2008 Ειρ.Τρίπολης.

Τιμολόγιο ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών και διαταγή πληρωμής

Κατά μια άποψη, δύναται να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με μόνο το στέλεχος του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, παρότι δεν υπάρχει επί του εγγράφου η υπογραφή του προσώπου που έλαβε τις υπηρεσίες 9/2008 Ειρ.Αργαλάστης (η εκπλήρωση της σύμβασης αποδεικνυόταν από εμπορικά βιβλία). Κατ' άλλη άποψη, πρέπει να αποδεικνύεται η κατάρτιση σύμβασης παροχής υπηρεσιών, καθώς και η εκτέλεση του έργου 474/2006 Ειρ.Αθηνών (ασφ. μέτρων). Αποδεικτική δύναμη έχουν και οι μεμονωμένες σελίδες εμπορικών βιβλίων 9/2008 Ειρ.Αργαλάστης. Το απόσπασμα εμπορικών βιβλίων τράπεζας για αλληλόχρεο λογαριασμό, που προέρχεται από το ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας και φέρει την υπογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου, αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο και έγκυρο αποδεικτικό μέσο 81/2007 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο αγοραστής που κατέβαλε το τίμημα μέσω επιταγής, δεν επακολούθησε όμως η παροχή του πωλητή, δύναται να αιτηθεί την μεσεγγύηση των επιταγών μέχρι την έκδοση απόφασης για την επιστροφή των επιταγών 1541/2002 Μον.Πρ.Κατερίνης. Βάσει αλληλόχρεου λογαριασμού δύναται να εκδοθεί διαταγή πληρωμής ΑΠ 343/2012.

Χρεωστικό ομόλογο και διαταγή πληρωμής

Το χρεωστικό ομόλογο είναι είδος αξιογράφου, το οποίο εκδίδεται από έμπορο άρ. 76 εδ. β νδ. 17-7/13-8-1932. Στο χρεωστικό ομόλογο περιλαμβάνεται και η υποσχετική επιστολή 4314/2001 Εφ.Αθηνών.
Στοιχεία εγκυρότητας χρεωστικού ομολόγου
Στοιχεία εγκυρότητας του εμπορικού χρεωστικού ομολόγου είναι
Μεταβίβαση χρεωστικού ομολόγου με οπισθογράφηση
Το χρεωστικό ομόλογο μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση 576/2002 Ειρ.Θεσσαλονίκης.
Προβαλλόμενες ενστάσεις επί χρεωστικού ομολόγου
Ο οφειλέτης από εμπορικό χρεωστικό ομόλογο 763/1997 Εφ.Κρήτης δύναται να αντιτάξει, κατά του κατόχου, μόνο Το χρεωστικό ομόλογο αποτελεί πιστωτικό τίτλο 9415/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Κατά μια άποψη, η υποσχετική επιστολή αποτελεί χρεωστικό ομόλογο 4314/2001 Εφ.Αθηνών. Κατ' άλλη άποψη, η υποσχετική επιστολή (promissory letter, που εκδόθηκε για διεθνή συναλλαγή) αποτελεί αφηρημένη υπόσχεση χρέους και όχι χρεωστικό ομόλογο 23351/2001 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Και αυτό, γιατί η υποχρέωση δεν προκύπτει άμεσα από τον τίτλο, αλλά πηγάζει από άλλη προϋπάρχουσα αιτία, άρα η σχετική υποσχετική επιστολή δεν είναι πιστωτικός τίτλος κατά την έννοια που απαιτούν οι διατάξεις περί πιστωτικών τίτλων, και η σχετική ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία 23351/2001 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Η υποσχετική επιστολή ενσωματώνει αναιτιώδη ενοχή, δηλαδή ενοχή έγκυρη ανεξάρτητα από την αιτία έκδοσης της επιστολής. Ο δανειστής δεν απαιτείται να αποδείξει την ύπαρξη και το θεμιτό της αιτίας της ενοχής, αρκεί η υπόσχεση του οφειλέτη. Σχετικά με τη χαρτοσήμανση 9415/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης.

Συμβολαιογραφικό έγγραφο ως εκτελεστός τίτλος

Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι συμβολαιογραφικό έγγραφο, και η απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ο συμβολαιογράφος οφείλει να μην δώσει τον εκτελεστήριο τύπο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο ΑΠ 205/2014 άρ. 915 ΚΠολΔ άρ. 916 ΚΠολΔ. Η απαίτηση είναι βέβαιη, αν δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία ΑΠ 205/2014 άρ. 915 ΚΠολΔ. Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, αν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο προκύπτουν η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής ΑΠ 205/2014 άρ. 916 ΚΠολΔ. Αν η απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, η αξίωση του επισπεύδοντος που διαπιστώνεται με το συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν είναι δεκτική εκτέλεσης ΑΠ 205/2014 άρ. 915 ΚΠολΔ άρ. 916 ΚΠολΔ. Αν με τον εκτελεστό τίτλο δεν προσδιορίζεται πλήρως η έκταση, το είδος, και το περιεχόμενο της αξίωσης που ενσωματώνεται στον εκτελεστό τίτλο, η αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη ΑΠ 205/2014.

Βέβαιη απαίτηση

Η απαίτηση είναι βέβαιη, αν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ΑΠ 1048/2022 άρ. 915 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η απαίτηση δεν είναι βέβαιη, αν Και αυτό, γιατί, μέχρι τη συντέλεση των σχετικών αυτών γεγονότων, δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστή, προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση ΑΠ 1048/2022 άρ. 915 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η πλήρωση της αίρεσης πρέπει να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη έναντι του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρ. 432 επ. ΚΠολΔ, και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση ΑΠ 1048/2022 άρ. 432 ΚΠολΔ. Και αυτό, προκειμένου ο καθ' ου η εκτέλεση να δύναται να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτέλεσης ΑΠ 1048/2022. Αν η πάροδος της προθεσμίας δεν δύναται να βρεθεί ημερολογιακώς, η πάροδος της προθεσμίας πρέπει να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη έναντι του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρ. 432 επ. ΚΠολΔ, και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση ΑΠ 1048/2022 άρ. 432 ΚΠολΔ. Και αυτό, προκειμένου ο καθ' ου η εκτέλεση να δύναται να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτέλεσης ΑΠ 1048/2022.

Εκκαθαρισμένη απαίτηση

Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, αν δηλαδή, αν Η χρηματική απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν Αν η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται βάσει εκτελεστού τίτλου, από τον οποίο δεν προκύπτει εκκαθαρισμένη απαίτηση, η αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη ΑΠ 205/2014 άρ. 916 ΚΠολΔ Και αυτό, ακόμη και αν Αυτοδικαίως επερχόμενη ακυρότητα πράξης της εκτέλεσης δεν αναγνωρίζεται υπό το ισχύον δίκαιο ΑΠ 819/2013 σκέψ. 2.

Απόγραφο

Το απόγραφο είναι το αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου που φέρει τον εκτελεστήριο τύπο ΑΠ 205/2014 άρ. 918 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να χορηγεί στον επισπεύδοντα επίσημα αντίγραφα του δικαιογράφου που εκτελείται και των επιδοτηρίων της επιταγής, με τα οποία αυτός δύναται να ενεργήσει νέα εκτέλεση κατά του οφειλέτη και κατά κάθε άλλου υποχρέου, με κατάσχεση άλλης περιουσίας, ή με προσωπική κράτηση, αν έχει απαγγελθεί άρ. 918 παρ. 6 ΚΠολΔ.

Έκδοση απογράφου

Αν ο αρμόδιος για την έκδοση απογράφου αρνείται να δώσει το απόγραφο, η έκδοση δύναται να ζητηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος για την έκδοση του απογράφου, κατά τη διαδικασία των 686 επ. ΚΠολΔ (ασφαλιστικά μέτρα) άρ. 918 παρ. 5 ΚΠολΔ άρ. 686 ΚΠολΔ.

Προϋποθέσεις έκδοσης απογράφου

Έννομο συμφέρον
Το απόγραφο εκδίδεται μόνο αν ο αιτών έχει έννομο συμφέρον ΑΠ 446/2016 άρ. 918 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ. Ο αιτών έχει έννομο συμφέρον προς έκδοση απογράφου, αν νομιμοποιείται ενεργητικά να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση ΑΠ 446/2016 άρ. 918 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο αιτών την έκδοση απογράφου εμφανίζεται από το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου ως ο φορέας της αξίωσης για την οποία ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, ο αιτών έχει έννομο συμφέρον προς έκδοση απογράφου ΑΠ 446/2016. Αν δεν δύναται να γίνει εκτέλεση σύμφωνα με τα άρ. 915, 916 και 917 ΚΠολΔ (απαίτηση μη βέβαιη, απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, αναγκαστική εκτέλεση που αφορά σε αντικαταστατά πράγματα για τα οποία δεν έχει εκδοθεί η απαιτούμενη απόφαση ορισμού της αξίας τους), δεν δίνεται απόγραφο άρ. 918 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 915 ΚΠολΔ άρ. 916 ΚΠολΔ άρ. 917 ΚΠολΔ. Ένα μόνο απόγραφο δίνεται στον καθένα από εκείνους που έχουν έννομο συμφέρον άρ. 918 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν περισσότερα πρόσωπα νομιμοποιούνται ενεργητικά να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση, ο καθένας τους δύναται να ζητήσει για τον εαυτό του απόγραφο ΑΠ 446/2016 άρ. 918 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ.
Καταβολή τέλους απογράφου
Η καταβολή του τέλους απογράφου, από τον διάδικο ή τον αιτούντα, αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του πρώτου απογράφου άρ. 13 παρ. 1 περ. γ πδ. 28-07-1931. Το τέλος απογράφου αποτελεί αναλογικό τέλος χαρτοσήμου ΑΠ 630/2015 άρ. 12 παρ. 1 πδ. 28-07-1931 άρ. 13 παρ. 1 περ. γ πδ. 28-07-1931 άρ. 15 παρ. 1 περ. β πδ. 28-07-1931. Τέλος απογράφου απαιτείται και επί των προσωρινά εκτελεστών αποφάσεων, προκειμένου να εκδοθεί απόγραφο που αφορά το προσωρινά εκτελεστό μέρος της απαίτησης. Τέλος απογράφου δεν απαιτείται για την εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων άρ. 700 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και αν εκτελείται κονδύλιο περί δικαστικής δαπάνης άρ. 700 παρ. 4 ΚΠολΔ. Το Δημόσιο, οι Δήμοι και οι Κοινότητες εξαιρούνται της υποχρέωσης καταβολής τέλους απογράφου άρ. 2 παρ. 2 πδ. 28-07-1931. Αν εναγόμενος είναι το Δημόσιο, το τέλος απογράφου δεν περιλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη άρ. 12 ν. ΓϠΟΗ/1912 άρ. 13 περ. 1 υποπερ. γ εδ. 4 ν. ΓϠΟΗ/1912 άρ. 14 ν. ΓϠΟΗ/1912 άρ. 15 περ. 1 υποπερ. β ν. ΓϠΟΗ/1912.
Ποσοστό τέλους απογράφου
Είδος διαφοράςΠοσοστό τέλουςΣχετικές διατάξεις
Εμπορικό δίκαιο2% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 15 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 14 πδ. 28-07-1931
Ενοχικό δίκαιο3% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 13 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Μίσθωση κατοικίας Από 01-01-20083% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 3 παρ. 4 ν. 3522/2006 Τόκοι: άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Μίσθωση κατοικίας Από 01-01-20071,5% επί του κεφαλαίου, 3% επί των τόκων Κεφάλαιο: άρ. 3 παρ. 4 ν. 3522/2006 πολ.1008/2007 Τόκοι: άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Μίσθωση κατοικίας Πριν την 01-01-20073% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Μίσθωση επαγγελματική3% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931 εγχειρίδιο ΓΓΔΕ 2016 ΠΟΛ. 1008/2007
Εργατικά Από 01-01-20023% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 3 ν. 2990/2002 άρ. 2 παρ. 1α ν. 2990/2002 (αποδοχές σύμβασης εργασίας) άρ. 2 παρ. 1β ν. 2290/2002 (αποδοχές σύμβασης έργου που δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης) άρ. 2 παρ. 1δ ν. 2990/2002 (αποζημίωση εργατικού ατυχήματος) άρ. 2 παρ. 1δ ν. 2990/2002 (αποζημίωση απόλυσης από εργασία)
Εργατικά Πριν την 01-01-20023% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 13 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Αυτοκινητικές διαφορές2% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 15 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 14 πδ. 28-07-1931
Ασφαλιστική αποζημίωση3% επί κεφαλαίου (και 3% επί των τόκων για το διάστημα έως 01-01-2009)Κεφάλαιο: άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931 Τόκοι: Από 01-01-2009 άρ. 71 παρ. 10α στοιχ. 3 ν. 3746/2009 ΠΟΛ. 1051/2009 Τόκοι: Πριν την 01-01-2009 άρ. 13 παρ. 2α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Διατροφή3% επί κεφαλαίου και τόκων άρ. 13 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 12 πδ. 28-07-1931
Επιταγή Από 01-01-20012% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 25 παρ. 8 ν. 2873/2000 άρ. 20 στοιχ. θ πδ. 28-07-1931 άρ. 25 παρ. 1 ν. 2873/2000 Τόκοι: άρ. 15 παρ. 1α πδ. 28-07-1931 άρ. 14 πδ. 28-07-1931 άρ. 59 ν. 5960/1933
Συναλλαγματική Από 01-01-2002Ατελώς άρ. 3 ν. 2990/2002 άρ. 2 παρ. 1ε ν. 2990/2002
Γραμμάτιο εις διαταγή Από 01-01-2002Ατελώς άρ. 3 ν. 2990/2002 άρ. 2 παρ. 1ε ν. 2990/2002
Τιμολόγιο Από 01-01-19873% επί των τόκων Κεφάλαιο: 664/2009 Μον.Διοικ.Πρ.Πειραιώς άρ. 63 παρ. 1β ν. 2859/2000 άρ. 2 ν. 2859/2000 άρ. 67 ν. 1642/1986 άρ. 19 παρ. 9 ν. 1882/1990
Αξιόγραφο για το οποίο καταβάλλεται ΦΠΑ3% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 19 παρ. 9 ν. 1882/1990
Ομόλογο3% επί των τόκων (3% επί του κεφαλαίου έχει ήδη καταβληθεί στη ΔΟΥ)
Εμπορικό ομόλογο2% επί των τόκων (2% επί του κεφαλαίου έχει ήδη καταβληθεί στη ΔΟΥ)
Αλληλόχρεος λογαριασμός Από 01-01-19872% επί των τόκωνΚεφάλαιο: 361/2007 Εφ.Λάρισας άρ. 48 παρ. 1 ν. 1676/1986 άρ. 7α ν. 1676/1986 άρ. 16α ν. 1676/1986 άρ. 16β ν. 1676/1986 άρ. 2 παρ. 1 ν. 2157/1993 άρ. 2 παρ. 3 ν. 2157/1993
Δάνειο Τράπεζας Από 01-01-19873% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 48 παρ. 1 ν. 1676/1986 άρ. 7α ν. 1676/1986 άρ. 16α ν. 1676/1986 άρ. 16β ν. 1676/1986 άρ. 2 παρ. 1 ν. 2157/1993 άρ. 2 παρ. 3 ν. 2157/1993
Δάνειο Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας Από 09-02-20043% επί των τόκωνΚεφάλαιο: άρ. 20 παρ. 14δ ν. 3227/2004 (ΦΕΚ Α 31/09-02-2004) άρ. 32 ν. 3227/2004
Δάνειο Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Από 28-06-2006ΑτελώςΚεφάλαιο: άρ. 26 ν. 3470/2006 (ΦΕΚ Α 132/2006) ΠΟΛ. 1115/28-09-2006 άρ. 18 ν. 3470/2006
Οφειλές πιστωτικής κάρτας (VISA κλπ.)3% επί των τόκων
Απόδοση πράγματοςΑτελώς
Δικαστική δαπάνηΑτελώς
Το απόγραφο απόφασης ποινικού δικαστηρίου, η οποία επιδικάζει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, υπόκειται σε τέλος 3% επί του επιδικαζόμενου ποσού άρ. 28 παρ. 9 πδ. 28-07-1931 άρ. 2 ν. 663/1977 (ΦΕΚ Α 215/1977).

Δεύτερο απόγραφο

Αν χαθεί το απόγραφο που δόθηκε, ή για άλλο σοβαρό λόγο, δύναται να δοθεί άλλο απόγραφο άρ. 918 παρ. 3 εδ. 2 ΚΠολΔ. Για έκδοση δεύτερου απογράφου, και κάθε επόμενου από τον ίδιο τίτλο, δεν απαιτείται εκ νέου καταβολή τέλους απογράφου, παρά μόνο για τις απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από το εκδοθέν απόγραφο, όπως τους τυχόν ενδιάμεσους τόκους.

Απόγραφο σε άλλο πρόσωπο

Αν εκδόθηκε απόγραφο υπέρ προσώπου, και κάποιος άλλος αιτηθεί την έκδοση απογράφου υπέρ αυτού του άλλου, το απόγραφο υπέρ του άλλου δεν αποτελεί δεύτερο απόγραφο, αλλά απόγραφο σε άλλο πρόσωπο ΑΠ 446/2016.

Επιταγή προς πληρωμή και τέλος απογράφου

Το τέλος απογράφου περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης ΑΠ 630/2015 άρ. 975 ΚΠολΔ. Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει ΑΠ 630/2015 άρ. 932 ΚΠολΔ. Αν η δικαστική απόφαση επιδίκασε ξεχωριστή χρηματική απαίτηση υπέρ κάθε ενός από τους ομόδικους διαδίκους, και για την έκδοση του απογράφου καταβλήθηκε το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου που αναλογεί στο σύνολο των απαιτήσεων (κεφαλαίων και επ' αυτών τόκων) που επιδικάστηκαν υπέρ όλων των ομόδικων διαδίκων, και βάσει του καταβληθέντος τέλους απογράφου εκδόθηκε ένα κοινό απόγραφο της απόφασης, και ο κάθε νικήσας διάδικος προβεί αυτοτελώς σε σχέση με τους υπόλοιπους ομόδικούς του σε ξεχωριστή επιταγή προς πληρωμή κατά του οφειλέτη, ο κάθε διάδικος δικαιούται να επιτάξει τον οφειλέτη να του καταβάλει το μέρος του τέλους απογράφου που αντιστοιχεί στην αναλογία της απαίτησής του σε σχέση με τις απαιτήσεις όλων των ομόδικων διαδίκων του για τις οποίες εκδόθηκε το απόγραφο, και όχι το πλήρες ποσό του καταβληθέντος τέλους απογράφου ΑΠ 630/2015.

Εκτελεστήριος τύπος

Ο εκτελεστήριος τύπος συνίσταται στην έκδοση του απογράφου στο όνομα του Ελληνικού Λαού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο ΑΠ 205/2014 άρ. 918 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 918 παρ. 5 ΚΠολΔ.

Περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου

Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφαση μονομελούς ελληνικού δικαστηρίου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο άρ. 918 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφαση πολυμελούς ελληνικού δικαστηρίου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο άρ. 918 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής ελληνικού δικαστηρίου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο άρ. 918 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή ελληνικού δικαστηρίου, πέραν διαταγής πληρωμής, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο άρ. 918 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι καταφατική δήλωση τρίτου επί κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο ειρηνοδίκης στη γραμματεία του οποίου έγινε η δήλωση άρ. 989 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι πρακτικά μονομελούς ελληνικού δικαστηρίου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής που δίκασε άρ. 918 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι πρακτικά πολυμελούς ελληνικού δικαστηρίου, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο πρόεδρος του δικαστηρίου που δίκασε άρ. 918 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι συμβολαιογραφικό έγγραφο, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο συμβολαιογράφος άρ. 918 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαιτητική απόφαση, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου στη γραμματεία του οποίου έχει κατατεθεί ο εκτελεστός τίτλος άρ. 918 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι αλλοδαπός τίτλος, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου που κήρυξε τον τίτλο εκτελεστό άρ. 918 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, τον εκτελεστήριο τύπο δίνει ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου που κήρυξε τον τίτλο εκτελεστό άρ. 918 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ.

Επιταγή προς εκτέλεση

Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί την πρώτη πράξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 675/2001 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί το αφετήριο σημείο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 1441/2017 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 2 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 2 ΚΠολΔ. Βασική προϋπόθεση του κύρους της επιταγής προς εκτέλεση είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου ΑΠ 675/2001 άρ. 924 ΚΠολΔ. Η εντολή για εκτέλεση είναι εξώδικη πράξη 47/1989 Μον.Πρ.Έδεσσας. Κατά μια άποψη, επομένως, την εντολή για εκτέλεση δύναται να την υπογράψει και ο ίδιος ο διάδικος, δηλαδή ο δανειστής 47/1989 Μον.Πρ.Έδεσσας. Αν η επιταγή προς εκτέλεση έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό ΑΠ 675/2001. Η μερική ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση δεν επηρεάζει το κύρος των μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης, οι οποίες μπορούν να στηριχθούν σ' αυτήν κατά το μέρος που δεν ακυρώθηκε ΑΠ 675/2001. Η μερική ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση για εκούσια συμμόρφωση του οφειλέτη, αναφορικά με μια από τις περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις που επιτάσσεται να εκπληρώσει, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επακολουθεί ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής ΑΠ 675/2001. Η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, ως διαδικαστική πράξη, έχει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες ΑΠ 1559/2009. Οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της επίδοσης επιταγής προς εκτέλεση επέρχονται και στην περίπτωση επίδοσης δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση ΑΠ 1559/2009. Οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της επίδοσης επιταγής προς εκτέλεση δεν αίρονται παρά μόνο μετά την ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση από το δικαστήριο ΑΠ 1559/2009. Ο καθ' ου η εκτέλεση έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση ελαττωματικής επιταγής προς εκτέλεση ΑΠ 1559/2009. Και αυτό, ακόμη και αν υπό την απειλή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλε στον επισπεύδοντα δανειστή το επιτασσόμενο προς πληρωμή ποσό ΑΠ 1559/2009. Ο καθ' ου η εκτέλεση δύναται, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, να ζητήσει και αποζημίωση από τον επισπεύδοντα για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την εκτέλεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, πολύ δε περισσότερο, αν μετά την επιταγή προς εκτέλεση επακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν ως βάση την επιταγή αυτή και από τις οποίες δεν εχώρησε παραίτηση του επισπεύδοντος δανειστή ΑΠ 1559/2009 άρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία, ο επισπεύδων την εκτέλεση οφείλει να κοινοποιήσει στον οφειλέτη του, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, και το αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου, που έχει αποδεικτική δύναμη και από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αίρεσης ή του όρου ΑΠ 1559/2009 άρ. 915 ΚΠολΔ άρ. 924 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η παράβαση της διατύπωσης αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση επισφαλών ή αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυομένων αμέσως απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, τόσο της επιταγής, που επιδόθηκε με ελλείψεις, όσο και της αναγκαστικής εκτέλεσης που άρχισε με βάση την επιταγή αυτή ΑΠ 1559/2009. Αν εκδόθηκε απόφαση κατ' άρ. 918 παρ. 5 ΚΠολΔ με την οποία ο αρμόδιος να εκδώσει απόγραφο υποχρεώθηκε να το χορηγήσει στον αιτούντα, και με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η αίρεση υπό την οποία τελούσε η απαίτηση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για απόγραφο είχε πληρωθεί κατά τον χρόνο της αίτησης, και ο αιτηθείς επέδωσε την απόφαση χορήγησης απογράφου στον καθ' ου πριν του επιδώσει την επιταγή προς εκτέλεση, και ο καθ' ου ασκήσει ανακοπή κατά της εκτέλεσης, το γεγονός της επίδοσης της απόφασης χορήγησης απογράφου στον καθ' ου δεν πληροί για το δικαστήριο της ανακοπής την προϋπόθεση άμεσης απόδειξης της πλήρωσης της αίρεσης ΑΠ 1559/2009. Και αυτό, γιατί με την απόφαση αυτή λαμβάνονται απλώς ρυθμιστικά μέτρα διεκολύνοντα την εκτέλεση κατά τη διαδικασία των άρ. 686 επ. ΚΠολΔ, και το δικαστήριο της ανακοπής δεν δεσμεύεται από την απόφαση αυτή ως προς το γεγονός της πλήρωσης της αίρεσης ΑΠ 1559/2009.

Επιταγή προς πληρωμή

Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση στον καθ' ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση στον καθ' ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου κατ' άρ. 915 ΚΠολΔ για την πλήρωση της αίρεσης, το πέρας της προθεσμίας ή την επέλευση γεγονότος άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 915 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς πληρωμή δύναται να αιτείται και την καταβολή των δικαστικών εξόδων και δαπανών έντοκα από την επίδοσή της 7750/2012 Εφ.Αθηνών. Και αυτό, γιατί αποτελεί όχληση του οφειλέτη 7750/2012 Εφ.Αθηνών. Κατά τις τρεις πρώτες εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση δεν δύναται να γίνει καμία πράξη εκτέλεσης άρ. 926 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν πρόκειται να εκτελεστεί διάταξη της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά τα δικαστικά έξοδα, απαιτείται επίδοση αντιγράφου της απόφασης στον καθ' ου η αίτηση, και παρέλευση 24 ωρών από την επίδοση άρ. 700 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 700 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν περάσει ένας χρόνος από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, δεν δύναται να γίνει άλλη πράξη εκτέλεσης βάσει της επιταγής αυτής άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Μετά την πάροδο του έτους αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση χωρίς την επίδοση νέας επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την εντύπωση, η οποία δημιουργείται στον υπόχρεο από την απραξία του επισπεύδοντος, για την εγκατάλειψη της συνέχειας της εκτέλεσης ΑΠ 1996/2014. Μετά την πάροδο του έτους από την επίδοση της επιταγής δεν είναι δυνατόν να γίνει πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν μέσα στην προθεσμία του έτους πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης, συνεχίζεται η παραπέρα πορεία της εκτέλεσης και πέρα από το έτος, χωρίς την ανάγκη κοινοποίησης νέας επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν επιδόθηκε επιταγή προς εκτέλεση, και εντός έτους από την επίδοση δεν επακολούθηκε κατάσχεση ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι δικονομικές συνέπειες της επιταγής αποδυναμώνονται ΑΠ 1739/2022. Αν πράξη εκτέλεσης γίνει μετά την πάροδο του έτους από την επίδοση της επιταγής, είναι άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 159 περ. 1 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο κάνει δεκτή ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή λόγω υπερβάλλοντος ποσού, ακυρώνει την επιταγή μόνο ως προς το υπερβάλλον 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Η επιταγή προς πληρωμή είναι εξώδικη πράξη 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Η επιταγή προς πληρωμή δύναται να υπογραφεί από κάθε πρόσωπο που έχει σχετική εντολή, άρα και από δικηγόρο που δεν είναι διορισμένος στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου θα γίνει η εκτέλεση 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Κατά μια άποψη, η επιταγή προς πληρωμή δεν αποτελεί δικόγραφο ή εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ούτε έγγραφο ενώπιον πολιτικής ή δικαστικής αρχής 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Αν η δικαστική απόφαση επιδίκασε ξεχωριστή χρηματική απαίτηση υπέρ κάθε ενός από τους ομόδικους διαδίκους, και για την έκδοση του απογράφου καταβλήθηκε το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου που αναλογεί στο σύνολο των απαιτήσεων (κεφαλαίων και επ' αυτών τόκων) που επιδικάστηκαν υπέρ όλων των ομόδικων διαδίκων, και βάσει του καταβληθέντος τέλους απογράφου εκδόθηκε ένα κοινό απόγραφο της απόφασης, και ο κάθε νικήσας διάδικος προβεί αυτοτελώς σε σχέση με τους υπόλοιπους ομόδικούς του σε ξεχωριστή επιταγή προς πληρωμή κατά του οφειλέτη, ο κάθε διάδικος δικαιούται να επιτάξει τον οφειλέτη να του καταβάλει το μέρος του τέλους απογράφου που αντιστοιχεί στην αναλογία της απαίτησής του σε σχέση με τις απαιτήσεις όλων των ομόδικων διαδίκων του για τις οποίες εκδόθηκε το απόγραφο, και όχι το πλήρες ποσό του καταβληθέντος τέλους απογράφου ΑΠ 630/2015.

Επίδοση επιταγής προς πληρωμή

Το αντίγραφο του απογράφου της διαταγής πληρωμής ή της απόφασης βάσει του οποίου επιδίδεται επιταγή προς εκτέλεση δύναται να έχει επικυρωθεί ως αντίγραφο από δικηγόρο, χωρίς να απαιτείται επικύρωση από τη γραμματεία του δικαστηρίου 57/2010 γνωμ.ΝΣΚ (εκκρεμεί αποδοχή της). Στο αντίγραφο του απογράφου που επιδίδεται με επιταγή προς εκτέλεση δεν είναι απαραίτητη, μεταξύ των φύλλων, η θέση σφραγίδας και υπογραφής του δικηγόρου που επικυρώνει το αντίγραφο 65/2009 Μον.Πρ.Ρόδου. Αν η επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στον καθ' ου δεν φέρει το ένσημο εισφοράς του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, δεν είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής, καθώς η διάταξη περί ακυρότητας είναι αντισυνταγματική Ολομ. ΑΠ 20/1998 159/2011 Εφ.Λαμίας. Κατά παλαιότερη άποψη, αν η επιταγή προς πληρωμή δικηγόρου δεν φέρει τα επιβαλλόμενα με το καταστατικό του Δικηγορικού Συλλόγου τέλη, είναι απαράδεκτη 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Κατά παλαιότερη άποψη, αν η επιταγή προς πληρωμή δικηγόρου δεν φέρει τα επιβαλλόμενα με το καταστατικό του Δικηγορικού Συλλόγου τέλη, δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Κατά μια άποψη, αν το αντίγραφο του απογράφου που επιδόθηκε στον καθ' ου δεν φέρει επικυρώσημο, δεν υφίσταται βάσιμος λόγος ανακοπής, καθώς δεν υπάρχει δικονομική βλάβη που να μην δύναται να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας 369/2004 Ειρ.Ρόδου. Αν το απόγραφο εκδοθεί χωρίς την καταβολή του απαιτούμενου τέλους απογράφου, δεν υφίσταται βάσιμος λόγος ανακοπής, καθώς η σχετική έλλειψη δεν συνιστά δικονομική βλάβη που να μην δύναται να αποκατασταθεί παρά μόνο με τη κήρυξη της πράξης εκτέλεσης ως άκυρης κατ' άρ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 51/2004 άρ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην επιταγή προς πληρωμή που προσαρτάται σε αντίγραφο του απογράφου, αρκεί η αναφορά του συνόλου του απαιτούμενου κεφαλαίου και του συνόλου των απαιτούμενων τόκων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική περιγραφή των επιμέρους κονδυλίων του κεφαλαίου ή των τόκων. Τα επιμέρους κονδύλια του κεφαλαίου προκύπτουν από το κείμενο του απογράφου, ενώ ο υπολογισμός των τόκων είναι εύχερος, καθώς τα ποσοστά επιτοκίου υπερημερίας ρυθμίζονται από τον νόμο 1607/2006 Μον.Πρ.Αθηνών 31899/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Στην επιταγή προς πληρωμή πρέπει να γίνεται ειδική αναφορά για τους κεφαλαιοποιημένους τόκους, αν υπάρχει τέτοιο κονδύλιο και προκύπτει από το απόγραφο 1132/2008 Εφ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, στην επιταγή προς πληρωμή δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το ποσό των τόκων, αν αυτό προκύπτει μετά από μαθηματικούς υπολογισμούς επί του κεφαλαίου που προσδιορίζεται στον τίτλο ΑΠ 194/1995 6805/2006 Μον.Πρ.Αθηνών 96/2006 Ειρ.Λαμίας 445/2005 Εφ.Πατρών 1108/2004 Εφ.Πατρών. Κατ' άλλη άποψη, πρέπει να αναφέρεται επακριβώς το ποσό των τόκων 3981/2006 Μον.Πρ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να διακρίνει το κάθε επιμέρους ποσό των εξόδων, αλλιώς είναι ακυρώσιμη ως προς αυτό το κονδύλιο 4/2010 Μον.Πρ.Ρόδου 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Κατ' άλλη άποψη, τα έξοδα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ένα ποσό 65/2009 Μον.Πρ.Ρόδου. Η επιταγή προς πληρωμή δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει τις καταβολές που έχει κάνει ο οφειλέτης μετά την επιδίκαση της απαίτησης ΑΠ 194/1995. Αν ο νικήσας διάδικος επιδώσει συνημμένο με την επιταγή προς πληρωμή το ίδιο το απόγραφο, αντί για αντίγραφο του απογράφου, δεν ιδρύεται βάσιμος λόγος ανακοπής υπέρ του καθ'ου 296/2004 Ειρ.Καβάλας. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή ο καθ' ου δεν δύναται να ισχυριστεί βλάβη του, καθώς το γεγονός αυτό, αντί να βλάπτει τον καθ' ου, τον ωφελεί, διότι ο δικαστικός επιμελητής θα βρίσκεται σε αδυναμία να καταθέσει το απόγραφο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού 296/2004 Ειρ.Καβάλας. Η επιταγή προς πληρωμή που απαιτεί υπερβάλλον του νόμιμου ποσού είναι ακυρώσιμη μόνο για το υπερβάλλον ποσό, και έγκυρη για το υπόλοιπο ΑΠ 390/2000. Η επιταγή προς πληρωμή δύναται να ακυρωθεί και μόνο ως προς το υπερβάλλον, δεν είναι απαραίτητο να ακυρωθεί στο σύνολό της 23/2007 Ειρ.Νίκαιας. Αν η επιταγή προς πληρωμή επιδοθεί σε περισσότερους, αρκεί το αντικείμενο της εκτέλεσης να είναι το ίδιο, χωρίς να χρειάζεται η μια επιταγή προς πληρωμή να είναι αντίγραφο της άλλης ΑΠ 1773/2001. Αν η επιταγή προς πληρωμή διενεργηθεί στο διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου, από 28-05-1993 και μετά, και δεν αφορά πλοίο ή αεροσκάφος, η επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης ΑΠ 1441/2017 ΑΠ 1868/1999 άρ. 940 Α ΚΠολΔ άρ. 10 παρ. 9 ν. 2145/1993 άρ. 69 ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28-05-1993). Από 01-01-2017 και μετά, δεν είναι απαραίτητη η επικόλληση επικυρωσήμου (τέλους επικύρωσης αντιγράφου) για την ισχύ της επικύρωσης από δικηγόρο του αντιγράφου της απόφασης που συνάπτεται στην επιταγή προς πληρωμή άρ. 39 παρ. 10 εδ. 4 ν. 4387/2016 άρ. 28 παρ. 2 ν. 4445/2016. Μέχρι 31-12-2016, είναι απαραίτητη, για την ισχύ της επικύρωσης από δικηγόρο, η επικόλληση επικυρωσήμου (τέλους επικύρωσης αντιγράφου) επί της επιταγής προς πληρωμή που συνάπτεται στο αντίγραφο της απόφασης που αποτελεί εκτελεστό απόγραφο άρ. 30 παρ. 2 περ. δ νδ. 4114/1960 άρ. 22 παρ. 8 περ. α ν. 1868/1989 ΥΑ. Φ10041/21224/931/14-08-2007 (ΦΕΚ 1663/22-08-2007 Β) ΕΤΑΑ ΤΑΝ εγκύκλιος 417/2009 ΕΤΑΑ ΤΑΝ εγκύκλιος 419/2009.

Επιταγή προς πληρωμή κατά του Δημοσίου

Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά του Δημοσίου, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002.

Προνόμιο Δημοσίου για έκδοση εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση

Αν υπάρχει χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, και η απαίτηση απορρέει από μη τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, και ο δανειστής της απαίτησης πρόκειται να προβεί βάσει της απόφασης σε εκτέλεση κατά του Δημοσίου, η εκτέλεση διενεργείται αφού ο δικαιούχος της απαίτησης προσκομίσει τραπεζική εγγυητική επιστολή αξίας ισόποσης με την απαίτηση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 3 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012 άρ. 321 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν η απαίτηση προκύπτει από εκτελεστό τίτλο πέραν απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, ο οποίος υπόκειται σε ένδικο βοήθημα ή σε ένδικο μέσο άρ. 4 παρ. 1 εδ. 3 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Αν υπάρχει χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, και η απαίτηση απορρέει από δικαστική απόφαση, και πρόκειται για απαίτηση εργαζομένου με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, και η απαίτηση προέρχεται από την εργασιακή του σχέση, δεν ισχύει η παραπάνω υποχρέωση για προσκόμιση εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 7 ν. 3068/2002 άρ. 92 ν. 4139/2013. Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, και ο εκτελεστός τίτλος επιδοθεί, και παρέλθουν άπρακτες 90 ημέρες από την επίδοση, ο εκτελεστός τίτλος δύναται να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 5 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Η εγγυητική αυτή επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την καταβολή άρ. 4 παρ. 1 εδ. 6 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υποχρέου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη άσκησης ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο άρ. 4 παρ. 1 εδ. 6 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Οι ΔΟΥ που πρόκειται να εξοφλήσουν τέτοιες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου οφείλουν να ζητούν με κάθε πρόσφορο μέσο από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες Το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα δύναται να μειώσει μέχρι στο μισό το ύψος της εγγυητικής επιστολής, μετά από αίτηση του δανειστή άρ. 4 παρ. 1 εδ. 4 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Σχετικά κριτήρια είναι η φερεγγυότητα του δικαιούχου, ή οι λοιπές εγγυήσεις που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες άρ. 4 παρ. 1 εδ. 4 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012.

Επιταγή προς πληρωμή κατά ΟΤΑ

Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά ΟΤΑ, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον εκπρόσωπο του ΟΤΑ, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002. Οι ΟΤΑ δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του Δημοσίου περί έκδοσης εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση ΑΠ 335/2017.

Επιταγή προς πληρωμή κατά ΝΠΔΔ

Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002. Τα ΝΠΔΔ δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του Δημοσίου περί έκδοσης εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση ΑΠ 335/2017.

Επιταγή προς πληρωμή κατά του ΙΚΑ

Για εκτέλεση κατά του ΙΚΑ, απαιτείται παρέλευση 20 ημερών από την επίδοση της επιταγής, ή παρέλευση 15 ημερών από τη δημοσίευση ή την τελεσιδικία δικαστικής απόφασης άρ. 18 παρ. 1 εδ. 2 ν. 1846/1951.

Παραίτηση από επιταγή προς εκτέλεση

Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί οιονεί δικαιοπραξία 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας. Ως τέτοια, ο επιτάσσων δικαιούται να παραιτηθεί από αυτήν 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η παραίτηση δύναται να γίνει Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση παραιτηθεί από την επιταγή προς εκτέλεση, θεωρείται ότι η επιταγή προς εκτέλεση δεν επιδόθηκε ποτέ ΑΠ 80/2004 ΑΠ 614/2001. Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση παραιτήθηκε από την επιταγή προς εκτέλεση, η σχετική ανακοπή είναι άνευ αντικειμένου ΑΠ 80/2004 ΑΠ 614/2001. Η παραίτηση από την επιταγή προς εκτέλεση δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Η επίδοση νέας επιταγής προς εκτέλεση δεν σημαίνει, από μόνη της, παραίτηση από την πρώτη επιταγή προς εκτέλεση 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Τα έξοδα της παραίτησης από την επιταγή προς πληρωμή επιβάλλονται σε βάρος του παραιτούμενου, και εκκαθαρίζονται από το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο) 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας 8659/2000 Εφ.Αθηνών 4340/1993 Εφ.ΑΘηνών άρ. 679 επ. ΚΠολΔ άρ. 188 ΚΠολΔ άρ. 192 εδ. 2 ΚΠολΔ.

Παραίτηση από επιταγή προς πληρωμή

Ο επιτάσσων δύναται να παραιτηθεί από την επιταγή προς πληρωμή που επέδωσε 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Μετά την παραίτηση, η επιταγή προς πληρωμή θεωρείται ότι δεν επιδόθηκε ποτέ 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Η παραίτηση από την επιταγή προς πληρωμή δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Η επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή δεν σημαίνει, από μόνη της, παραίτηση από την πρώτη επιταγή προς πληρωμή 8058/2007 Εφ.Αθηνών.

Αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρ. 945 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 945 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε πράξη η οποία δύναται να γίνει και από τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του, ο δανειστής δύναται να προβεί ο ίδιος στην ενέργεια της πράξης, με δαπάνες του οφειλέτη ΑΠ 1525/2010. Η ενέργεια αυτή εκ μέρους του δανειστή αποτελεί μορφή αναπληρωματικής εκτέλεσης ΑΠ 1525/2010. Ο καθ' ου η εκτέλεση έχει δυνατότητα να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης με ανακοπή κατά το άρ. 933 ΚΠολΔ, αν προτείνει συμμόρφωση με την απόφαση ΑΠ 1525/2010. Αν ο δανειστής εκτελέσει την απόφαση με δαπάνες του, δύναται να στραφεί με ξεχωριστή αγωγή κατά του οφειλέτη και να αναζητήσει τις αναγκαίες δαπάνες που κατέβαλε ΑΠ 1525/2010. Η επιδικαζόμενη με αυτόν τον τρόπο δαπάνη αποτελεί αποζημίωση του δανειστή, και όχι ποινή του οφειλέτη ΑΠ 1525/2010.

Αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρ. 946 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 946 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε πράξη η οποία δεν δύναται να γίνει από τρίτο πρόσωπο, και της οποίας η επιχείρηση εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο οφείλει να ορίσει χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση του οφειλέτη για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν ενεργήσει την πράξη. Αν το δικαστήριο δεν διατάξει χρηματική ποινή ή προσωπική κράτηση, η απόφαση γίνεται να διορθωθεί μετά από αίτηση διόρθωσής της άρ. 315 ΚΠολΔ 3/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου. Η συζήτηση περί της διόρθωσης διεξάγεται με την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε για την κύρια αγωγή. Η διάταξη του άρ. 946 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται επί χρηματικής απαίτησης, όπου αντίθετα εφαρμόζεται το άρ. 951 ΚΠολΔ ΑΠ 1914/2011. Η εκτέλεση της απόφασης όσον αφορά την χρηματική ποινή ακολουθεί την διαδικασία των άρ. 951 επ. ΚΠολΔ, γιατί δεν υπάρχει στάδιο βεβαίωσης της παράβασης με νέα απόφαση ΑΠ 188/2014. Ειδική περίπτωση της εκτέλεσης κατ' άρ. 946 ΚΠολΔ προβλέπεται για τον εργοδότη που υποχρεώνεται να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ΑΠ 966/2009 άρ. 23 παρ. 2 ν. 1264/1982.

Αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρ. 947 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 947 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξης. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο οφείλει να ορίσει χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση του οφειλέτη για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης εκ μέρους του οφειλέτη άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 527/2013. Αν η απόφαση δεν περιέχει διάταξη περί χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, την σχετική υποχρέωση απαγγέλει με ξεχωριστή απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 527/2013. Το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο και για τη βεβαίωση της παράβασης και την καταδίκη του οφειλέτη στην χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η αγωγή περί βεβαίωσης της παράβασης και καταδίκης του οφειλέτη εκδικάζεται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν η παράλειψη διατάχθηκε με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η ανακοπή επί της επιταγής προς εκτέλεση συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 1552/2010 Εφ.Αθηνών. Η εκτέλεση της απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξης ξεκινά Αν η παράβαση έχει ενιαίο χρονικό χαρακτήρα, χωρίς διακοπές, το δικαστήριο δύναται να επιβάλει μία μόνο χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, ακόμη και αν απειλείται έμμεση εκτέλεση για κάθε μελλοντική παράβαση 1552/2010 Εφ.Αθηνών. Κατά το μέρος που η διάταξη του άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα ουσιαστικού δικαίου, καθώς με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία ΑΠ 134/2015. Για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το δικαστήριο με προηγούμενη απόφασή του για την περίπτωση παράβασης των διατάξεών της, απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση να παραβεί τις διατάξεις της προηγούμενης αυτής απόφασης ΑΠ 134/2015. Η με το άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ θεσπιζόμενη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων ΑΠ 134/2015. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του οι ποινές αθροιστικά, και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησής του ΑΠ 134/2015. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται η διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η εκ μέρους του καθ' ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή, και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση ΑΠ 134/2015. Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση λόγω της παράβασης είναι αγωγή καταψηφιστική ΑΠ 134/2015. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωση της παράβασης δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα για τη βεβαίωση της παράβασης, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης ΑΠ 134/2015. Στη δίκη του άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ, περί βεβαίωσης της παράβασης υποχρέωσης παράλειψης ή ανοχής πράξης, λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση ΑΠ 134/2015. Η κατ' άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ αγωγή εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ' άρ. 614 επ. ΚΠολΔ άρ. 947 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ. Η κατ' άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα ΑΠ 134/2015. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος προς επιβολή των νομίμων κυρώσεων που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της παράβασης ΑΠ 134/2015. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης απόφασης, και γι' αυτό πρέπει να προτείνεται και να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα ΑΠ 134/2015. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια στην επεύλεση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κράτησης ή της μίας εκ των δύο, κατά την από την αρχή της διάθεσης πηγάζουσα βούληση του ενάγοντα δανειστή, που εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα ΑΠ 134/2015.

Αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρ. 949 ΚΠολΔ

Με τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ειδικός τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Με τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρέωσής του προς επιχείρηση νομικής πράξης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η δήλωση βούλησης κατ' άρ. 949 ΚΠολΔ επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον οφειλέτη στη δήλωση βούλησης ΑΠ 695/2021 άρ. 949 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της άρ. 949 εδ. 2 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο καταδικάζει τον εναγόμενο σε δήλωση βούλησης, αν Άλλη έκφραση για το ότι ο εναγόμενος είναι οφειλέτης της αξίωσης είναι ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του οφειλέτη της αξίωσης ΑΠ 1656/2022. Η υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί στη δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα πρέπει Η υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί σε δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα έχει, συνήθως, ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία, και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η απόφαση που δέχεται την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης Η δίκη που ανοίγεται με την αγωγή του άρ. 949 ΚΠολΔ είναι ενοχική ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Στη δίκη που ανοίγει με την αγωγή του άρ. 949 ΚΠολΔ επίδικη είναι η παροχή που οφείλεται από τον νόμο ή τη σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται στην απαιτούμενη σύμπραξη για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η ιστορική βάση της αγωγής του άρ. 949 ΚΠολΔ συντίθεται από τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου για την επιχείρηση της οφειλόμενης και ζητούμενης δήλωσης βούλησης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής του άρ. 949 ΚΠολΔ σωρεύονται και άλλα αιτήματα, όπως της παράδοσης του πράγματος στο οποίο αφορά η δήλωση βούλησης, απαιτείται η απόφαση να περιέχει διάταξη και γι' αυτά τα αιτήματα ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Το αίτημα προς παράδοση του πράγματος θα υποβληθεί για την περίπτωση που θα γίνει δεκτό το κύριο αίτημα για την καταδίκη του οφειλέτη της δήλωσης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Καταρτισμένη σύμβαση αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, Άλλη έκφραση για το προσύμφωνο ΑΠ 1656/2022 είναι η προσύμβαση ΑΠ 1656/2022. Με το προσύμφωνο δημιουργείται τέλεια ενοχή, δηλαδή γεννούνται υποχρεώσεις και από τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ. Οι υποχρεώσεις από το προσύμφωνο είναι αγώγιμες, και καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούται να εγείρει αγωγή με αίτημα την καταδίκη σε δήλωση βούλησης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ άρ. 949 ΚΠολΔ. Η σύναψη προσυμφώνου επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να αναλαμβάνουν την υποχρέωση για την κατάρτιση της σκοπούμενης από αυτά οριστικής σύμβασης, και περιέχει με δεσμευτικότητα τους όρους και τις προϋποθέσεις της κύριας σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ. Αν συνάφθηκε προσύμφωνο, με την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης παρέχεται η αξίωση στο ένα μέρος να επιδιώξει την αναγκαστική κατάρτιση της κύριας σύμβασης σε βάρος του έτερου μέρους, το οποίο αθετεί την από το προσύμφωνο υποχρέωσή του να συμπράξει προς τούτο ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν συνάφθηκε προσύμφωνο, και στον δικαιούχο από το προσύμφωνο έχει χορηγηθεί αμετάκλητη πληρεξουσιότητα από το έτερο μέρος να καταρτίσει με αυτοσύμβαση την οριστική σύμβαση, αφενός ατομικά και αφετέρου ως άμεσος αντιπρόσωπος του πληρεξουσιοδότη, και ο πληρεξουσιοδότης δυστροπεί να συμπράξει, ο δικαιούχος από το προσύμφωνο έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση αγωγής για καταδίκη του υποχρέου σε δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιτύχει την αναγκαστική σύναψη της οριστικής σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η οριστική σύμβαση δύναται να καταρτιστεί από μόνο το ένα μέρος, αν στο προσύμφωνο περιέχεται ρήτρα αυτοσύμβασης και παρέχεται πληρεξουσιότητα του ενός μέρους προς κατάρτιση της οριστικής σύμβασης από μόνο το έτερο μέρος, αφενός ατομικώς και αφετέρου υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου του ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Επί δικαιοπραξίας επί ακινήτου, η δικαιοπραξία πρέπει να προκύπτει από σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο (προσύμφωνο) ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά το άρ. 949 ΚΠολΔ ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν ο εναγόμενος καταδικάστηκε τελεσίδικα σε δήλωση βούλησης για μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου κατ' άρ. 949 ΚΠολΔ, για την ολοκλήρωση της σύμβασης και τη συντέλεση της μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου απαιτείται Και αυτό, γιατί, διαφορετικά, δεν επέρχεται το εκποιητικό αποτέλεσμα, και δεν τελειούται η εμπράγματη δικαιοπραξία, καθώς η τελεσιδικία της απόφασης αναπληρώνει πλασματικά μόνο την ελλείπουσα δήλωση βούλησης του εναγόμενου ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ άρ. 1192 περ. 4 ΑΚ άρ. 1198 ΑΚ. Αν δωρήθηκε ακίνητο, και αυτό μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, και ανακλήθηκε νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, και ο δωρεοδόχος αρνείται την επαναμεταβίβαση της δωρεάς, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας γίνεται Αν ασκείται αγωγή από το άρ. 949 ΚΠολΔ για καταδίκη κάποιου σε δήλωση βούλησης, από κληρονόμο ή κατά του κληρονόμου, απαιτείται Και αυτό, γιατί η μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής της κληρονομίας είναι αναγκαία κατ' άρ. 1193 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας της κληρονομίας από τον κληρονόμο ΑΠ 1187/2011 άρ. 1193 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, τα παραπάνω στοιχεία δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής ΑΠ 1187/2011. Η διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού δικαίου, κατά το μέρος της που ανάγει την εκβιαζόμενη δήλωση βούλησης σε περιεχόμενο παροχής ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Με τη διάταξη του άρ. 361 ΑΚ καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό Κανόνες δημοσίας τάξεως, που δεν επιτρέπουν αντίθετες συμφωνίες, είναι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, οι διατάξεων των Δηλαδή, άμεση συνέπεια της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία έμμεσα καθιερώνεται με τη διάταξη του άρ. 361 ΑΚ, ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, η οποία αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος. Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει Στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν την εξουσία ακόμη και να καταργήσουν υφιστάμενη σύμβαση με μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία, καθορίζοντας και τους όρους της κατάργησης αυτής ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Το αν η ενέργεια της κατάργησης της σύμβασης επέρχεται από τη στιγμή της σύναψης της καταργούμενης σύμβασης, έχουσα αναδρομική ισχύ (ex tunc), ή η κατάργηση ισχύει για το μέλλον (ex nunc), είναι ζήτημα ερμηνείας της καταργητικής σύμβασης, κατά τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρ. 173 και 200 ΑΚ ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ άρ. 173 ΑΚ άρ. 200 ΑΚ. Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει, σε αυτόν που πρότεινε, η δήλωση αποδοχής της πρότασής του ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, αν τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της ΑΠ 951/2023 άρ. 195 ΑΚ. Αν τα μέρη θεωρούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιον όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, αν συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόντα και χωρίς τα μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτόν ΑΠ 951/2023 άρ. 196 ΑΚ. Η πρόταση προς κατάρτιση σύμβασης πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ άρ. 195 ΑΚ άρ. 196 ΑΚ άρ. 361 ΑΚ άρ. 185 ΑΚ άρ. 191 ΑΚ άρ. 193 ΑΚ. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης, χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση, και να περιέλθει σ' αυτόν που πρότεινε ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ άρ. 195 ΑΚ άρ. 196 ΑΚ άρ. 361 ΑΚ άρ. 185 ΑΚ άρ. 191 ΑΚ άρ. 193 ΑΚ. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, δύναται ερμηνευτικώς να δοθεί και στη σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση ΑΠ 951/2023. Η δήλωση βούλησης δύναται να είναι Ρητή (άμεση) δήλωση βούλησης είναι η δήλωση βούλησης που γίνεται με λέξεις ή νεύματα που εμφανίζουν και εκφράζουν κατευθείαν τη βούληση ΑΠ 951/2023. Η ρητή δήλωση βούλησης διακρίνεται σε Σιωπηρή (εμμεση) δήλωση βούλησης είναι η δήλωση βούλησης που συνάγεται από πράξεις, οι οποίες γίνονται για άλλο σκοπό, αλλά συμπερασματικά εμφαίνουν ορισμένη βούληση ΑΠ 951/2023. Στη σιωπηρή δήλωση βούλησης, η δικαιοπρακτική βούληση συνάγεται εκ των υστέρων στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνδυασμό με το σύνολο των ειδικών περιστατικών, και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ΑΠ 951/2023. Ο επικαλούμενος τη σύναψη συμφωνίας οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει Αντίστοιχες παραδοχές πρέπει να περιλαμβάνει και η δεχόμενη ή απορρίπτουσα τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας δικαστική απόφαση ΑΠ 951/2023. Και αυτό, ώστε να έχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες για το ζήτημα αυτό ΑΠ 951/2023.

Αναγκαστική εκτέλεση σε αντικαταστατά πράγματα

Ο προσδιορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων στα οποία αφορά η εκτέλεση γίνεται με απόφαση του Ειρηνοδικείου, αν η παροχή των πραγμάτων επιδικάστηκε από αυτό, και από το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Η απόφαση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρ. 670 έως 676 ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές).

Εκτέλεση βάσει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Η εκτέλεση βάσει απόφασης εκτελεστικών μέτρων περί αποβολής ή διατάραξης της νομής πρέπει να ολοκληρωθεί εντός προθεσμίας ενός έτους από την αποβολή ή τη διατάραξη 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθήνας. Η άσκηση τακτικής αγωγής περί νομής διακόπτει την παραγραφή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθήνας.

Κατάσχεση

Αν η κατάσχεση επιβλήθηκε για ποσό μεγαλύτερο του τίτλου, δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1048/2022. Αν η κατάσχεση επιβλήθηκε για ποσό μεγαλύτερο του τίτλου, η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε με βάση την κατάσχεση αυτή δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1048/2022. Αν η κατάσχεση επιβλήθηκε για ποσό μεγαλύτερο του τίτλου, η κατάσχεση και η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε με βάση την κατάσχεση αυτή δύναται να ακυρωθούν για το επιπλέον ποσό ΑΠ 1048/2022.

Συντηρητική κατάσχεση

Συντηρητική κατάσχεση δύναται να επιβληθεί και με διαταγή πληρωμής 33296/2009 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης (ασφ. μέτρα). Συντηρητική κατάσχεση επιτρέπεται και κατά του Δημοσίου, και δεν απαιτείται η παρέλευση 60 ημερών από την επίδοση 33296/2009 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης (ασφ. μέτρα).

Διαχρονικό δίκαιο

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των μέσων εκτέλεσης διέπεται, ως προς τη διαδικασία και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, από τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο ενέργειάς τους ΑΠ 1080/1979.