Έφεση
Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος παραπονείται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.Προθεσμία άσκησης έφεσης
Διαδικασία | Διαμονή στην Ελλάδα | Διαμονή στο εξωτερικό ή αγνώστου διαμονής | Έναρξη προθεσμίας | Αναστολή προθεσμίας από 1η-31η Αυγούστου |
---|---|---|---|---|
Τακτική διαδικασία | 30 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ | 60 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Ναι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ |
Μισθωτική διαφορά (για αποφάσεις δημοσιευμένες έως και 31-12-2015) | 15 ημέρες άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ | 30 ημέρες άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 652 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Ναι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ |
Διαφορές προσβολών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (για αποφάσεις δημοσιευμένες έως και 31-12-2015) | 15 ημέρες άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ | 30 ημέρες άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 681 Δ παρ. 5 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Ναι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ |
Εκούσια δικαιοδοσία (ν. 3869/2010) | 30 ημέρες άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020 άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ | 60 ημέρες άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020 άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Όχι |
Ασφαλιστικά μέτρα (νομής) | 10 ημέρες άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ | 10 ημέρες άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 734 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Όχι |
Ασφαλιστικά μέτρα (περί οριστικής επίλυσης διαφοράς, όχι περί λήψης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου) ΑΠ 1857/2011 ΑΠ 1526/2007 ΑΠ 402/2003 | 30 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 1 ΚΠολΔ | 60 ημέρες άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 518 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Ναι άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ |
Απορριπτική απόφαση περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού | 30 ημέρες άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ | 30 ημέρες άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ | επόμενη της γνωστοποίησης της απόφασης άρ. 738 Α παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Όχι |
Απόφαση περί εκτέλεσης προσωπικής κράτησης | 5 ημέρες άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ | 5 ημέρες άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ | επόμενη της επίδοσης της απόφασης άρ. 1054 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ | Όχι |
Προθεσμία άσκησης έφεσης αν δεν επιδόθηκε η απόφαση
Η έφεση μπορεί να ασκηθεί και πριν την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την ίδια την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης άρ. 499 ΚΠολΔ. Για την καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης υπολογίζεται και το χρονικό διάστημα από 1η Αυγούστου έως και 31η Αυγούστου ΑΠ 666/2005 άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπολογίζεται στις προσδιοριζόμενες στη διάταξη του άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίες, μεταξύ των οποίων ρητά αναφερόμενες είναι οι βραχείες προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων που υπολογίζονται από την επίδοση της απόφασης, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης από τη δημοσίευση της απόφασης ΑΠ 666/2005 άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν διάδικος είναι το Δημόσιο, η καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης δεν αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών ΑΠ 666/2005 άρ. 11 κδ. 26-06/10-07-1944. Και αυτό, γιατί αυτή η ειδική ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου θεσπίστηκε για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χαθούν οι προθεσμίες, λόγω της απουσίας σε διακόπες, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο χειρίζεται τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται στην περίπτωση της καταχρηστικής προθεσμίας έφεσης, η οποία είναι περισσότερο από επαρκής για να μπορέσει το Δημόσιο να ασκήσει την έφεσή του, ενώ όταν θεσπίστηκε αυτή η ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου δεν προβλεπόταν από τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας προθεσμία προς άσκηση κατά οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης ενδίκων μέσων και ειδικότερα έφεσης και αναίρεσης, η οποία να αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, όλες δε οι προβλεπόμενες από αυτές τις διατάξεις σχετικές προθεσμίες υπολογίζονταν από την επίδοση της απόφασης ΑΠ 666/2005 άρ. 2 ν. 1564/1918 άρ. 2 παρ. 6 12-06/15-11-1937 Κανονισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε από 01-01-2016 και μετά, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 2 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. τρίτο ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν η απόφαση που περατώνει τη δίκη δημοσιεύτηκε έως και 31-12-2015, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης της έφεσης είναι 3 έτη από τη δημοσίευση της απόφασης Πλ.Ολομ. ΑΠ 10/2018 άρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά υπόθεση του ν. 3869/2010, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία της έφεσης είναι 6 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 4 ΙΖ εδ. 2 ν. 3869/2010 άρ. 1 ν. 4745/2020 άρ. 101 ν. 4745/2020. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά σε απαγγελία υιοθεσίας, και η απόφαση δεν επιδοθεί, η προθεσμία της έφεσης είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 800 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά σε παροχή κληρονομητηρίου, η προθεσμία της έφεσης είναι 20 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης άρ. 824 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία δεν αναστέλλεται κατα το διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, η καταχρηστική προθεσμία άσκησης έφεσης κατά αυτής αρχίζει από την έκδοση της οριστικής απόφασης ΑΠ 1265/2018 σκεψ. 4 άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί, αν δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, η έφεση κατά της εν μέρει οριστικής απόφασης, ακόμη και κατά των οριστικών διατάξεών της, είναι απαράδεκτη άρ. 513 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Αν κατατεθεί εμπρόθεσμα έφεση, και κατατεθεί εκπρόθεσμα έφεση από τον εφεσίβλητο, και η εκπρόθεσμη έφεση προσβάλλει τα εκκληθέντα ή τα αναγκαστικά συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της κατά το πρώτον εφεσίβλητης απόφασης, η εκπρόθεσμη αυτή έφεση μπορεί να θεωρηθεί ως αντέφεση 1716/2004 Εφ.Αθηνών ΑΠ 246/1979. "Κεφάλαιο" θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, η οποία δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας, και για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης ΑΠ 842/2010. Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες,- γιατί αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης, ή
- γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, ή
- γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων,
Αποτέλεσμα άσκησης εκπρόθεσμης έφεσης
Αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως άρ. 532 ΚΠολΔ.Παράβολο έφεσης
Αν ο διάδικος ασκήσει έφεση, και δεν καταθέσει το παράβολο έφεσης κατά την κατάθεση της έφεσης, και δεν καταθέσει το παράβολο ούτε μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, η έφεση είναι απαράδεκτη ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Αν ο διάδικος ασκήσει έφεση, και δεν καταθέσει το παράβολο έφεσης κατά την κατάθεση της έφεσης, και καταθέσει το παράβολο μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, δεν στοιχειοθετείται απαράδεκτο της έφεσης ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το απαράδεκτο γεννάται αν δεν κατατεθεί το παράβολο, και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως ΑΠ 933/2019 ΑΠ 341/2015 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2010 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ. Αν η έφεση γίνει δεκτή, και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, το δικαστήριο διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί αν η έφεση γίνει δεκτή, και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που άσκησε την έφεση θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, και δικαιούται την επιστροφή του παραβόλου, ανεξάρτητα αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκότερη γι' αυτόν ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Αν η έφεση δεν γίνει δεκτή, το δικαστήριο διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ΑΠ 532/2016 άρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 άρ. 93 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 532 ΚΠολΔ άρ. 509 ΚΠολΔ. Αν στο δικόγραφο της έφεσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς άσκηση της έφεσης, επισυνάφθηκε πέραν της έκθεσης του γραμματέα για την κατάθεση ενδίκου μέσου και το παράβολο της έφεσης, και τη συζήτηση της έφεσης την επισπεύδει ο εφεσίβλητος, και στο αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που καταθέτει αυτός στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου δεν επισυνάπτεται αντίγραφο του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης, και δεν αποδεικνύεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η καταβολή του παραβόλου της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει ότι δεν έχει κατατεθεί το παράβολο της έφεσης, και να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη 154/2017 Τριμ.Εφ.Θράκης 73/2013 Μον.Εφ.Ευβοίας άρ. 495 ΚΠολΔ άρ. 498 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν γίνει δεκτό ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου - επισπεύδοντος τη συζήτηση της έφεσης κατέθεσε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης χωρίς το επισυναπτόμενο παράβολο από προφανή παραδρομή, και αποδεικνύεται ότι το παράβολο της έφεσης είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της έφεσης που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1502/2018 ΑΠ 164/2017 άρ. 498 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ. Αν στο δικόγραφο της έφεσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς άσκηση της έφεσης, επισυνάφθηκε μόνο η έκθεση του γραμματέα για την κατάθεση ενδίκου μέσου, και όχι και το παράβολο της έφεσης ενώ διαρκούσε αναστολή της υποχρέωσης κατάθεσης παραβόλων, και τη συζήτηση της έφεσης την επισπεύδει πριν τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης του παραβόλου ο εφεσίβλητος, και αυτός καταθέσει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης χωρίς επισυναπτόμενο παράβολο, και δεν αποδεικνύεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η κατάθεση του παραβόλου της έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει ότι δεν έχει κατατεθεί το παράβολο της έφεσης, και να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη 154/2018 Τριμ.Εφ.Λάρισας άρ. 495 ΚΠολΔ άρ. 498 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αν αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών κατέθεσε το παράβολο έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά την κατάθεση, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση της έφεσης, του αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης χωρίς επισυναπτόμενο παράβολο στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αλλά εντός της νόμιμης προθεσμίας σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναστολή υποχρέωσης κατάθεσης παραβόλων, κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 480/2020 άρ. 1 ΚΥΑ 49214/21-07-2015 ΚΥΑ 57382/2015 ΚΥΑ 57384/2015 ΚΥΑ 70905/2015 άρ. 498 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ.Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται έφεση
Έφεση επιτρέπεται να ασκηθεί κατά απόφασης, αν- η απόφαση εκδόθηκε από Ειρηνοδικείο, Μονομελές Πρωτοδικείο ή Πολυμελές Πρωτοδικείο άρ. 511 ΚΠολΔ, και
- το δικαστήριο αυτό δίκαζε σε πρώτο βαθμό άρ. 513 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η απόφαση περατώνει οριστικά τη δίκη άρ. 513 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, ή
- συνεκδικάστηκε αγωγή και ανταγωγή, και η απόφαση περατώνει τη δίκη όσον αφορά την αγωγή ή την ανταγωγή άρ. 513 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, ή
- η απόφαση παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας άρ. 513 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ.
- να παραπέμψει την υπόθεση στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο ΑΠ 1803/2017 άρ. 535 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή
- να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ' ουσία ΑΠ 1803/2017 άρ. 535 παρ. 2 ΚΠολΔ.
- η διάταξη της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστο αίτημα της αγωγής για παροχή έννομης προστασίας, (ενώ περιλήφθηκε στην απόφαση και μη οριστική διάταξη με την οποία τάχθηκαν αποδείξεις επί των λοιπών αιτημάτων της αγωγής ενώπιον του ορισθέντος εισηγητή δικαστή) ΑΠ 1629/2011 σκεψ. II.
Ποιος ασκεί την έφεση
Κατά την τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες, έφεση δικαιούται να ασκήσει- ο ενάγων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο εναγόμενος, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο κυρίως παρεμβαίνων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο προσθέτως παρεμβαίνων, αν νικήθηκε ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο εισαγγελέας πρωτοδικών, αν ήταν διάδικος άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο διάδικος που νίκησε, αν έχει έννομο συμφέρον άρ. 516 παρ. 2 ΚΠολΔ.
- οι καθολικοί διάδοχοι του ηττηθέντος ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη ενάγοντα, εναγομένου, κυρίως παρεμβαίνοντα ή προσθέτως παρεμβαίνοντα άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- οι ειδικοί διάδοχοί του ηττηθέντος ολικά ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη ενάγοντα, εναγομένου, κυρίως παρεμβαίνοντα ή προσθέτως παρεμβαίνοντα, αν απέκτησαν την ιδιότητα του ειδικού διαδόχου μετά την άσκηση της αγωγής άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Κατά ποιων ασκείται η έφεση
Αν δεν πρόκειται για δίκη διανομής, και δεν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία των αντιδίκων, η έφεση απευθύνεται- κατά του νικήσαντος αντιδίκου, ή κατά των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων αυτού ΑΠ 1899/1984 άρ. 517 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος για τους οποίους η απόφαση περιέχει επωφελείς διατάξεις, οι οποίες είναι ταυτόχρονα επιβλαβείς για τον εκκαλούντα ΑΠ 1899/1984 άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ.
- κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων από την πλευρά των αντιδίκων άρ. 517 εδ. 2 ΚΠολΔ, και
- κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος για τους οποίους η απόφαση περιέχει επωφελείς διατάξεις, οι οποίες είναι ταυτόχρονα επιβλαβείς για τον εκκαλούντα ΑΠ 1899/1984 άρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Πώς ασκείται η έφεση
Το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο, που κατατίθεται σε πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρ. 496 ΚΠολΔ, την οποία υπογράφει και ο καταθέτων το δικόγραφο ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της, και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ. Τα αποτελέσματα των ενδίκων μέσων αρχίζουν από τη σύνταξη της έκθεσης της κατάθεσής τους ΑΠ 83/2008 άρ. 500 ΚΠολΔ. Το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να επιβάλλεται προς ολοκλήρωση της διαδικασίας άσκησής του και η κοινοποίησή του προς τον εφεσίβλητο ΑΠ 83/2008 άρ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 495 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 500 ΚΠολΔ. Η κατάθεση του δικογράφου και η περί αυτής συντασσόμενη και φέρουσα την υπογραφή του καταθέσαντος έκθεση αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο όρο της τελείωσης της άσκησης της έφεσης ΑΠ 83/2008. Αν το δικόγραφο έφεσης είναι ανυπόγραφο, και δεν φέρει στην έκθεση κατάθεσης αυτού την υπογραφή του καταθέσαντος, είναι δικονομικά ανυπόστατο (άκυρο) ΑΠ 83/2008. Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται ΑΠ 83/2008 άρ. 514 ΚΠολΔ. Αν κατατεθούν δύο εφέσεις, και το ένα από τα δύο δικόγραφα της έφεσης είναι δικονομικά ανυπόστατο, δεν συντρέχει περίπτωση διττής άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης ΑΠ 83/2008.Υποχρεωτικότητα υπογραφής της έφεσης από δικηγόρο
Αν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, και το δικόγραφο της έφεσης δεν περιέχει την υπογραφή δικηγόρου, το δικόγραφο της έφεσης είναι άκυρο ΑΠ 83/2008 άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 118 παρ. 5 ΚΠολΔ άρ. 520 ΚΠολΔ. Η υπογραφή του δικηγόρου δεν έχει πανηγυρική σημασία, επιβάλλεται όμως για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου ΑΠ 83/2008.Περιεχόμενο έφεσης
Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων,- τους λόγους της έφεσης ΑΠ 170/2014, και
- αίτηση ΑΠ 170/2014.
Λόγοι έφεσης
Το έγγραφο της έφεσης (εφετήριο) πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και τους λόγους έφεσης ΑΠ 267/2017 άρ. 520 ΚΠολΔ. Αν το δικόγραφο της έφεσης δεν περιέχει έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο έφεσης, κηρύσσεται απαράδεκτο ΑΠ 1722/2006. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση ΑΠ 1574/2014. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της ΑΠ 1574/2014. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται- σε παραδρομές (παραλείψεις ΑΠ 267/2017) του εκκαλούντος ΑΠ 170/2014, ή
- σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ΑΠ 170/2014.
- στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ΑΠ 1574/2014, ή
- στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 1574/2014.
Αυτεπάγγελτη διάγνωση ελλείψεων της αγωγής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
Αν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του για την κατ' ουσία παραδοχή της αγωγής, και η αγωγή ήταν απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να διαγνώσει τις παραπάνω ελλείψεις, και να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, αόριστη, ή νομικά αβάσιμη, ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος - εναγομένου ΑΠ 1004/2017.Πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων
Στα πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014. Στα πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου περιλαμβάνεται και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων ΑΠ 703/2007. Η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων προσδιορίζεται επαρκώς ως λόγος έφεσης, αν- αναφέρεται στην έφεση ότι εξαιτίας της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό ΑΠ 104/2013 σκέψ. III ΑΠ 170/2014.
Παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου
Κατά μια άποψη, ο λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι αόριστος, αν δεν μνημονεύεται σ' αυτόν ο κανόνας δικαίου που παραβιάσθηκε και με ποιο τρόπο χώρησε η παραβίαση αυτού ΑΠ 170/2014. Κατ' άλλη άποψη, για το παραδεκτό της έφεσης δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία στην έφεση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που παραβίασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 1574/2014.Αίτηση της έφεσης
Η αίτηση της έφεσης είναι ορισμένη αν ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής κλπ. ΑΠ 170/2014.Ισχυρισμοί στην κατ' έφεση δίκη για ένδικα μέσα που κατατέθηκαν έως και 31-12-2015
Η προβολή στην κατ' έφεση δίκη ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη είναι απαράδεκτη, εκτός αν ισχύουν οι εξαιρέσεις του άρ. 527 ΚΠολΔ ή του άρ. 269 ΚΠολΔ ΑΠ 1087/2014. Ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος, και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας ΑΠ 1087/2014.- Η άρνηση της αγωγής ΑΠ 306/2016 ΑΠ 80/2015 σκέψ. III, και
- η άρνηση της ανακοπής ΑΠ 306/2016, και
- η άρνηση της ένστασης ΑΠ 306/2016 ΑΠ 80/2015 σκέψ. III, και
- η άρνηση της αντένστασης ΑΠ 306/2016 ΑΠ 80/2015 σκέψ. III, και
- η άρνηση της επαντένστασης ΑΠ 80/2015 σκέψ. III
- πρόκειται για ενστάσεις που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ή
- μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή
- δεν είχαν προβληθεί εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, ή
- προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή
- αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και οι λόγοι της βραδείας προβολής προβάλλονται και αποδεικνύονται με ελεύθερη απόδειξη από τον προτείνοντα ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α άρ. 520 ΚΠολΔ άρ. 525 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ.