Ποινική προδικασία

Προθεσμία υποβολής της έγκλησης

Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξης που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε, ή έστω ενός συμμετόχου, το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 117 παρ. 1 ΠΚ.

Αδιαίρετο της έγκλησης

Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι συμμέτοχοι στο έγκλημα, και ο εγκαλών ανακαλεί ή παραιτείται της έγκλησης υπέρ ενός των συμμετόχων, η ανάκληση ή παραίτηση επεκτείνεται και στους υπόλοιπους συμμετόχους Ολομ. ΑΠ Ποιν. 2/2007 ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 119 ΠΚ άρ. 120 παρ. 2 ΠΚ. Το αδιαίρετο της έγκλησης αφορά την πράξη, όχι τα κατ' ιδίαν πρόσωπα ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, το αδιαίρετο της έγκλησης δεν ισχύει επ' αυτών ως δικαιούχων έγκλησης ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, ο καθένας τους έχει αυτοτελές δικαίωμα έγκλησης ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης αρχίζει χωριστά για τον καθένα από τότε που έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε, ή έστω ενός από τους συμμετόχους ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 118 παρ. 3 ΠΚ. Αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και υπάρχουν περισσότεροι παθόντες δικαιούμενοι σε έγκληση, η βούληση του ενός παθόντος να μην υποβάλει έγκληση, ή η ανάκληση από αυτόν της έγκλησής του, ή η παραίτησή του από την έγκληση δεν επηρεάζει το δικαίωμα των υπολοίπων παθόντων ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 118 παρ. 3 ΠΚ. Το αδιαίρετο της έγκλησης ισχύει και επί ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου. Η ανάκληση λειτουργεί αδιαίρετα στις περιπτώσεις της συμμετοχής των άρθρων 45 - 47 ΠΚ και της αναγκαίας συμμετοχής 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου. Η ανάκληση δεν λειτουργεί αδιαίρετα Αν η ανάκληση δεν λειτουργεί αδιαίρετα, η ανάκληση δεν επηρεάζει τη συνέχιση της ποινικής δίωξης στο μέτρο που δεν ανακαλείται η έγκληση του άλλου δικαιούχου 267/2000 Συμβ.Πλημ.Βόλου.

Αρχειοθέτηση μήνυσης και απόρριψη έγκλησης

Ο εισαγγελέας δύναται να θέσει την μήνυση ή την αναφορά στο αρχείο Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δύναται να απορρίψει την έγκληση Η πράξη του Εισαγγελέα, με την οποία η μήνυση ή η αναφορά αρχειοθετείται κατ' άρ. 43 παρ. 2 ΚΠοινΔ, δεν παράγει δεδικασμένο ΑΠ Ποιν. 383/2012 ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. III άρ. 43 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται, δεν παράγει δεδικασμένο ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. III. Αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εκδώσει πράξη με την οποία απορρίπτει την έγκληση, και η πράξη αυτή εγκριθεί από τον εισαγγελέα εφετών, η πράξη παράγει περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. III. Το περιορισμένο αυτό οιονεί δεδικασμένο έγκειται στο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να απορρίψει κάθε νέα καταγγελία του ίδιου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. III. Το περιορισμένο αυτό οιονεί δεδικασμένο κάμπτεται αν μεταγενέστερα προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της άσκησης ποινικής δίωξης ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. III.

Παύση ποινικής δίωξης

Αν το έγκλημα έχει παραγραφεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δύναται να διατάξει την παύση της ποινικής δίωξης, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο άρ. 113 παρ. 5 ΠΚ. Για τη διάταξη απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών άρ. 113 παρ. 5 ΠΚ

Προκαταταρκτική εξέταση

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση άρ. 31 παρ. 1 περ. α ΚΠοινΔ. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται για να κρίνει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης άρ. 31 παρ. 1 περ. α ΚΠοινΔ. Η προκαταρκτική εξέταση συνιστά βασικό στάδιο της προδικασίας ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1575/2015. Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ταυτίζονται πλέον από την άποψη πλευράς τρόπου ενέργειας και σκοπού, μετά την τροποποίηση και με τον ν. 4055/2012 ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1575/2015. Στα πλημμελήματα, η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι υποχρεωτική, και εναπόκειται στην κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών 64/2012 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά άρ. 43 παρ. 1 άρ. 27 παρ. 3 ν. 4055/2012 αιτιολ.έκθεση ν. 4055/2012. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, το άτομο είναι ακόμα ύποπτος, και όχι κατηγορούμενος ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1575/2015 1/2009 εγκύκλ.Εισ.ΑΠ. Κατά μια άποψη, αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται κατόπιν μήνυσης ή έγκλησης κατά ορισμένου προσώπου, ή αν κατά τη διάρκεια αυτής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό έχει δικαιώματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το ποινικό δικονομικό δίκαιο κατά τη διάρκεια της προδικασίας, και ειδικότερα της προανάκρισης και της ανάκρισης 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο πολιτικώς ενάγων δεν είναι ακόμη διάδικος ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1575/2015. Αν ο πολιτικώς ενάγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, μπορεί να ασκήσει τα προβλεπόμενα δικαιώματά του από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή ένταλμα βίαιης προσαγωγής, και όχι όταν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 1575/2015. Αν ο δικαιούμενος προς παράσταση πολιτικής αγωγής δεν συνοδεύει τη δήλωσή του με αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου, δεν δημιουργείται από τον λόγο αυτό ακυρότητα ως προς τη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγής ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. I. Το αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου δύναται να καταβληθεί είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. I άρ. 63 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης δεν προβλέπεται ότι πρέπει να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά μια άποψη, ο κατηγορούμενος δεν είναι απαραίτητο να κληθεί σε συμπληρωματικές εξηγήσεις μετά τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, εκτός αν υπήρχε αίτημά του προς τον αρμόδιο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό για να καταθέσει συμπληρωματικά, ή αν το έκρινε ο ίδιος ο πταισματοδίκης ή ο επισπεύδων την προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελέας, ο οποίος θα έδινε ρητή παραγγελία 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά τη μορφή του άρ. 43 ΚΠοινΔ έως 01-04-2012, η παραπομπή του υπόπτου απευθείας στο ακροατήριο μετά από προκαταρκτική εξέταση είναι νόμιμη και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατά τη μορφή του άρ. 43 ΚΠοινΔ έως 01-04-2012, η διενέργεια προανάκρισης στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου είναι αναγκαία αν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση και δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή αν δεν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για ψευδορκία άρ. 224 ΠΚ ΑΠ Ποιν. 666/2014, συγκεκριμένες περιπτώσεις ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης άρ. 225 παρ. 1 περ. α ΠΚ άρ. 225 παρ. 3 εδ. α ΠΚ, ψευδή καταμήνυση άρ. 229 ΠΚ ΑΠ Ποιν. 666/2014, δυσφήμηση άρ. 362 ΠΚ, συκοφαντική δυσφήμηση άρ. 363 ΠΚ ΑΠ Ποιν. 666/2014 ή δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας άρ. 364 ΠΚ, και έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για το γεγονός στο οποίο αναφέρονται τα εγκλήματα αυτά, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια, έως το τέλος της ποινικής δίωξης άρ. 59 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Για την αναβολή αυτή απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών άρ. 59 παρ. 2 ΚΠοινΔ Η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών έπεται, δεν προηγείται, της πράξης αναβολής του εισαγγελέα πρωτοδικών ΑΠ Ποιν. 666/2014. Κατά τη διάρκεια της αναβολής αναστέλλεται η παραγραφή των εγκλημάτων στα οποία αφορά η προκαταρκτική εξέταση ΑΠ Ποιν. 666/2014 άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΠΚ άρ. 59 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η αναστολή της προθεσμίας παραγραφής αρχίζει από τον χρόνο έκδοσης της διάταξης περί αναβολής από τον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών ΑΠ Ποιν. 666/2014 άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΠΚ άρ. 59 παρ. 2 ΚΠοινΔ.

Σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα εφετών

Αν ο νόμος προβλέπει την έγκριση ή την έκφραση σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών σε πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών δεν εκφέρει πρωτογενή δικαιοδοτική κρίση, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα, και μάλιστα τον εξωτερικό τύπο των συγκεκριμένων ενεργειών του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ΑΠ Ποιν. 666/2014. Τέτοια σύμφωνη γνώμη προβλέπεται και για την αναβολή κάθε περαιτέρω ενέργειας έως το τέλος της ποινικής δίωξης άρ. 59 παρ. 2 ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 666/2014.

Κίνηση ποινικής δίωξης

Αν δεν πρόκειται για κακούργημα, ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη Αν πρόκειται για κακούργημα, ο Εισαγγελέας μπορεί να κινήσει την ποινική δίωξη μόνο αν έχει γίνει προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις, και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις άρ. 43 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Δεν είναι αναγκαία η προκαταρκτική εξέταση, αν έχει προηγηθεί ΕΔΕ ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων του άρ. 1 παρ. 2 ν. 3074/2002 (ΦΕΚ Α 296), και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη άρ. 43 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠοινΔ.

Προανάκριση

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί προανάκριση άρ. 31 παρ. 1 περ. β ΚΠοινΔ. Η προανάκριση διενεργείται για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη άρ. 31 παρ. 1 περ. β ΚΠοινΔ. Κατά την προανάκριση, το άτομο δεν είναι απλά ύποπτος, αλλά κατηγορούμενος 1/2009 εγκυκλ.Εισ.ΑΠ. Κατά μια άποψη, αν πρόκειται για πλημμέλημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είναι απαραίτητο να διατάξει προανάκριση 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, το κατηγορητήριο είναι απαραίτητο να συντάσσεται εγγράφως 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών Κατ' άλλη άποψη, το κατηγορητήριο δεν είναι απαραίτητο να συντάσσεται εγγράφως 101/2013 διατ.Εισ.Εφ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου είναι απαραίτητο να αναγράφεται στην έκθεση εξέτασης του κατηγορουμένου κατά την προανάκριση 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, μόνη η αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του κατηγορούμενου ότι "του απαγγέλθηκε η κατηγορία" δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του ανακρίνοντος να εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα η πράξη για την οποία προκύπτει κατηγορία 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, η ανακοίνωση της κατηγορίας πρέπει να περιλαμβάνει τόσο την ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία αναφέρει ο εισαγγελέας στην ποινική δίωξη που άσκησε, όσο και ακριβή περιγραφή του πραγματικού συμβάντος το οποίο συγκροτεί την αξιόποινη πράξη με λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να απολογηθεί με σαφήνεια και πληρότητα 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Το πέρας της προανάκρισης δεν προβλέπεται ότι πρέπει να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η προανάκριση περατώνεται Ο εισαγγελέας κάνει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο και για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 3/2009. Επί πλημμελημάτων δικηγόρων άρ. 111 παρ. 6 ΚΠοινΔ, αρμόδιο για την περάτωση της προανάκρισης, αν δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 3/2009 άρ. 245 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠοινΔ.

Άμυνα κατά πράξεων της προδικασίας

Αίτηση ακύρωσης πράξης της προδικασίας

Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας μπορεί να προταθεί με αίτηση ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου για ακύρωση πράξης της προδικασίας άρ. 176 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, αν δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, μπορεί να προταθεί με προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 539/1989 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αίτηση ακυρότητας κατά πράξης της προδικασίας ασκείται με κατάθεσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Η αίτηση ακυρότητας κατά πράξης της προδικασίας ασκείται παραδεκτά αν μέχρι την κατάθεσή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών δεν έχει επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο και δεν έχει γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του στο ακροατήριο 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Αν πρόκειται για πλημμέλημα για το οποίο απαιτείται προανάκριση άρ. 244 ΚΠοινΔ, και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών δεν διατάξει προανάκριση, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας 2846/2014 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Η ακυρότητα αυτή καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος είχε ήδη απολογηθεί, λόγω αυτεπάγγελτης προανάκρισης 64/2012 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά 2846/2014 συμβ.Πλημ.Αθηνών άρ. 243 παρ. 2 ΚΠοινΔ.

Προσφυγή κατά απευθείας κλήσης στο ακροατήριο

Αν ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου άρ. 322 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ ή του Τριμελούς Εφετείου άρ. 322 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠοινΔ με κλητήριο θέσπισμα, έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής είναι 10 ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος άρ. 322 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή ασκείται εμπρόθεσμα αν η κατάθεση της προσφυγής γίνει εντός 10 ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος 445/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 405/2014 άρ. 473 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, αν δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, μπορεί να προταθεί με προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 539/1989 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για πράξη για την οποία προφανώς δεν πρέπει να δικαστεί, για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Η προσφυγή πρέπει να αναφέρει τους νομικούς και ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους ασκείται 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Αν οι λόγοι δεν αναφέρονται ή είναι αόριστοι, η προσφυγή είναι άκυρη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Νομικός λόγος για την αποφυγή παραπομπής του κατηγορουμένου είναι και η αρμοδιότητα του δικαστηρίου 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ουσιαστικός, νόμιμος, λόγος είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και η μη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπομπής του κατηγορούμενου, αφού ελλείπουν οι απαιτούμενες προς τούτο επαρκείς ενδείξεις 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Επί πλημμελημάτων δικηγόρων, αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο είναι το Τριμελές Εφετείο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 3/2009 άρ. 111 παρ. 6 ΚΠοινΔ. Το Δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο άρ. 309 παρ. 1 περ. α ΚΠοινΔ άρ. 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 313 ΚΠοινΔ άρ. 318 ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 755/2014. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό, το οποίο συγκομίσθηκε, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 755/2014. Αντίθετα, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 755/2014. Για να κρίνει το συμβούλιο το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου ή για το ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 755/2014. Δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση των λόγων με άλλους που δεν περιέχονται στην έκθεση, όπως όταν στην έκθεση γίνεται παραπομπή σε λόγους που αναφέρονται σε άλλη έκθεση ή σε υπόμνημα 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Τέτοια συμπλήρωση επιτρέπεται μόνο αν με την έκθεση συνυποβάλλεται έγγραφο με επιπλέον λόγους, και το έγγραφο φέρει επ' αυτού υπογραφή του προσφεύγοντος και του γραμματέα 7/2013 διατ.Εισ.Εφ.Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η προσφυγή δεν έχει σκοπό την προβολή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Αν το Συμβούλιο ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ελέγχεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Αν πράξη της προδικασίας είναι άκυρη, και η ακυρότητα δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, η ακυρότητα της πράξης μπορεί να προβληθεί με προσφυγή κατ' άρ. 322 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, αν συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008. Αν ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, και από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας προανάκρισης Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008. Αν ο Εισαγγελέας Εφετών απορρίψει τους προτεινόμενους λόγους ακυρότητας, ή αν η ακυρότητα δεν προβλήθηκε δια της προσφυγής, η ακυρότητα δεν επιδρά επί του κύρους της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο ως λόγος ακυρότητας της παραπομπής Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008. Το δικαστήριο δεν έχει, βάσει αυτού το λόγου, εξουσία να κηρύξει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και να παραπέμψει την υπόθεση στην ανάκριση, ώστε να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008. Για την άσκηση της προσφυγής απαιτείται η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου 300 € άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Αν μία προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορούμενους, κατατίθεται ένα μόνο παράβολο άρ. 322 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠοινΔ 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Αν περισσότερες προσφυγές ασκούνται από περισσότερους κατηγορούμενους, κατατίθεται ένα παράβολο ανά προσφυγή 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Αν δεν καταβληθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η προσφυγή αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η άσκηση της προσφυγής έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και στους μη ασκούντες προσφυγή συμμετέχοντες άρ. 45 ΚΠοινΔ, αλλά και στους συναίτιους, όταν ο λόγος δεν αρμόζει αποκλειστικά στον προσφεύγοντα 23/2013 διατ.Εισ.Εφ.Πειραιά. Η προσφυγή εξετάζεται μόνο για τα τμήματα του κλητηρίου θεσπίσματος τα οποία προσβάλλει ΑΠ Ποιν. 646/2015. Αν το κλητήριο θέσπισμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για περισσότερα εγκλήματα, η προσφυγή θα εξεταστεί μόνο για τα σκέλη του κλητηρίου θεσπίσματος εναντίον των οποίων βάλλει, και δεν εξετάζεται όλο το κλητήριο θέσπισμα ΑΠ Ποιν. 646/2015. Αν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για αδίκημα, και το αντικείμενο της δίκης αυτής είναι προδικαστικό ζήτημα για άλλη εκκρεμή δίκη, αν δεν είναι σκόπιμη η ένωση των δικών, και ο κατηγορούμενος προτείνει με προσφυγή του την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τη μη αναστολή της δίκης, το δικαστικό συμβούλιο που αναλαμβάνει την προσφυγή μπορεί να διατάξει την αναστολή της δεύτερης δίκης ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 706/2013. Αν με την προσφυγή προβλήθηκαν ακυρότητες της προδικασίας, και οι ακυρότητες απορρίφθηκαν από τον εισαγγελέα εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος, και δεν μπορούν να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητάς του ΑΠ Ποιν. 480/2015.

Πορεία της προσφυγής

Ο Εισαγγελέας Εφετών έχει την υποχρέωση εντός 10 ημερών από την ημέρα που θα φθάσει σε αυτόν η προσφυγή άρ. 322 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠοινΔ

Προσφυγή από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας

Αν ο κατηγορούμενος απολαμβάνει ιδιάζουσας δωσιδικίας άρ. 111 περ. 6 ΚΠοινΔ, και κλητεύθηκε απευθείας στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα, έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών κατά της εν λόγω κλητεύσεώς του ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 245/2015 άρ. 322 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Δικαίωμα προσφυγής έχει και ο συμμέτοχος και συγκατηγορούμενος, ο οποίος δεν είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας 190/1999 Συμβ.Εφ.Θράκης. Η προσφυγή πρέπει να κατατεθεί μέσα σε 10 μέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος άρ. 322 παρ. 3 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 322 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠοινΔ. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 405/2014 άρ. 473 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή υποβάλλεται στον γραμματέα της εισαγγελίας εφετών άρ. 322 παρ. 3 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠοινΔ ή στον γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του κατηγορουμένου άρ. 322 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 322 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠοινΔ. Η προσφυγή αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 245/2015. Το συμβούλιο εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει επί της προσφυγής μέσα σε 10 ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η αίτηση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα εφετών άρ. 322 παρ. 3 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Το συμβούλιο έχει τη δυνατότητα Αν το συμβούλιο διατάξει προανάκριση, συμπλήρωση της προανάκρισης ή ενέργεια κύριας ανάκρισης, και αφού ο εισαγγελέας εφετών επανεισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο άρ. 322 παρ. 3 εδ. 2 ΚΠοινΔ, το συμβούλιο έχει τη δυνατότητα Οι ενδείξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις διατάξεις των άρ. 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ και 313 ΚΠοινΔ είναι διαφορετικές από τις ενδείξεις που αναφέρονται στο άρ. 178 περ. α ΚΠοινΔ και άρ. 179 ΚΠοινΔ Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Οι "ενδείξεις" για τις οποίες γίνεται λόγος στις διατάξεις των άρ. 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ και 313 ΚΠοινΔ ανάγονται στην κρίση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Οι "ενδείξεις" που αναφέρονται στο άρ. 178 περ. α ΚΠοινΔ και άρ. 179 ΚΠοινΔ, ως ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, αποτελούν κατηγορία των αποδεικτικών μέσων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής, η ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ή επαρκών ενδείξεων (υπονοιών) ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να στηρίζεται και στις "ενδείξεις" (αποδεικτικό μέσο) τις οποίες το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Το Δικαστικό Συμβούλιο οφείλει να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίστηκαν Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, δεν τίθεται θέμα υπέρβασης εξουσίας από τον λόγο μόνο αυτό Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνο εκείνων που τις αποδυναμώνουν, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία που του παρέχουν τα άρ. 309 ΚΠοινΔ, άρ. 310 ΚΠοινΔ και άρ. 313 ΚΠοινΔ Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, και οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, το Δικαστικό Συμβούλιο δεν υπερβαίνει την εξουσία του από μόνο τον λόγο αυτό Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά "αποδείχθηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, δεν τίθεται θέμα υπέρβασης εξουσίας από μόνο τον λόγο αυτό Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Η κρίση του Δικαστικού συμβουλίου ότι "αποδείχθηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης, η οποία δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον, δηλαδή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη επαρκών ενδείξεων για την απαλλαγή του Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Αν το Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του κατηγορουμένου, και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, το Δικαστικό Συμβούλιο υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου ότι "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του κατηγορουμένου εξαρτά την παραπομπή του κατηγορουμένου από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκείται στην απαιτούμενη από τον νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων Ολομ. ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 9/2001. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο άρ. 322 παρ. 3 εδ. 4 υποεδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 155 ΚΠοινΔ. Επί της προσφυγής αποφαίνεται το Συμβούλιο Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 245/2015 άρ. 322 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠοινΔ. Εναντίον του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν επιτρέπεται έφεση ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 245/2015. Ο κατηγορούμενος ιδιάζουσας δωσιδικίας δεν έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος περί προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2014. Δικαίωμα αναίρεσης στην περίπτωση αυτή έχει μόνο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2014. Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι 30 ημέρες από την έκδοση του βουλεύματος ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 405/2014 άρ. 483 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 479 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ. Η προθεσμία για άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναστέλλεται από 1η έως και 31η Αυγούστου ΑΠ Ποιν. Συμβούλιο 405/2014 άρ. 473 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Αν έχουν ασκήσει προσφυγή και ο κατηγορούμενος και ο συγκατηγορούμενός του, και το συμβούλιο έχει αποφανθεί επί μιας προσφυγής ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά ενός κατηγορουμένου, και λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος της προσφυγής και κατά του συγκατηγορουμένου, η δεύτερη προσφυγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος 190/1999 Συμβ.Εφ.Θράκης. Κατά μια άποψη, αν έχει παραγγελθεί προανάκριση, και ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει την δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, και δεν μπορεί να εισάγει παραδεκτά απευθείας την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με απαλλακτική πρόταση 2368/2013 Συμβ.Πλημ.Αθηνών. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το βούλευμα δεν παράγει δεδικασμένο περί του δόλου για συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία τελούμενες δια της μήνυσης ή έγκλησης ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 585 παρ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 57 ΚΠοινΔ. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, και για το γεγονός που καταμηνύθηκε υποβλήθηκε έγκληση για συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία, και το δικαστήριο αποφασίσει ότι ο αρχικά μηνύων ή εγκαλών είχε δόλο σχετικά με την τέλεση των εγκλημάτων, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το δικαστήριο δεν προβαίνει σε υπέρβαση εξουσίας με την παραπάνω κρίση του περί δόλου του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 585 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Αν το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί με βούλευμα ότι τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα, επειδή η μήνυση ή έγκληση δεν υποβλήθηκε από δόλο ή αμέλεια, και το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, και για το γεγονός που καταμηνύθηκε υποβλήθηκε έγκληση για δυσφήμηση, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση το βούλευμα δεν ασκεί έννομη επίδραση στο τεκμήριο περί της αλήθειας ή αναλήθειας του γεγονότος στο οποίο αφορά η δυσφήμηση ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 585 παρ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 366 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σχετικά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, αποτελεί έγγραφο και λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σχετικά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με την πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 178 ΚΠοινΔ. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 183 ΚΠοινΔ.

Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Αν ο δικαιούμενος την άσκηση ενδίκου μέσου ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία της άσκησης ενδίκων μέσων είναι 10 ημέρες από την απαγγελία της απόφασης άρ. 473 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 473 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Αν ο δικαιούμενος την άσκηση ενδίκου μέσου δεν ήταν παρών από κατά την απαγγελία της απόφασης, και διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της άσκησης ενδίκων μέσων είναι 10 ημέρες από την επίδοση σ' αυτόν της απόφασης κατ' άρ. 155 επ. ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 221/2017 άρ. 473 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Αν ο δικαιούμενος την άσκηση ενδίκου μέσου δεν ήταν παρών από κατά την απαγγελία της απόφασης, και διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία της άσκησης ενδίκων μέσων είναι 30 ημέρες από την επίδοση σ' αυτόν της απόφασης κατ' άρ. 155 επ. ΚΠοινΔ άρ. 473 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου άρ. 473 παρ. 4 ΚΠοινΔ.

Παραγραφή ποινικού αδικήματος

Το αξιόποινο του αδικήματος εξαλείφεται με την παραγραφή άρ. 111 παρ. 1 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι πταίσμα, η παραγραφή επέρχεται σε 2 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλως άρ. 111 παρ. 4 ΠΚ άρ. 112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι πλημμέλημα, η παραγραφή επέρχεται σε 5 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλως άρ. 111 παρ. 3 ΠΚ άρ. 112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι κακούργημα, και δεν τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη, η παραγραφή επέρχεται 15 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλως άρ. 111 παρ. 2 περ. β ΠΚ άρ. 112 ΠΚ. Αν το έγκλημα είναι κακούργημα, και τιμωρείται με ποινή θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη, η παραγραφή επέρχεται 20 έτη μετά την ημέρα τέλεσης της πράξης, εκτός αν ορίζεται άλλως άρ. 111 παρ. 2 περ. α ΠΚ άρ. 112 ΠΚ. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση άρ. 113 παρ. 2 ΠΚ. Η αναστολή της παραγραφής δεν μπορεί να διαρκέσει πάνω από 5 έτη για τα κακουργήματα, 3 χρόνια για τα πλημμελήματα και 1 έτος για τα πταίσματα άρ. 113 παρ. 3 εδ. 1 ΠΚ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν πρόκειται για υπόθεση η απόφαση επί της οποίας εξαρτάται από άλλη ποινική υπόθεση, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην άλλη ποινική υπόθεση άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΠΚ άρ. 59 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν πρόκειται για ψευδορκία άρ. 224 ΠΚ, συγκεκριμένες περιπτώσεις ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης άρ. 225 παρ. 1 περ. α, ψευδούς καταμήνυσης άρ. 229 ΠΚ, δυσφήμησης άρ. 362 ΠΚ, συκοφαντικής δυσφήμησης άρ. 363 ΠΚ, δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας άρ. 364 ΠΚ, και για το γεγονός στο οποίο αφορά το έγκλημα ασκήθηκε ποινική δίωξη, και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ανέβαλε κάθε περαιτέρω ενέργεια μέχρι το τέλος της ποινικής δίωξης άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΠΚ άρ. 59 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν η αναβολή έλαβε χώρα κατά το άρ. 59 παρ. 3 ΚΠοινΔ ή το άρ. 59 παρ. 4 ΚΠοινΔ άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΠΚ άρ. 59 παρ. 3 ΚΠοινΔ άρ. 59 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Η παράταση της αναστολής για την υπόθεση δεν περιορίζεται, αν η αναβολή έλαβε χώρα κατά το άρ. 30 παρ. 2 ΚΠοινΔ για πολιτικό έγκλημα, ή άλλο έγκλημα που αναφέρεται στη σχετική διάταξη άρ. 113 παρ. 3 εδ. 2 ΚΠοινΔ άρ. 30 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψη της έγκλησης δεν αναστέλλει την παραγραφή άρ. 113 παρ. 4 ΠΚ. Με ειδικότερους νόμους έχει θεσπισθεί η υπό προϋποθέσεις παραγραφή πλημμελημάτων με συγκεκριμένο χρόνο τέλεσης,

Ακυρότητα

Σχετική ακυρότητα

Σχετική ακυρότητα υπάρχει: Οι σχετικές ακυρότητες προτείνονται από τον διάδικο που έχει συμφέρον, ή από τον εισαγγελέα άρ. 173 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠοινΔ, όχι όμως αν τις προκάλεσαν οι ίδιοι, με ενέργεια ή παράλειψη, ή αν τις δέχθηκαν ρητά άρ. 173 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠοινΔ; Αν η σχετική ακυρότητα αφορά πράξη της προδικασίας προτείνεται ως το τέλος της προδικασίας άρ. 173 παρ. 1 εδ. 2 υποεδ. 1 ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 669/2014. Αν η σχετική ακυρότητα αφορά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είτε κύρια είτε προπαρασκευαστική, προτείνεται μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία, σε τελευταίο βαθμό άρ. 173 παρ. 1 εδ. 2 υποεδ. 2 ΚΠοινΔ. Αν η σχετική ακυρότητα δεν προταθεί εμπρόθεσμα, θεραπεύεται άρ. 174 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Αν αυτός που κλητεύθηκε εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει σχετική αντίρρηση, θεραπεύεται Κατά μια άποψη, η μη εξέταση προταθέντων μαρτύρων δημιουργεί σχετική ακυρότητα, όχι απόλυτη ακυρότητα 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Κατ' άλλη άποψη, η μη εξέταση προταθέντων μαρτύρων δεν δημιουργεί ακυρότητα ΑΠ Ποιν. 33/2006. Η μη όρκιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δημιουργεί σχετική ακυρότητα ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. IV.

Απόλυτη ακυρότητα

Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, αν δεν έχει θεραπευθεί Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 377/2015 άρ. 171 ΚΠοινΔ. Η ακυρότητα που θεραπεύθηκε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 377/2015. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, η ακυρότητα προτείνεται μέχρι να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 377/2015 άρ. 173 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, και η ακυρότητα δεν προταθεί μέχρι να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο άρ. 173 παρ. 2 ΚΠοινΔ, η ακυρότητα καλύπτεται Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 377/2015 άρ. 174 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, και η ακυρότητα προταθεί στο δικαστικό συμβούλιο και απορριφθεί, η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Αν η πράξη της προδικασίας πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα είναι το δικαστικό συμβούλιο Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 ΑΠ Ποιν. 377/2015 άρ. 176 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το δικαστικό συμβούλιο απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υπόθεσης ΑΠ Ποιν. 377/2015. Αν η πράξη της (προπαρασκευαστικής ή κύριας) διαδικασίας στο ακροατήριο είναι άκυρη, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα είναι το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας ΑΠ Ποιν. 377/2015. Το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας δεν είναι αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της ανάκρισης Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας δεν έχει εξουσία να παραπέμψει την υπόθεση πίσω στο στάδιο της ανάκρισης Πλ.Ολομ. ΑΠ Ποιν. 1/2008 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το αν και κατά πόσο θα ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο η ακύρως διενεργηθείσα πράξη της ανάκρισης είναι άλλο θέμα 445/2012 προτ.Εισ.Πλημ.Λάρισας Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση, ακόμη και αν δεν προταθεί η ακυρότητα, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου από την ακυρότητα άρ. 174 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠοινΔ. Αν μια πράξη της προδικασίας είναι άκυρη, είναι αυτοδικαίως άκυρη και κάθε πράξη της προδικασίας η οποία διαδέχθηκε την άκυρη πράξη και η οποία εξαρτάται από αυτή 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Οι πράξεις της προδικασίας εξαρτώνται από προηγούμενη πράξη της προδικασίας αν παρήχθηκαν συνεπεία της άκυρης αρχικής πράξης, και η άκυρη αρχική πράξη αποτελεί δικονομική προϋπόθεση και λογικό νόμιμο όρο των μεταγενέστερων πράξεων, οι οποίες συνιστούν έτσι το αναγκαίο αποτέλεσμα εκείνης 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η εξάρτηση πρέπει να είναι αποκλειστική και πραγματική, και όχι τυχαία ή ευκαιριακή, ώστε οι μεταγενέστερες πράξεις να βρίσκονται σε σχέση προέλευσης από την αρχική άκυρη πράξη 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Η κρίση του πότε υπάρχει τέτοια εξάρτηση εναπόκειται στον δικαστή της ουσίας 455/2012 Συμβ.Πλημ.Λάρισας. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας όταν ο πολιτικώς ενάγων που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν παρουσιάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή παρουσιάζεται σαν μάρτυρας, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του από την πολιτική αγωγή, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επιδικάζει, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ΑΠ Ποιν. 377/2015.

Προστασία από κακόβουλες κλήσεις

Κατά μια άποψη, αν πρόσωπο που λαμβάνει μέρος σε προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή κύρια ανάκριση γίνει αποδέκτης εξυβριστικών, συκοφαντικών, απειλητικών ή εκβιαστικών κλήσεων ή μηνυμάτων οι ανακριτικές αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα ή τη θέση της σύνδεσης ή του χρήστη 12/2009 γν.Εισ.ΑΠ.