Αναδρομική ισχύς ουσιαστικού ποινικού νόμου κατ' άρ. 2 ΠΚ με τον ν. 4619/2019
Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ άρ. πρώτο ν. 4619/2019 άρ. 460 ΠΚ άρ. δεύτερο ν. 4619/2019 (ΦΕΚ A 95/11-06-2019).
Η διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ με τον ν. 4619/2019 ισχύει από 01-07-2019 άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ άρ. πρώτο ν. 4619/2019 άρ. 460 ΠΚ άρ. δεύτερο ν. 4619/2019 (ΦΕΚ A 95/11-06-2019).
Με τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ με τον ν. 4619/2019 καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, ο οποίος ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Ως νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις νοείται ο νόμος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III.
Για να κριθεί ποιος νόμος επιφέρει την ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονυαι από καθεμιά από αυτές ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, δεν επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, εφαρμοστέος είναι ο νεότερος επιεικέστερος νόμος ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Αν το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής είναι το ίδιο μεταξύ νόμων, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινή φυλάκισης (επί πλημμελημάτων) ή κάθειρξης (επί κακουργημάτων) ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Αν οι ποινές φυλάκισης ή καθειρξης, αντίστοιχα, είναι ίσες, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Η επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης (επί πλημμελημάτων) ή κάθειρξης (επί κακουργημάτων) θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος απαιτεί για την άσκηση της ποινικής δίωξης, την υποβολή από τον παθόντα έγκλησης για αξιόποινη πράξη, η οποία κατά τον προγενέστερο νόμο διωκόταν αυτεπαγγέλτως ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Η διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ με τον ν. 4619/2019 αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, και όχι στους δικονομικούς ποινικούς νόμους ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Και αυτό, γιατί οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ, και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν οι δικονομικοί νόμοι ορίζουν διαφορετικά ΑΠ Ποιν. 550/2021 σκέψ. III άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.
Αναδρομική ισχύς ουσιαστικού ποινικού νόμου κατ' άρ. 2 ΠΚ με το πδ. 283/1985
Αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυσαν για το ίδιο έγκλημα περισσότεροι νόμοι, και ο ένας νόμος είναι ευνοϊκότερος του άλλου, εφαρμόζεται ο πιο ευνοϊκός για τον κατηγορούμενο νόμος Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 5/2008 άρ. 2 ΠΚ.
Αν ο ένας νόμος απαιτεί περισσότερα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από ότι προηγούμενος νόμος, ο νέος νόμος είναι επιεικέστερος, ασχέτως του αν επισύρει βαρύτερη ποινή Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 5/2008.
Για έγκλημα που τελέστηκε υπό την ισχύ προηγούμενου νόμου, το δικαστήριο θα εφαρμόσει είτε τον προηγούμενο είτε τον νεότερο νόμο, και όχι συνδυασμό των διατάξεων Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 5/2008.
Και αυτό, γιατί αν το δικαστήριο διέσπαζε τις διατάξεις, και εφάρμοζε κάθε διάταξη μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο θα κατήρτιζε ιδιαίτερο νόμο κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων περί διάκρισης των λειτουργιών ΑΠ Ποιν. 506/2015 άρ. 26 Συντάγματος άρ. 73 Συντάγματος.
Τέτοια περίπτωση εφαρμογής δυσμενέστερης διάταξης του νόμου υπάρχει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,
με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο άρ. 98 ΠΚ με τον ν. 2721/1999, και την τροποποίηση του άρ. 258 περ. γ ΠΚ με τον ν. 2721/1999, παρότι κατά τη διάταξη του άρ. 98 παρ. 2 ΠΚ με τον ν. 2721/1999 ο υπολογισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία είναι δυσμενέστερος για τον κατηγορούμενο, καθώς σε αντίθετη περίπτωση δεν θα εφαρμόζονταν αυτούσιος ο νέος ν. 2721/1999 ΑΠ Ποιν. 506/2015.
Αναδρομική ισχύς δικονομικού ποινικού νόμου
Κατά μια άποψη, οι νεότερες διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου έχουν αναδρομική ισχύ, και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο έκδοσης αυτών, μέρος, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν.Συμβούλιο 1/2014.
Και αυτό, ακόμη και αν οι νεότερες διατάξεις θεσπίζουν δυσμενέστερες για τον υπαίτιο προϋποθέσεις για τη δίωξη του εγκλήματος Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν.Συμβούλιο 1/2014.
Κατά την άποψη αυτή, αν νόμος τροποποιήσει δικονομικές διατάξεις, η ισχύς τους είναι αναδρομική, και ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη, βάσει των νεότερων διατάξεων, για εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού νόμου Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν.Συμβούλιο 1/2014.
Κατ' άλλη άποψη, οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αν θίγονται ουσιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου γν.Εισ.ΑΠ 2/2013.
Αν με τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου εισάγονται ευμενέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος γν.Εισ.ΑΠ 2/2013.
Οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου εφαρμόζονται αναδρομικά, εκτός αν ο δικονομικός νόμος περιέχει ρύθμιση διαφορετική, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Οι τροποποιήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, αν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη 1/1982 αναφ.Εισ.Εφ.Θεσσαλονίκης, εφαρμόζονται από τη στιγμή της έναρξης της ισχύς τους στην εκκρεμή ποινική δίκη κατά το ατέλεστο μέρος της 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας 1/1982 αναφ.Εισ.Εφ.Θεσσαλονίκης.
Δικονομικό νόμο αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,
ο νόμος που ορίζει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Η μετατροπή του δικονομικού αυτού νόμου έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.