Έφεση

Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Προθεσμία άσκησης έφεσης

Προθεσμία άσκησης έφεσης αν επιδόθηκε η απόφαση

Διαδικασία Διαμονή στην Ελλάδα Διαμονή στο εξωτερικό ή αγνώστου διαμονής Έναρξη προθεσμίας Αναστολή προθεσμίας από 1η-31η Αυγούστου
Τακτική διαδικασία 30 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ 60 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΝαι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ
Μισθωτική διαφορά (για αποφάσεις δημοσιευμένες έως και 31-12-2015)15 ημέρες άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ 30 ημέρες άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΝαι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ
Διαφορές προσβολών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (για αποφάσεις δημοσιευμένες έως και 31-12-2015) 15 ημέρες άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ30 ημέρες άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΝαι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ
Εκούσια δικαιοδοσία (ν. 3869/2010)30 ημέρες άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020 άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ60 ημέρες άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020 άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΌχι
Ασφαλιστικά μέτρα (νομής)10 ημέρες άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ10 ημέρες άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΌχι
Ασφαλιστικά μέτρα (περί οριστικής επίλυσης διαφοράς, όχι περί λήψης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου) ΑΠ 1857/2011 ΑΠ 1526/2007 ΑΠ 402/2003 30 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ 60 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΝαι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ
Απορριπτική απόφαση περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού 30 ημέρες άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ 30 ημέρες άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ επόμενη της γνωστοποίησης της απόφασης άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΌχι
Απόφαση περί εκτέλεσης προσωπικής κράτησης 5 ημέρες άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ 5 ημέρες άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔΌχι
Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ; Αν ένας από τους διαδίκους ήταν το Δημόσιο, η προθεσμία της έφεσης είναι, για όλους τους διαδίκους, τουλάχιστον 30 ημέρες ΑΠ 328/2005 άρ. 10 εδ. 1 κδ. 26-06/10-07-1944. Αν ένας από τους διαδίκους ήταν το Δημόσιο, η προθεσμία έφεσης που ξεκινά με την επίδοση της απόφασης αναστέλλεται για όλους τους διαδίκους κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών άρ. 11 εδ. 1 κδ. 26-06/10-07-1944 Ολομ. ΑΠ 12/2002 ΑΠ 328/2005. Οι προθεσμίες σε δίκες με εναγόμενο ή ενάγοντα το Δημόσιο αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών άρ. 11 εδ. 1 κδ. 26-06/10-07-1944 άρ. 12 ν. 3514/2006. Το διάστημα των δικαστικών διακοπών αναστέλλει τις προθεσμίες ενδίκων μέσων επί αποφάσεων στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγων ή εναγόμενο Ολομ. ΑΠ 12/2002 άρ. 11 κδ. 26-06/10-07-1944. Κατ' εξαίρεση, επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η αναστολή ισχύει μόνο για το διάστημα από 1 έως και 31 Αυγούστου άρ. 11 εδ. 4 κδ. 26-06/10-07-1944 άρ. 25 ν. 3610/2007. Αν ένας από τους διαδίκους ήταν Δήμος, η προθεσμία της έφεσης είναι, για όλους τους διαδίκους, τουλάχιστον 30 ημέρες ΑΠ 328/2005 άρ. 276 παρ. 1 εδ. 2 ν. 3463/2006 άρ. 10 κδ. 26-06/10-07-1944. Αν ένας από τους διαδίκους ήταν Δήμος, η προθεσμία έφεσης που ξεκινά με την επίδοση της απόφασης αναστέλλεται για όλους τους διαδίκους κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών άρ. 276 παρ. 1 εδ. 2 ν. 3463/2006 άρ. 11 κδ. 26-06/10-07-1944 Ολομ. ΑΠ 12/2002 ΑΠ 328/2005. Η προθεσμία της έφεσης δεν επεκτείνεται σε 30 ημέρες για όλα τα ΝΠΔΔ 183/2014 Μον.Εφ.Πατρών. Αν ένας από τους διαδίκους ήταν ΝΠΔΔ (χωρίς να είναι Δήμος), η προθεσμία έφεσης που ξεκινά με την επίδοση της απόφασης αναστέλλεται για όλους τους διαδίκους κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών άρ. 28 παρ. 4 εδ. 1 ν. 2579/1998 άρ. 11 κδ. 26-06/10-07-1944 ΑΠ 1337/2014 Ολομ. ΑΠ 12/2002 ΑΠ 328/2005. Η προθεσμία έφεσης που αρχίζει με την επίδοση της απόφασης ισχύει και για τον παραλήπτη του δικογράφου της έφεσης, και για τον παραγγέλοντα την επίδοση της έφεσης άρ. 144 παρ. 2 ΚΠολΔ. Το αν ο αντίδικος διαμένει στην Ελλάδα, στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής κρίνεται κατά τον χρόνο της επίδοσης. Αν οι διάδικοι είναι απλοί ομόδικοι, η επίδοση της έφεσης σε έναν από αυτούς αποτελεί αφετηρία προθεσμίας έφεσης μόνο γι' αυτόν, όχι και για τους υπόλοιπους άρ. 75 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν οι διάδικοι είναι αναγκαίοι ομόδικοι, η επίδοση της έφεσης σε έναν από αυτούς αποτελεί αφετηρία προθεσμίας έφεσης και γι' αυτόν και για τους υπόλοιπους άρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 76 παρ. 4 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει έφεση αποβιώσει, η προθεσμία έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης στους καθολικούς διαδόχους ή κληροδόχους άρ. 518 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Προθεσμία άσκησης έφεσης αν δεν επιδόθηκε η απόφαση

Η έφεση μπορεί να ασκηθεί και πριν την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την ίδια την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης άρ. 499 ΚΠολΔ. Για την καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης υπολογίζεται και το χρονικό διάστημα από 1η Αυγούστου έως και 31η Αυγούστου ΑΠ 666/2005 άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπολογίζεται στις προσδιοριζόμενες στη διάταξη του άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίες, μεταξύ των οποίων ρητά αναφερόμενες είναι οι βραχείες προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων που υπολογίζονται από την επίδοση της απόφασης, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης από τη δημοσίευση της απόφασης ΑΠ 666/2005 άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν διάδικος είναι το Δημόσιο, η καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης δεν αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών ΑΠ 666/2005 άρ. 11 κδ. 26-06/10-07-1944. Και αυτό, γιατί αυτή η ειδική ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου θεσπίστηκε για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χαθούν οι προθεσμίες, λόγω της απουσίας σε διακόπες, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο χειρίζεται τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται στην περίπτωση της καταχρηστικής προθεσμίας έφεσης, η οποία είναι περισσότερο από επαρκής για να μπορέσει το Δημόσιο να ασκήσει την έφεσή του, ενώ όταν θεσπίστηκε αυτή η ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου δεν προβλεπόταν από τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας προθεσμία προς άσκηση κατά οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης ενδίκων μέσων και ειδικότερα έφεσης και αναίρεσης, η οποία να αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, όλες δε οι προβλεπόμενες από αυτές τις διατάξεις σχετικές προθεσμίες υπολογίζονταν από την επίδοση της απόφασης ΑΠ 666/2005 άρ. 2 ν. 1564/1918 άρ. 2 παρ. 6 12-06/15-11-1937 Κανονισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε από 01-01-2016 και μετά, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 2 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. τρίτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε έως και 31-12-2015, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 3 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά υπόθεση του ν. 3869/2010, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία της έφεσης είναι 6 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά σε απαγγελία υιοθεσίας, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία της έφεσης είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 800 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά σε παροχή κληρονομητηρίου, η προθεσμία της έφεσης είναι 20 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 824 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία δεν αναστέλλεται κατα το διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, η καταχρηστική προθεσμία άσκησης έφεσης κατά αυτής αρχίζει από την έκδοση της οριστικής απόφασης ΑΠ 1265/2018 σκεψ. 4 άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, αν δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, η έφεση κατά της εν μέρει οριστικής απόφασης, ακόμη και κατά των οριστικών διατάξεών της, είναι απαράδεκτη άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Αν κατατεθεί εμπρόθεσμα έφεση, και κατατεθεί εκπρόθεσμα έφεση από τον εφεσίβλητο, και η εκπρόθεσμη έφεση προσβάλλει τα εκκληθέντα ή τα αναγκαστικά συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της κατά το πρώτον εφεσίβλητης απόφασης, η εκπρόθεσμη αυτή έφεση μπορεί να θεωρηθεί ως αντέφεση 1716/2004 Εφ.Αθηνών ΑΠ 246/1979. "Κεφάλαιο" θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, η οποία δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας, και για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης ΑΠ 842/2010. Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των "συνεχόμενων" αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων ΑΠ 937/2014.

Αποτέλεσμα άσκησης εκπρόθεσμης έφεσης

Αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως άρ. 532 ΚΠολΔ.

Παράβολο έφεσης

Αν ο διάδικος ασκήσει έφεση, και δεν καταθέσει το παράβολο έφεσης κατά την κατάθεση της έφεσης, και δεν καταθέσει το παράβολο ούτε μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, η έφεση είναι απαράδεκτη ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος ασκήσει έφεση, και δεν καταθέσει το παράβολο έφεσης κατά την κατάθεση της έφεσης, και καταθέσει το παράβολο μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, δεν στοιχειοθετείται απαράδεκτο της έφεσης ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το απαράδεκτο γεννάται αν δεν κατατεθεί το παράβολο, και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Αν η έφεση γίνει δεκτή, και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, το δικαστήριο διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί αν η έφεση γίνει δεκτή, και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που άσκησε την έφεση θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, και δικαιούται την επιστροφή του παραβόλου, ανεξάρτητα αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκότερη γι' αυτόν ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Αν η έφεση δεν γίνει δεκτή, το δικαστήριο διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Αν στο δικόγραφο της έφεσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς άσκηση της έφεσης, επισυνάφθηκε πέραν της έκθεσης του γραμματέα για την κατάθεση ενδίκου μέσου και το παράβολο της έφεσης, και τη συζήτηση της έφεσης την επισπεύδει ο εφεσίβλητος, και στο αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που καταθέτει αυτός στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου δεν επισυνάπτεται αντίγραφο του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης, και δεν αποδεικνύεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η καταβολή του παραβόλου της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει ότι δεν έχει κατατεθεί το παράβολο της έφεσης, και να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη 154/2017 Τριμ.Εφ.Θράκης 73/2013 Μον.Εφ.Ευβοίας άρ. 495 ΚΠολΔ άρ. 498 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν γίνει δεκτό ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου - επισπεύδοντος τη συζήτηση της έφεσης κατέθεσε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης χωρίς το επισυναπτόμενο παράβολο από προφανή παραδρομή, και αποδεικνύεται ότι το παράβολο της έφεσης είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της έφεσης που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1502/2018 ΑΠ 164/2017 άρ. 498 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Αν στο δικόγραφο της έφεσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς άσκηση της έφεσης, επισυνάφθηκε μόνο η έκθεση του γραμματέα για την κατάθεση ενδίκου μέσου, και όχι και το παράβολο της έφεσης ενώ διαρκούσε αναστολή της υποχρέωσης κατάθεσης παραβόλων, και τη συζήτηση της έφεσης την επισπεύδει πριν τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης του παραβόλου ο εφεσίβλητος, και αυτός καταθέσει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης χωρίς επισυναπτόμενο παράβολο, και δεν αποδεικνύεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η κατάθεση του παραβόλου της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει ότι δεν έχει κατατεθεί το παράβολο της έφεσης, και να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη 154/2018 Τριμ.Εφ.Λάρισας άρ. 495 ΚΠολΔ άρ. 498 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών κατέθεσε το παράβολο έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά την κατάθεση, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση της έφεσης, του αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης χωρίς επισυναπτόμενο παράβολο στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αλλά εντός της νόμιμης προθεσμίας σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναστολή υποχρέωσης κατάθεσης παραβόλων, κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 480/2020 άρ. 1 ΚΥΑ 49214/21-07-2015 ΚΥΑ 57382/2015 ΚΥΑ 57384/2015 ΚΥΑ 70905/2015 άρ. 498 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ.

Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση

Έφεση επιτρέπεται να ασκηθεί κατά απόφασης, αν Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου ή του πολυμελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου άρ. 47 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015. Αυτό ισχύει, αν η απόφαση δημοσιεύτηκε από 01-01-2016 και μετά Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 47 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει, αν η απόφαση δημοσιεύτηκε έως και 31-12-2015 Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 47 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Δικαιολογητικός λόγος της διάταξης του άρ. 47 ΚΠολΔ είναι η έλλειψη ανάγκης δικαστικής προστασίας, αν η υπόθεση δικάστηκε από δικαστήριο που είναι καθ' ύλην αναρμόδιο, αλλά συγκεντρώνει κατά τεκμήριο περισσότερες εγγυήσεις ορθοκρισίας ΑΠ 637/2018 άρ. 47 ΚΠολΔ. Η διάταξη του άρ. 47 ΚΠολΔ εφαρμόζεται αναλόγως, πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται ρητά στο άρ. 47 ΚΠολΔ, και σε κάθε άλλη περίπτωση που η υπόθεση δικάστηκε από αναρμόδιο καθ' ύλην, αλλά ανώτερο δικαστήριο ΑΠ 637/2018 άρ. 47 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί τότε πρόκειται για κατάσταση αξιολογικώς όμοια, κατά τα ουσιώδη, προς αυτήν που ρητά ρυθμίζεται ΑΠ 637/2018 άρ. 47 ΚΠολΔ. Τέτοια περίπτωση υπάρχει, αν το Εφετείο δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, κρίνοντας ότι είναι καθ' ύλην αρμόδιο αυτό, και όχι το κατώτερο αυτού Μονομελές Πρωτοδικείο ΑΠ 637/2018. Τέτοια περίπτωση υπάρχει, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την υπόθεση, και ασκήθηκε έφεση λόγω καθ' ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και το Εφετείο έκανε δεκτό τον λόγο έφεσης, και δίκασε κατ' ουσίαν ουσίαν την υπόθεση, κρίνοντας ότι αποκλειστικά αρμόδιο είναι το ίδιο το Εφετείο, και όχι το κατώτερο δικαστήριο που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση ΑΠ 344/2010 σκέψ. III. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε αγωγή, και δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, και η απόφασή του προσβληθεί με έφεση, και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξαφανισθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η υπόθεση παραπέμπεται υποχρεωτικά στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο, και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρ. 46 ΚΠολΔ ΑΠ 1803/2017 ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 46 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως, και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση ΑΠ 1069/2020 άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ. Εξαίρεσεις από τη ρύθμιση του άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ δύναται να κατισχύσουν κατά περίπτωση, υπαγορευόμενες από τη γενικώς ισχύουσα αρχή της οικονομίας της δίκης ΑΠ 1069/2020 άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρ. 47 ΚΠολΔ, απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου, και το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση στο ανώτερο ΑΠ 1069/2020 άρ. 47 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015. Η διάταξη του άρ. 47 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση, κατατείνει στην αποφυγή παρέλκυσης της διαδικασίας, και απηχεί την αρχή της οικονομίας της δίκης ΑΠ 1069/2020 άρ. 47 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015. Κατά τη διάταξη του άρ. 9 ΚΠολΔ, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς επί επικουρικής σώρευσης αγωγών προσδιορίζεται από το κατ’ αξίαν ανώτερο αίτημα, κύριο ή επικουρικό ΑΠ 1069/2020 άρ. 9 ΚΠολΔ άρ. 1 ν. 3994/2011. Ο δικαιολογητικός λόγος της διάταξης του άρ. 9 ΚΠολΔ επί επικουρικής σώρευσης αγωγών συνίσταται στην αποφυγή της διάσπασης της διαδικασίας και την ενιαία εκδίκαση της αγωγής ΑΠ 1069/2020 άρ. 9 ΚΠολΔ άρ. 1 ν. 3994/2011. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε αγωγή, και δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, γιατί η αγωγή είχε κύριο και επικουρικό αίτημα, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο για ένα μόνο από τα αιτήματα, ενώ για το άλλο αίτημα καθ' ύλην αρμόδιο ήταν ανώτερο δικαστήριο, και συνεπώς κατ' άρ. 9 ΚΠολΔ αρμόδιο και για τα δύο αιτήματα ήταν το ανώτερο δικαστήριο, και κατ' άρ. 46 ΚΠολΔ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να παραπέμψει την υπόθεση στο ανώτερο δικαστήριο, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτό το αίτημα για το οποίο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, και απορρίψει το αίτημα για το οποίο ήταν αναρμόδιο, και δεν ασκηθεί έφεση, και ασκηθεί αναίρεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με λόγο που αφορά μόνο το κεφάλαιο της απόφασης σχετικά με το αγωγικό αίτημα για το οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, ο λόγος της αναίρεσης ότι η υπόθεση έπρεπε, κατ' άρ. 9 ΚΠολΔ και άρ. 46 ΚΠολΔ, να παραπεμφθεί στο ανώτερο δικαστήριο είναι απαράδεκτος ΑΠ 1069/2020 άρ. 9 ΚΠολΔ άρ. 1 ν. 3994/2011 άρ. 46 ΚΠολΔ άρ. 47 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί αυτό θα αντέβαινε στην αρχή της οικονομίας της δίκης, καθώς, επειδή η αναίρεση ασκήθηκε μόνο κατά της διάταξης της απόφασης για το αίτημα για το οποίο ήταν αρμόδιο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και όχι και για αυτό για το οποίο δεν ήταν αρμόδιο, εκλείπει εκ του πράγματος ο δικαιολογητικός λόγος του άρ. 9 ΚΠολΔ περί αποφυγής διάσπασης της διαδικασίας και περί ενιαίας εκδίκασης της αγωγής ΑΠ 1069/2020 άρ. 9 ΚΠολΔ άρ. 1 ν. 3994/2011 άρ. 46 ΚΠολΔ άρ. 47 ΚΠολΔ. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε εσφαλμένα τον εαυτό του αναρμόδιο καθ' ύλην, και παρέπεμψε την αγωγή στο κατ' αυτό αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο, και ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτό ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, είτε κατά παραδοχή λόγου έφεσης για την καθ' ύλην αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ' ύλην αρμοδιότητας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την πρωτοβάθμια απόφαση, κρατεί υποχρεωτικά την υπόθεση, και τη δικάζει κατ' ουσία ΑΠ 1803/2017 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δύναται να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο ΑΠ 1803/2017 ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση αυτή, που γίνεται με το άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν είναι αντισυνταγματική, καθώς έχει τεθεί από λόγους γενικότερου συμφέροντος για καλύτερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, και συνάδει με τις διατάξεις του άρ. 6 ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και του άρ. 28 Συντάγματος, δεδομένου ότι το κράτος μεριμνά για την απονομή της δικαιοσύνης ΑΠ 1803/2017 ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 6 ΕΣΔΑ άρ. 28 Συντάγματος. Αν η απόφαση δημοσιεύτηκε από 01-01-2016 και μετά, η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου άρ. 47 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε αγωγή, και δεν ήταν κατά τόπον αρμόδιο, και η απόφασή του προσβληθεί με έφεση, και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξαφανιστεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δικάζει την έφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την ευχέρεια Αν το Εφετείο, δικάζοντας έφεση, κρίνει εσφαλμένα ότι το ίδιο το Εφετείο ήταν ή δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της έφεσης, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ Ολομ. ΑΠ 30/1995 Ολομ. ΑΠ 3/1991 ΑΠ 256/2011 σκέψ. 2 άρ. 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ. Αν το Εφετείο, δικάζοντας έφεση που υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ, ούτε άλλος λόγος αναίρεσης Ολομ. ΑΠ 30/1995 Ολομ. ΑΠ 3/1991 ΑΠ 256/2011 σκέψ. 2 άρ. 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ άρ. 47 ΚΠολΔ. Αν το Πρωτοδικείο, δικάζοντας ως Εφετείο έφεση, κρίνει εσφαλμένα ότι το ίδιο το Πρωτοδικείο ως Εφετείο ήταν ή δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της έφεσης, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ Ολομ. ΑΠ 5/2003 άρ. 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ. Αν το Πρωτοδικείο, δικάζοντας ως Εφετείο έφεση που υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν καθ' ύλην αρμόδιο, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ Ολομ. ΑΠ 5/2003 άρ. 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ. Η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να προταθεί από τον διάδικο και στην κατ' έφεση δίκη ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1. Και αυτό, ανεξάρτητα από το αν η σχετική ένσταση υποβλήθηκε ή όχι στον πρώτο βαθμό, καθώς η καθ' ύλην αρμοδιότητα ερευνάται αυτεπαγγέλτως και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, και δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, η έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της εν μέρει οριστικής απόφασης είναι απαράδεκτη άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, η καταχρηστική προθεσμία άσκησης έφεσης κατά αυτής αρχίζει από την έκδοση της οριστικής απόφασης ΑΠ 1265/2018 σκεψ. 4 άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, αν δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, η έφεση κατά της εν μέρει οριστικής απόφασης, ακόμη και κατά των οριστικών διατάξεών της, είναι απαράδεκτη άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Αν η οριστική απόφαση προσβληθεί με έφεση, θεωρείται ότι μαζί της έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί προηγουμένως, ακόμη και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους άρ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ασκήθηκε έφεση κατά της οριστικής απόφασης, και πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης είχε εκδοθεί μη οριστική απόφαση που περιέχει μη οριστικές διατάξεις, η μη οριστική απόφαση, ως προς τις μη οριστικές διατάξεις της, θεωρείται συνεκκληθείσα με την οριστική απόφαση, αλλά μόνο αν η οριστική απόφαση στηρίχθηκε επί των μη οριστικών διατάξεων αυτών ΑΠ 1629/2011 σκεψ. II άρ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ασκήθηκε έφεση κατά της οριστικής απόφασης, και πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης είχε εκδοθεί μη οριστική απόφαση που περιέχει και οριστικές διατάξεις (πχ. επιδικάζει αυτοτελώς κονδύλιο), η εν μέρει οριστική αυτή απόφαση, ως προς τις οριστικές διατάξεις της, δεν θεωρείται συνεκκληθείσα με την οριστική απόφαση, παρά μόνο αν η έφεση απευθύνεται ρητά και κατά της εν μέρει οριστικής απόφασης, και προβάλλονται λόγοι έφεσης που αφορούν τις οριστικές διατάξεις αυτής, και αιτείται η εξαφάνισή της ΑΠ 1265/2018 σκεψ. 4 άρ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η διάταξη της απόφασης είναι οριστική, αν δέχεται ή απορρίπτει, για λόγους τυπικούς ή ουσιαστικούς, κεφάλαιο της αγωγής, δηλαδή αίτημα για παροχή έννομης προστασίας ΑΠ 1629/2011 σκεψ. II. Ως κεφάλαιο της αγωγής νοείται το αίτημα για παροχή έννομης προστασίας ΑΠ 1629/2011 σκεψ. II. Οριστική διάταξη εν μέρει οριστικής απόφασης κρίθηκε ότι αποτελεί και Η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη είναι οριστική, και επιδέχεται έφεση ΑΠ 1528/2008. Κατ' άλλη άποψη, η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη δεν είναι οριστική, και δεν επιδέχεται έφεση 82/2012 Εφ.Δωδεκανήσου 715/2010 Εφ.Αθηνών. Κατά την ίδια άποψη, ο διάδικος δικαιούται να διορθώσει την έλλειψη και να επαναφέρει τη συζήτηση με κλήση 82/2012 Εφ.Δωδεκανήσου 715/2010 Εφ.Αθηνών. Περισσότερα για τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, η έφεση κατά της απόφασης είναι απαράδεκτη άρ. 512 ΚΠολΔ άρ. 466 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατ' εσφαλμένη διαδικασία, αλλά κατά τη διαδικασία που εφαρμόσθηκε ή κατά τη διαδικασία που έπρεπε να εφαρμοσθεί επιτρέπεται ένδικο μέσο κατά της απόφασης, το ένδικο μέσο δεν είναι απαράδεκτο από μόνο τον λόγο ότι στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε κατ' εσφαλμένη διαδικασία ΑΠ 52/2009. Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάσθηκε η υπόθεση, όσο και από την διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί κατά νόμο, αλλά δεν τηρήθηκε από σφάλμα ΑΠ 1886/1994.

Ποιος ασκεί την έφεση

Κατά την τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες, έφεση δικαιούται να ασκήσει Έφεση δικαιούνται να ασκήσουν και Αν ο διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη ήταν ανήλικος, και νόμιμοι αντιπρόσωποί του στη δίκη ήταν οι έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού, και ο διάδικος έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά την άσκηση της έφεσης, και ασκήσουν την έφεση οι έχοντες αρχικά τη γονική μέριμνα, αντί να την ασκήσει ο πλέον ενήλικος στο όνομά του, η έφεση ασκείται απαράδεκτα 705/2006 Εφ.Λάρισας.

Κατά ποιων ασκείται η έφεση

Αν δεν πρόκειται για δίκη διανομής, και δεν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία των αντιδίκων, η έφεση απευθύνεται Αν δεν πρόκειται για δίκη διανομής, και υπάρχει αναγκαστική ομοδικία των αντιδίκων, η έφεση απευθύνεται Αν πρόκειται για δίκη διανομής, η έφεση απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων πλην του εκκαλούντος ΑΠ 617/2014, λόγω αναγκαστικής ομοδικίας όλων των διαδίκων ΑΠ 177/2017 άρ. 517 εδ. 2 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη ήταν ανήλικος, και νόμιμοι αντιπρόσωποί του στην πρωτοβάθμια δίκη ήταν οι έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού, και ο διάδικος έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά την άσκηση της έφεσης, και ο εκκαλών έχει λάβει γνώση της ενηλικίωσης μέχρι την άσκηση της έφεσης, ο εκκαλών πρέπει να στρέψει την έφεσή του εναντίον του πλέον ενηλίκου και όχι εναντίον των αρχικά ασκούντων τη γονική μέριμνα αντ' αυτού, διαφορετικά η έφεση είναι απαράδεκτη ως προς τον πλέον ενήλικο 705/2006 Εφ.Λάρισας. Αν ο εκκαλών απευθύνει την έφεσή του κατά ομοδίκου του, και η απόφαση δεν περιλαμβάνει διάταξη επωφελή για τον ομόδικο και επιβλαβή για τον εκκαλούντα, η έφεση απορρίπτεται ως προς αυτόν τον ομόδικο ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος ΑΠ 177/2017. Στη δίκη διανομής ακινήτου, κάθε ενάγων είναι ταυτόχρονα και εναγόμενος ΑΠ 177/2017. Στη δίκη διανομής ακινήτου, κάθε διάδικος είναι αναγκαίος ομόδικος των υπολοίπων διαδίκων ΑΠ 177/2017. Στη δίκη διανομής ακινήτου, αν ο εκκαλών δεν απευθύνει την έφεσή του κατά των υπολοίπων διαδίκων, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 617/2014 ΑΠ 177/2017 άρ. 517 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 478 ΚΠολΔ. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ εκκαλούντος και ομοδίκου του, πλην επί διανομής ακινήτου, ο εκκαλών δεν απαιτείται να απευθύνει την έφεσή του και κατά των αναγκαίων ομοδίκων του ΑΠ 617/2014 Ολομ. ΑΠ 63/1981. Αν ο εκκαλών δεν απευθύνει την έφεσή του κατά των αναγκαίων ομοδίκων του, και δεν κοινοποιήσει την έφεσή του στους αναγκαίους ομοδίκους του, και δεν εμφανιστούν στη συζήτηση, η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη ΑΠ 192/2012. Κατά μια άποψη, αν ασκηθεί έφεση κατά απόφασης που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, και η έφεση δεν απευθύνεται κατά των αναγκαίων ομοδίκων, και δεν εμφανιστούν αυτοβούλως κατά την εκδίκαση της έφεσης, η συζήτηση δεν κηρύσσεται απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό 181/2017 Εφ.Πειραιώς άρ. 762 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση των αναγκαίων ομοδίκων αυτών 181/2017 Εφ.Πειραιώς άρ. 762 ΚΠολΔ άρ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 760 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η έφεση ασκείται από τον αντίδικο του διαδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό απλή πρόσθετη παρέμβαση, και η έφεση δεν απευθύνεται και κατά του απλώς προσθέτως παρεμβάντος, η έφεση δεν είναι απαράδεκτη από τον λόγο αυτό ΑΠ 1564/2017 άρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 76 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 82 ΚΠολΔ άρ. 83 ΚΠολΔ άρ. 517 ΚΠολΔ. Αν η έφεση ασκείται από τον αντίδικο του διαδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, και η έφεση δεν απευθύνεται και κατά του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάντος, η έφεση είναι απαράδεκτη και απορριπτέα ΑΠ 1564/2017 άρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 76 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 82 ΚΠολΔ άρ. 83 ΚΠολΔ άρ. 517 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος αποβιώσει μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης και πριν την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο για διακοπή και επανάληψη της δίκης Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II άρ. 34 ΑΚ άρ. 35 ΑΚ άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 63 ΚΠολΔ άρ. 313 παρ. 1 περ. δ ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, αν το ένδικο μέσο ασκείται από τον αντίδικο του θανόντος, πρέπει να απευθύνεται κατά των κληρονόμων του θανόντος Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II. Στην περίπτωση αυτή, αν το ένδικο μέσο ασκείται από τον αντίδικο του θανόντος, και απευθύνεται κατά του θανόντος, και ο ασκών το ένδικο μέσο, πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου, είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να δύναται να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και ν' απευθύνει κατ' αυτών το ένδικο μέσο, το ένδικο μέσο είναι άκυρο Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II. Στην περίπτωση αυτή, αν το ένδικο μέσο ασκείται από τον αντίδικο του θανόντος, και απευθύνεται κατά του θανόντος, και ο ασκών το ένδικο μέσο, πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου, δεν γνώριζε τον θάνατο του αντιδίκου του, το ένδικο μέσο δεν είναι άκυρο Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II. Στην περίπτωση αυτή, αν το ένδικο μέσο ασκείται από τον αντίδικο του θανόντος, και απευθύνεται κατά του θανόντος, και ο ασκών το ένδικο μέσο, πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου, δεν γνώριζε τον θάνατο του αντιδίκου του, και οι κληρονόμοι του θανόντος εμφανιστούν κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου με την ιδιότητά τους ως κληρονόμοι, και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς, νόμιμα χωρεί η συζήτηση του ενδίκου μέσου με τους κληρονόμους του θανόντα Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II. Στην περίπτωση αυτή, αν το ένδικο μέσο ασκείται από τον αντίδικο του θανόντος, και απευθύνεται κατά του θανόντος, και από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι κληρονόμοι του θανόντα είχαν γνωστοποιήσει πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου τον θάνατο αυτό στον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο, και δεν προβάλλεται αντίθετος ισχυρισμός από κάποιον διάδικο, και δεν υπάρχει αντίθετος ισχυρισμός των παριστάμενων ως κληρονόμων του θανόντα, συνάγεται ότι ο ασκών το ένδικο μέσο δεν είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου αυτού πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II.

Πώς ασκείται η έφεση

Το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο, που κατατίθεται σε πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρ. 496 ΚΠολΔ, την οποία υπογράφει και ο καταθέτων το δικόγραφο ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της, και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ. Τα αποτελέσματα των ενδίκων μέσων αρχίζουν από τη σύνταξη της έκθεσης της κατάθεσής τους ΑΠ 83/2008 άρ. 500 ΚΠολΔ. Το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να επιβάλλεται προς ολοκλήρωση της διαδικασίας άσκησής του και η κοινοποίησή του προς τον εφεσίβλητο ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 495 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 500 ΚΠολΔ. Η κατάθεση του δικογράφου και η περί αυτής συντασσόμενη και φέρουσα την υπογραφή του καταθέσαντος έκθεση αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο όρο της τελείωσης της άσκησης της έφεσης ΑΠ 83/2008. Αν το δικόγραφο έφεσης είναι ανυπόγραφο, και δεν φέρει στην έκθεση κατάθεσης αυτού την υπογραφή του καταθέσαντος, είναι δικονομικά ανυπόστατο (άκυρο) ΑΠ 83/2008. Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται ΑΠ 83/2008 άρ. 514 ΚΠολΔ. Αν κατατεθούν δύο εφέσεις, και το ένα από τα δύο δικόγραφα της έφεσης είναι δικονομικά ανυπόστατο, δεν συντρέχει περίπτωση διττής άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης ΑΠ 83/2008.

Υποχρεωτικότητα υπογραφής της έφεσης από δικηγόρο

Αν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, και το δικόγραφο της έφεσης δεν περιέχει την υπογραφή δικηγόρου, το δικόγραφο της έφεσης είναι άκυρο ΑΠ 83/2008 άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 118 παρ. 5 ΚΠολΔ άρ. 520 ΚΠολΔ. Η υπογραφή του δικηγόρου δεν έχει πανηγυρική σημασία, επιβάλλεται όμως για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου ΑΠ 83/2008.

Περιεχόμενο έφεσης

Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, Η αοριστία του εφετηρίου δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης ΑΠ 1722/2006.

Λόγοι έφεσης

Το έγγραφο της έφεσης (εφετήριο) πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και τους λόγους έφεσης ΑΠ 267/2017 άρ. 520 ΚΠολΔ. Αν το δικόγραφο της έφεσης δεν περιέχει έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο έφεσης, κηρύσσεται απαράδεκτο ΑΠ 1722/2006. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση ΑΠ 1574/2014. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της ΑΠ 1574/2014. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται Οι παραδρομές του Δικαστηρίου δύναται να ανάγονται

Αυτεπάγγελτη διάγνωση ελλείψεων της αγωγής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο

Αν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του για την κατ' ουσία παραδοχή της αγωγής, και η αγωγή ήταν απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να διαγνώσει τις παραπάνω ελλείψεις, και να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος - εναγομένου ΑΠ 1004/2017.

Πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων

Στα πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014. Στα πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου περιλαμβάνεται και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 703/2007. Η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων προσδιορίζεται επαρκώς ως λόγος έφεσης, αν Στην περίπτωση αυτή, η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαία ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014 ΑΠ 267/2017. Και αυτό, γιατί το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά απαρχής την ουσία της υπόθεσης, και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση την καθολική αυτή επενεκτίμηση, και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος ΑΠ 267/2017 άρ. 522 ΚΠολΔ. Αντί του όρου "εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ταυτόσημος με αυτόν όρος ΑΠ 267/2017.

Παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου

Κατά μια άποψη, ο λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι αόριστος, αν δεν μνημονεύεται σ' αυτόν ο κανόνας δικαίου που παραβιάσθηκε και με ποιο τρόπο χώρησε η παραβίαση αυτού ΑΠ 170/2014. Κατ' άλλη άποψη, για το παραδεκτό της έφεσης δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία στην έφεση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που παραβίασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 1574/2014.

Αίτηση της έφεσης

Η αίτηση της έφεσης είναι ορισμένη αν ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής κλπ. ΑΠ 170/2014.

Ισχυρισμοί στην κατ' έφεση δίκη για ένδικα μέσα που κατατέθηκαν έως και 31-12-2015

Η προβολή στην κατ' έφεση δίκη ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη είναι απαράδεκτη, εκτός αν ισχύουν οι εξαιρέσεις του άρ. 527 ΚΠολΔ ή του άρ. 269 ΚΠολΔ ΑΠ 1087/2014. Ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος, και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας ΑΠ 1087/2014. δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός. Το απαράδεκτο της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 1087/2014. Έγγραφη απόδειξη του νέου πραγματικού ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 1087/2014. Τη συνδρομή εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσότερων) από τις παραπάνω για την επιτρεπτή προβολή νέων ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς ΑΠ 1099/2017. Στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον νέο πραγματικό ισχυρισμό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού ΑΠ 1099/2017. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής πραγματικού ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις προϋποθέσεις του άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας ΑΠ 1087/2014 άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν η αντέσταση προβλήθηκε απαράδεκτα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και ο διάδικος δεν επικαλείται ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις της επιτρεπτής βραδείας προβολής του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αντένσταση προβάλλεται απαράδεκτα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 1099/2017. Ο εναγόμενος ως εκκαλών δεν μπορεί να προτείνει νέες ενστάσεις, τις οποίες δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα, εκτός αν
Ισχυρισμοί του εκκαλούντος που δεν προτάθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εναγόμενος δεν είχε προτείνει παραδεκτά και νόμιμα συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση ως νέα το πρώτο στον δεύτερο βαθμό ως εκκαλών ΑΠ 342/2009 σκέψ. III άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών δεν είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και η ένσταση είναι οψιγενής, και δεν αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά στην απόρριψη της αγωγής μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο, η ένσταση προτείνεται από τον εκκαλούντα παραδεκτώς το πρώτο και με μόνες τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του ΑΠ 1372/2010 άρ. 527 περ. 2 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και για την αντένσταση, αν είναι οψιγενής, και δεν αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά στην απόρριψη της ένστασης μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο ΑΠ 1372/2010 Αν ο εκκαλών δεν είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και η ένσταση είναι οψιγενής, και αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, η ένσταση προβάλλεται παραδεκτά μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 2 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση αυτή προβληθεί με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτη ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 2 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και για την αντένσταση ΑΠ 1372/2010 Αν ο εκκαλών δεν είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και συντρέχει ως προς την ένσταση λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή της κατ' άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, και η ένσταση αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, η ένσταση προβάλλεται παραδεκτά μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 3 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση αυτή προβληθεί με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτη ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 3 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και για την αντένσταση ΑΠ 1372/2010.
Ισχυρισμοί του εκκαλούντος που προτάθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εναγόμενος είχε προτείνει πρωτόδικα συγκεκριμένη ένσταση για την απόκρουση της αγωγής, και η ένσταση απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να επαναφέρει την ένσταση μόνο με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους ΑΠ 342/2009 σκέψ. III άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και η ένσταση είχε απορριφθεί, και η ένσταση αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, η ένσταση προβάλλεται παραδεκτά μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση αυτή προβληθεί με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτη ΑΠ 1372/2010 άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και για την αντένσταση ΑΠ 1372/2010. Αν ο εκκαλών είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και συντρέχει ως προς την ένσταση λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή της κατ' άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, και η ένσταση δεν αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά στην απόρριψη της αγωγής μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο, η ένσταση προτείνεται από τον εκκαλούντα παραδεκτώς το πρώτο και με μόνες τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του ΑΠ 1372/2010. Το ίδιο ισχύει και για την αντένσταση, αν συντρέχει ως προς αυτή λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή της κατ' άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν αποβλέπει στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά στην απόρριψη της ένστασης μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο ΑΠ 1372/2010
Ισχυρισμοί του εφεσίβλητου που δεν προτάθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εφεσίβλητος δεν είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και η ένσταση αυτή τείνει σε απόκρουση και απόρριψη της έφεσης, ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει την ένσταση αυτή παραδεκτώς στην κατ' έφεση δίκη με τις προτάσεις του ΑΠ 342/2009 σκέψ. III άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 1 ΚΠολΔ. Ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, κατ' άρ. 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, η προβολή των οποίων εκ μέρους του εφεσίβλητου εναγομένου το πρώτο ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή αν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται επί πλέον στη διάταξη αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς καταλυτικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση ένστασης, και όχι εκείνοι που στηρίζουν αιτιολογημένη άρνηση της κατ' ουσία βασιμότητας της αγωγής ΑΠ 342/2009 σκέψ. III. Ισχυρισμοί, που τείνουν στην κατάλυση, κατά ένα μέρος, του ουσιαστικού δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, είναι αυτοτελείς ΑΠ 611/2016. Ο διάδικος που προβάλλει τους νέους πραγματικούς ισχυρισμούς οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή τους ΑΠ 611/2016. Στην περίπτωση του άρ. 269 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ, ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί τη δικαστική ομολογία ή τα έγγραφα, τα οποία πρέπει να προσκομίσει, από τα οποία αποδεικνύεται ο νέος πραγματικός ισχυρισμός ΑΠ 611/2016. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον προτεινόμενο νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 611/2016.
Ισχυρισμοί του εφεσίβλητου που προτάθηκαν απαράδεκτα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εφεσίβλητος είχε προβάλει συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αορίστως, είτε αυτή απορρίφθηκε ως αορίστως προβληθείσα είτε όχι, και η ένσταση αυτή τείνει σε απόκρουση και απόρριψη της έφεσης, ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει την ένσταση αυτή παραδεκτώς στην κατ' έφεση δίκη με τις προτάσεις του ΑΠ 342/2009 σκέψ. III άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 περ. 1 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση είχε προβληθεί αορίστως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μπορεί να προταθεί το πρώτο ορισμένως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις προτάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι συντελεί σε "απολογία" κατά της έφεσης ΑΠ 342/2009 σκέψ. III άρ. 527 περ. 1 ΚΠολΔ. Ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, κατ' άρ. 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, η προβολή των οποίων εκ μέρους του εφεσίβλητου εναγομένου το πρώτο ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή αν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται επί πλέον στη διάταξη αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς καταλυτικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση ένστασης, και όχι εκείνοι που στηρίζουν αιτιολογημένη άρνηση της κατ' ουσία βασιμότητας της αγωγής ΑΠ 342/2009 σκέψ. III. Στους ισχυρισμούς αυτούς περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις που ο αρχικά εναγόμενος και πλέον εφεσίβλητος είχε προβάλει απαραδέκτως στην πρωτοβάθμια δίκη, και οι οποίες τείνουν σε κατάλυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης ΑΠ 1143/2015 σκέψ. 6. Ισχυρισμοί, που τείνουν στην κατάλυση, κατά ένα μέρος, του ουσιαστικού δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, είναι αυτοτελείς ΑΠ 611/2016.
Ισχυρισμοί του εφεσίβλητου που προτάθηκαν παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εφεσίβλητος είχε προβάλει παραδεκτώς συγκεκριμένη ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και η ένσταση αυτή τείνει σε απόκρουση και απόρριψη της έφεσης, ο εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει την ένσταση αυτή παραδεκτώς στην κατ' έφεση δίκη με τις προτάσεις του ΑΠ σκέψ. III 342/2009 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ.

Ακύρωση διάταξης για το προσωρινά εκτελεστό

Ο λόγος έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης σχετικά με διάταξή της για το προσωρινά εκτελεστό είναι αλυσιτελής 1147/2012 Εφ.Αθηνών. Και αυτό, γιατί με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η εκκαλούμενη καθίσταται τελεσίδικη και εκτελεστή 1147/2012 Εφ.Αθηνών.

Πρόσθετοι λόγοι έφεσης

Πρόσθετοι λόγοι έφεσης μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση, και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά ΑΠ 189/2016 άρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ως "κεφάλαιο" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται η οριστική διάταξη της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας και οποιασδήποτε κατά του αιτήματος αυτού ένστασης ΑΠ 189/2016 άρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Το παραδεκτό των πρόσθετων λόγων έφεσης κρίνεται σε σχέση με τα κεφάλαια που έχουν προσβληθεί με την έφεση του ιδίου του ασκούντος τους πρόσθετους λόγους, και όχι με τις εφέσεις των τυχόν ομοδίκων του, ακόμη και αν είναι αναγκαίοι ομόδικοι ΑΠ 189/2016 άρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό της άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης, πρέπει πριν την τιθέμενη προθεσμία να έχει συντελεστεί και η κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων και η επίδοσή του στον εφεσίβλητο Ολομ. ΑΠ 25/2007. Η προθεσμία κατάθεσης και επίδοσης των πρόσθετων λόγων έφεσης έχει ως χρονική αφετηρία την ημέρα κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, όχι αναγκαστικά την ημέρα που ορίστηκε αρχικά προς συζήτηση, ή η οποία προσδιορίστηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση Ολομ. ΑΠ 25/2007. Αν η εφετειακή απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, η παραπάνω προθεσμία έχει ως χρονική αφετηρία την ημέρα κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της στο δικαστήριο της παραπομπής Ολομ. ΑΠ 25/2007. Η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει την αναίρεση, με σχετική διάταξη του διατακτικού της, σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους Ολομ. ΑΠ 25/2007. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ΑΠ 884/2007 άρ. 254 ΚΠολΔ. Η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση ΑΠ 884/2007 άρ. 254 ΚΠολΔ. Οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης που ασκούνται με τις προτάσεις κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση είναι απαράδεκτοι ΑΠ 884/2007 άρ. 254 ΚΠολΔ. Ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), όπως είναι και η ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, αν τα θεμελιούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 1179/2017 άρ. 674 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 238 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 527 αριθ. 2 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠολΔ. Κατ' αρχήν, η προβολή της οψιγενούς ένστασης μπορεί να γίνει μόνο με την έφεση ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης ΑΠ 1179/2017. Στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ή όσων διαφορών δικάζονται κατά τη διαδικασία αυτή, η προβολή οψιγενούς ένστασης μπορεί να γίνει και με τις προτάσεις ΑΠ 1179/2017. Στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, για την παραδεκτή προβολή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος με τις προτάσεις επί του εφετείου αρκεί να περιληφθεί το περιεχόμενό της σε αυτές, οπότε η ένσταση εκτιμάται ως πρόσθετος λόγος έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται τούτο πανηγυρικά στις προτάσεις ΑΠ 1179/2017. Στην εκούσια δικαιοδοσία, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης ασκούνται και με τις προτάσεις ΑΠ 217/2019 άρ. 764 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, επιτρέπεται η προβολή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά και στην κατ' έφεση δίκη ΑΠ 1384/2018. Στην εκούσια δικαιοδοσία, επιτρέπεται η συμπλήρωση αλλά και η μεταβολή της αίτησης με νέα στοιχεία και μετά την (πρώτη) συζήτηση ΑΠ 1384/2018. Στην εκούσια δικαιοδοσία, είναι δυνατή η μεταβολή ή η συμπλήρωση της ιστορικής βάσης της αίτησης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ΑΠ 1384/2018 άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 745 ΚΠολΔ άρ. 765 ΚΠολΔ.

Προβολή νέων ισχυρισμών

Ο διάδικος που ηττήθηκε στον πρώτο βαθμό μπορεί, ως εκκαλών, να προβάλει το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη νέους ισχυρισμούς μόνο αν τους προβάλει με την έφεση ή το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, και επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδρομή κάποιας από τις περιπτώσεις του άρ. 527 παρ. 2 ΚΠολΔ που καθιστούν παραδεκτή τη βραδεία προβολή τους ΑΠ 88/2011 άρ. 520 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών προβάλει νέο ισχυρισμό με τις προτάσεις του, ο ισχυρισμός είναι απαράδεκτος ΑΠ 88/2011. Πραγματικός ισχυρισμός που αποτελεί ένσταση ή αντένσταση μπορεί να προβληθεί κατ' εξαίρεση για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου 712/2008 Εφ.Πατρών. Η ένσταση παραγραφής μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν περιλαμβάνονται στην αγωγή 712/2008 Εφ.Πατρών.

Έφεση κατά ερήμην απόφασης

Η έφεση κατά της ερήμην απόφασης λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας ΑΠ 884/2007 άρ. 528 ΚΠολΔ άρ. 271 ΚΠολΔ άρ. 272 ΚΠολΔ. Αν η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, και γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται ΑΠ 884/2007. Στην περίπτωση αυτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ΑΠ 394/2011 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 528 ΚΠολΔ άρ. 535 ΚΠολΔ. Στην ίδια περίπτωση, ο εκκαλών - εναγόμενος μπορεί να προβάλει με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να είχε προτείνει πρωτοδίκως ΑΠ 394/2011. Στην ίδια περίπτωση, το Εφετείο, κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας την ουσία, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει προς οριστική διάγνωση της διαφοράς όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως ΑΠ 394/2011. Αν η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, για την εξαφάνιση της απόφασης δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος της έφεσης ΑΠ 884/2007. Στην περίπτωση αυτή, η έφεση έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, αδιάφορα αν πρόκειται για τακτική ή ειδική διαδικασία, αφού και στις δύο η εκδίκαση της υπόθεσης περατώνεται σε μια συζήτηση, η δε τεκμαρτή ομολογία από την ερημοδικία είναι άγνωστη και στις δύο διαδικασίες, και δεν υπάρχει λόγος ο κανόνας του άρ. 528 ΚΠολΔ να τύχει διάφορης εφαρμογής ως προς τις ειδικές διαδικασίες ΑΠ 884/2007 άρ. 528 ΚΠολΔ. Αν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 866/2008 άρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 528 ΚΠολΔ. Αν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, δεν είναι επιτρεπτή η συζήτηση της υπόθεσης με δήλωση όλων ή κάποιων διαδίκων κατ' άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση ΑΠ 866/2008 άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου ισχύει όχι μόνο για τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον πρώτο βαθμό ΑΠ 866/2008 άρ. 528 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 6 ΕΣΔΑ. Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, και συνεπώς η συζήτηση στο εφετείο είναι υποχρεωτικά προφορική, και ο εκκαλών επέσπευσε νόμιμα τη συζήτηση της έφεσης ή κλητεύθηκε νόμιμα από παριστάμενο άλλο διάδικο, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντα αντί να εμφανισθεί ο ίδιος κατά τη συζήτηση της έφεσης προκατέθεσε στον αρμόδιο γραμματέα δήλωση ότι δεν θα εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, ο εκκαλών δικάζεται ερήμην, και η έφεσή του απορρίπτεται λόγω της ερημοδικίας του ΑΠ 845/2012 σκέψ. 2 άρ. 115 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 528 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, αν η συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωτικά προφορική, η δήλωση αυτή του πληρεξουσίου δικηγόρου κατ' άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν είναι επιτρεπτή ΑΠ 845/2012 σκέψ. 2 άρ. 115 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 524 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 528 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του, παρέχεται η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα ΑΠ 764/2017 άρ. 502 ΚΠολΔ. Η προθεσμία της έφεσης κατά ερήμην απόφασης που αρχίζει από την επίδοση της απόφασης τρέχει συγχρόνως με την προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας ΑΠ 709/2007 άρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 503 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιασδήποτε ερήμην απόφασης δεν αναστέλλει την προθεσμία της έφεσης ΑΠ 709/2007. Αν ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας κατά ερήμην εκδοθείσας απόφασης, και η ανακοπή ερημοδικίας απορριφθεί, και ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, δεν θεωρείται ότι η έφεση συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση ΑΠ 153/2015 ΑΠ 709/2007. Αν ο διάδικος σε δίκη επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην απόφαση ήταν ΟΤΑ, η προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας είναι 30 ημέρες ΑΠ 764/2017 άρ. 276 παρ. 1 εδ. 2 ν. 3463/2006 άρ. 10 κδ. 26-06/10-07-1944.

Έφεση κατά απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου

Αν ο ενάγων δεν προκατέβαλε το οφειλόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος, και η αγωγή του απορρίπτεται ΑΠ 538/2019. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή θεωρείται ότι απορρίπτεται για ουσιαστικό (και όχι για τυπικό) λόγο ΑΠ 538/2019. Αν η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου τελεσιδικήσει, δημιουργείται δεδικασμένο για την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής ΑΠ 538/2019. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ΑΠ 538/2019. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, μπορεί να προταθεί και ως μόνος λόγος έφεσης η άρση της παραπάνω παράλειψης, δηλαδή η καταβολή του ως άνω τέλους εκ των υστέρων ΑΠ 538/2019. Αν ο λόγος αυτός της έφεσης είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται ΑΠ 538/2019. Μετά την ως άνω εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρ. 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, του οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρ. 527 ΚΠολΔ ΑΠ 538/2019.

Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης

Όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης, δεν μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άρ. 519 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα έφεση, η ανασταλτική ισχύς της έφεσης διαρκεί μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για την έφεση ή μέχρι να καταργηθεί με άλλο τρόπο η δευτεροβάθμια δίκη άρ. 521 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ειδικότερα: Αν διαρκεί ακόμη η προθεσμία της έφεσης, και δεν έχει ασκηθεί έφεση, και η απόφαση δεν είναι προσωρινά εκτελεστή, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτρα άρ. 519 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 519 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν διαρκεί ακόμη η προθεσμία της έφεσης, και δεν έχει ασκηθεί έφεση, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά του αντιδίκου, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό άρ. 519 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 519 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν διαρκεί ακόμη η προθεσμία της έφεσης, και δεν έχει ασκηθεί έφεση, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά τρίτου, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτρα άρ. 519 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 519 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί έφεση εμπρόθεσμα, και η απόφαση δεν είναι προσωρινά εκτελεστή, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτρα άρ. 521 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 521 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί έφεση εμπρόθεσμα, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά του αντιδίκου, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό άρ. 521 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 521 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί έφεση εμπρόθεσμα, και η απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, και η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί κατά τρίτου, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης είναι άκυρη, επιτρέπονται όμως τα ασφαλιστικά μέτρα άρ. 521 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 521 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν παρήλθε η προθεσμία της έφεσης, και δεν έχει ασκηθεί έφεση, η πράξη εκτέλεσης βάσει της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό άρ. 519 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η προθεσμία και η άσκηση έφεσης κατ' αυτής δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα ΑΠ 1200/2019 άρ. 763 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά η υπόθεση πρόκειται για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας ΑΠ 1200/2019. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η ισχύς της απόφασης, δηλαδή η διαπλαστική ενέργεια του διατασσόμενου ρυθμιστικού μέτρου, επέρχεται αμέσως με τη δημοσίευσή της ΑΠ 1200/2019 άρ. 763 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά η υπόθεση πρόκειται για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας ΑΠ 1200/2019. Αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η εκτελεστότητα που τυχόν αναπτύσσει η απόφαση επέρχεται αμέσως με τη δημοσίευσή της ΑΠ 1200/2019 άρ. 763 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν η απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά η υπόθεση πρόκειται για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας ΑΠ 1200/2019.

Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων

Για τις εφέσεις που κατατίθενται από 01-01-2016 και μετά, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης άρ. 524 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. τρίτο ν. 4335/2015 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015. Για τις εφέσεις που κατατίθενται έως 31-12-2015, αν η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε κατ' αντιμωλία, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης άρ. 524 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 12 ΕισΝΚΠολΔ. Για τις εφέσεις που κατατίθενται έως 31-12-2015, αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην πρωτόδικα, και ασκήσει έφεση, ακολουθείται η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων που ίσχυε και πρωτόδικα ΑΠ 293/2005 άρ. 524 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 528 ΚΠολΔ.

Εφαρμοστέος νόμος στο Εφετείο

Το Εφετείο κατ' αρχήν εφαρμόζει τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης ΑΠ 148/2017 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ. Και αυτό, ώστε να μην θεμελιώνεται λόγος έφεσης εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής ρύθμισης ΑΠ 148/2017. Το δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ' έφεση δίκη νεότερο νόμο, εκτός αν με τον νεότερο νόμο ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του ΑΠ 476/2014 σκέψ. 1 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν ο νεότερος νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, και δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα, το Εφετείο εφαρμόζει τον νεότερο νόμο ΑΠ 148/2017. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει βάσιμο κάποιον λόγο έφεσης, και εξαφανίσει την πρωτόδικη οριστική απόφαση, και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης "κατ' ουσίαν", υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του, είτε αυτός έχει αναδρομική ισχύ, είτε, παρότι δεν έχει αναδρομική ισχύ, καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση ΑΠ 476/2014 σκέψ. 1 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης

Με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ΑΠ 786/2007 άρ. 522 ΚΠολΔ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 786/2007 άρ. 522 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο) έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα και το ορισμένο της αγωγής ΑΠ 786/2007. Δηλαδή, αν ο εκκαλων ζητούσε με την έφεσή του την απόρριψη της αγωγής, ακόμη και αν δεν προέβαλε με ειδικό παράπονο έφεσης ότι η αγωγή ήταν μη νόμιμη ή αόριστη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη ή αόριστη ΑΠ 786/2007 άρ. 522 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και πριν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση προκειμένου να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν, αρκεί να μην γίνεται επιβλαβέστερη η θέση του εκκαλούντα χωρίς να ασκήσει έφεση ή αντέφεση ο εφεσίβλητος ΑΠ 786/2007 άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν οι λόγοι έφεσης δεν περιέχουν αιτίαση κατά της πρωτόδικης απόφασης ως προς συγκεκριμένο κεφάλαιο της απόφασης, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση ως προς το κεφάλαιο αυτό ΑΠ 786/2007. Το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης, και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση, και όχι με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ΑΠ 170/2014 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 534 ΚΠολΔ. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, και εκδικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν, μπορεί να εκδώσει δυσμενέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα, ακόμη και χωρίς την άσκηση από τον εφεσίβλητο (αντίθετης) δικής του έφεσης ή αντέφεσης ΑΠ 842/2010 άρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, δεν ισχύει η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III. Στην περίπτωση αυτή, το Εφετείο υποκαθίσταται στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III. Η εξουσία αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου περιορίζεται στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, που οριοθετείται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της έφεσης ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III άρ. 536 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ. Αν η αξίωση που προβάλλονταν με την αγωγή έγινε μερικά δεκτή, και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και ο εναγόμενος άσκησε έφεση κατά του κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης που αφορά την αξίωση που έγινε μερικά δεκτή, και ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση, και ο λόγος έφεσης του εναγομένου κριθεί παραδεκτός, το εφετείο θα προβεί σε μερική εξαφάνιση της απόφασης, και δεν μπορεί, ελλείψει έφεσης ή αντέφεσης του ενάγοντα, να επιδικάσει στον εφεσίβλητο ενάγοντα το μέρος του κεφαλαίου της απαίτησής του που απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III άρ. 536 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ. Διαφορετικά, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III. Αν η αξίωση που προβάλλονταν με την αγωγή έγινε μερικά δεκτή, και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και ο εναγόμενος άσκησε έφεση κατά του κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης που αφορά την αξίωση που έγινε μερικά δεκτή, το Εφετείο δύναται να εξετάσει το κεφάλαιο αυτό της απόφασης μόνο στο μέρος κατά το οποίο πλήττεται με έφεση ή και παράλληλα με αντέφεση ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III άρ. 536 ΚΠολΔ. Αν η αξίωση που προβάλλονταν με την αγωγή έγινε μερικά δεκτή, και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και ο εναγόμενος άσκησε έφεση κατά του κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης που αφορά την αξίωση που έγινε μερικά δεκτή, ο ενάγων δύναται να ασκήσει αντέφεση και για το μέρος της αξίωσης που απορρίφθηκε ΑΠ 1065/2009 σκέψ. III άρ. 536 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ. Αν ασκήθηκε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, και εκδόθηκε απόφαση επ' αυτής, και ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης, και κριθεί βάσιμος ένας λόγος έφεσης, το Εφετείο πρέπει να εξαφανίσει την απόφαση, να διακρατήσει την υπόθεση, και να ερευνήσει όλους τους λόγους της ανακοπής, όχι όμως και αυτούς της έφεσης, ή τους πρόσθετους λόγους ΑΠ 634/2011 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 632 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το κύρος της διαταγής πληρωμής πλήττεται μόνο με τους λόγους που διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής ΑΠ 634/2011 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 632 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν κατά παραδοχή σχετικής καταλυτικής ένστασης του εναγομένου, και ο ηττηθείς ενάγων ασκήσει έφεση, το εφετείο, δεχόμενο ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των θεμελιούντων την ένσταση του εναγομένου πραγματικών περιστατικών είναι διαφορετικός του χαρακτηρισμού που προσέδωσε σ' αυτά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έχει όμως την ίδια έννομη συνέπεια (την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ' ουσίαν), αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη ΑΠ 778/2009 άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 536 ΚΠολΔ άρ. 534 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή αποτελείται από περισσότερα κεφάλαια, και με την απόφαση του πρωτοβάμιου δικαστηρίου απορρίφθηκε ως προς ένα μόνο, και έγινε δεκτή ως προς τα λοιπά, και ο εναγόμενος άσκησε έφεση για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο εφετείο με την έφεση αυτή μόνο για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, και όχι για το κεφάλαιο που έχει απορριφθεί ΑΠ 742/2013. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος δεν έχει έννομο συμφέρον να παραπονεθεί με έφεση για το κεφάλαιο της υπόθεσης που απορρίφθηκε ΑΠ 742/2013. Αν η αγωγή αποτελείται από περισσότερα κεφάλαια, και με την απόφαση του πρωτοβάμιου δικαστηρίου απορρίφθηκε ως προς ένα μόνο, και έγινε δεκτή ως προς τα λοιπά, και ο εναγόμενος άσκησε έφεση για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, και ο ενάγων επιθυμεί την ανατροπή της πρωτοβάθμιας απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτό ως προς το οποίο νικήθηκε, ο ενάγων πρέπει να ασκήσει ο ίδιος έφεση ή υπό ορισμένους όρους αντέφεση ΑΠ 742/2013 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 536 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί διαφορετικά το κεφάλαιο αυτό δεν μεταβιβάζεται στο Εφετείο, και το Εφετείο δεν μπορεί να το εξετάσει ούτε μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης του εναγομένου για κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτά ΑΠ 742/2013 άρ. 522 ΚΠολΔ. Αν το Εφετείο κάνει τυπικά δεκτή την έφεση, και απορρίπτει την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, και το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής λόγω της επικουρικής σώρευσης αυτών, το Εφετείο πρέπει να ερευνήσει χωρίς ειδικό παράπονο τις επικουρικές βάσεις της αγωγής ΑΠ 394/2011. Στην περίπτωση αυτή, για την εξέταση των βάσεων της αγωγής που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος ΑΠ 1372/2010. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτό έναν λόγο της έφεσης, και συνεπώς εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν με το δικόγραφο της αγωγής ασκούνται επικουρικά περισσότερες αξιώσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις αξιώσεις που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ΚΠολΔ άρ. 13 ΚΠολΔ. Και αυτό, κατ' εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρ. 12 ΚΠολΔ και άρ. 13 ΚΠολΔ, γιατί δεν εκδικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή ΑΠ 182/2015 σκέψ. Α1 άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 522 ΚΠολΔ άρ. 536 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ΚΠολΔ άρ. 13 ΚΠολΔ.

Μετά την έφεση

Αν η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, και απορριφθεί κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώνεται στην εφετειακή ΑΠ 341/2015 άρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, γιατί με αυτήν περατώνεται οριστικά η δίκη ΑΠ 341/2015. Αν η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, και γίνει και κατ' ουσίαν δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή ΑΠ 341/2015 άρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, γιατί με αυτήν περατώνεται οριστικά η δίκη ΑΠ 341/2015. Αν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή απόφαση για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης ΑΠ 341/2015 άρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και η έφεση απορριφθεί λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώνεται στην απόφαση του Εφετείου ΑΠ 158/2013. Στην περίπτωση αυτή, αν η εφετειακή απόφαση δεν υπόκειται πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή απόφαση, με αναιρετικούς λόγους ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης τα τυχόν σφάλματα της πρωτοβάθμιας απόφασης που επικυρώθηκε από το Εφετείο ΑΠ 158/2013 άρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών ερημοδικήσει στην κατ' έφεση δίκη, η έφεση απορρίπτεται κατ' ουσία, και όχι κατά τύπους ΑΠ 158/2013 άρ. 524 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι, και συνεπώς απορριπτέοι, καθώς δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής της έφεσης ΑΠ 158/2013. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ;

Διαχρονικό δίκαιο

Ο νεότερος νόμος καταλαμβάνει και ρυθμίζει το ατέλεστο μέρος της δίκης, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου ΑΠ 989/1980 ΑΠ 971/1979, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 989/1980. Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου ΑΠ 329/2019 ΑΠ 1122/2015 ΑΠ 935/1995 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Ο χρόνος της άσκησης των ενδίκων μέσων, δηλαδή ο χρόνος εντός του οποίου επιτρέπεται να ασκηθούν ΑΠ 329/2019, κρίνεται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου ΑΠ 935/1995 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων των ενδίκων μέσων κρίνεται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου ΑΠ 329/2019 ΑΠ 935/1995 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και από την άσκηση της έφεσης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης νεότερος νόμος αλλάξει τον τρόπο συγκρότησης της σύνθεσης του Εφετείου, το Εφετείο θα συγκροτηθεί με τον τρόπο που προβλέπει ο νεότερος νόμος ΑΠ 989/1980 ΑΠ 971/1979. Σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης, κατά απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικά κριθεί, ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο, κρατώντας το εφετείο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο με τη γενική διάταξη του άρ. 2 ΑΚ, να εφαρμόζει τον νέο νόμο, καθώς αυτός ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 308/2019 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 2 ΑΚ. Η διάταξη του άρ. 2 ΑΚ δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη, και συνεπώς ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να προσδώσει στον νόμο αναδρομική ισχύ, αν δεν προσβάλλονται με τον τρόπο αυτό συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα ΑΠ 1803/2017 άρ. 2 ΑΚ. Η αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει αποχή του θετικού δικαίου από οποιαδήποτε ρύθμιση της κρίσιμης βιοτικής περίπτωσης, παρότι η ρύθμισή της αξιώνεται από την έννομη τάξη ΑΠ 1803/2017. Οι ενοχές από οποιοδήποτε λόγο των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια που ίσχυε κάποιος νόμος, ο οποίος μεταγενέστερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, διέπονται και μετά την κατάργηση ή τροποποίησή του, από τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο τα παραγωγικά αυτά γεγονότα συντελέστηκαν, κατά τη γενική αρχή του δικαίου, της επιβίωσης του καταργηθέντος προγενέστερου νόμου, η οποία καθιερώνεται ρητά με τις διατάξεις των άρ. 2 ΑΚ και άρ. 24 ΕισΝΑΚ ΑΠ 308/2019 άρ. 2 ΑΚ άρ. 24 ΕισΝΑΚ. Αν ο νόμος ορίζει ότι η ισχύς του άρχεται μετά τριάντα ημέρες από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, η ημέρα κατά την οποία δημοσιεύθηκε ο νόμος στο ΦΕΚ δεν υπολογίζεται, όπως επί έναρξης της ισχύος του νδ. 797/1971 στις 31-01-1971 ΑΠ 637/2018 άρ. 32 νδ. 797/1971 (ΦΕΚ Α 1/01-01-1971). Αν λόγω ειδικών περιστάσεων, όπως της παρεμβολής χρονικώς περισσότερων δικαίων, διάφορων κατά περιεχόμενο, ανακύπτει θέμα εφαρμογής ενός από αυτά, ή αν το στοιχείο του χρόνου παρεμβαίνει στον καθορισμό του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ή αν το στοιχείο αυτό συνδέεται προς την ίδια την ουσία της επιδιωκόμενης κατάστασης, όπως αυτή καθορίσθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, και λείπει από την αγωγή ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης έργου, η αγωγή είναι αόριστη, παρότι κατ' αρχήν ο χρόνος κατάρτισης του έργου δεν αποτελεί στοιχείο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής ΑΠ 508/2008 σκέψ. I.