Αγωγή

Σύνταξη αγωγής

Η αγωγή αποτελεί θεμέλιο και κινητήριο μοχλό της δίκης ΑΠ 343/2023. Με την αγωγή ανοίγει η διαδικασία και η έννομη σχέση της δίκης ΑΠ 343/2023. Με την αγωγή φέρεται προς διάγνωση συγκεκριμένο ιδιωτικού δικαίου δικαίωμα, το οποίο έχει προσβληθεί ΑΠ 343/2023. Η ουσιαστικού δικαίου αξίωση στρέφεται κατά του υπόχρεου, αλλά η αγωγή απευθύνεται προς την πολιτεία ως φορέα της δικαιοδοτικής λειτουργίας ΑΠ 343/2023.

Ιστορική βάση της αγωγής

Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατ' άρ. 216 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης ΑΠ 1087/2014 άρ. 216 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ. Η βάση της αγωγής συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, και όχι από τoν νομικό τους χαρακτηρισμό ΑΠ 1891/2014. Η αγωγή πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων,

Νομική βάση της αγωγής

Η αγωγή δεν είναι ανάγκη να περιέχει νομική βάση ΑΠ 488/2010. Η μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε συγκεκριμένη νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο ΑΠ 488/2010.

Νομική βάση και διαχρονικό δίκαιο

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν δεν υπάρχει ειδικότερη διάταξη, διέπονται από το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συντελέστηκαν τα παραγωγικά του δικαιώματος γεγονότα. Αν ο κανόνας δικαίου καταργηθεί, και συνεπώς δεν αποτελεί ισχύον δίκαιο, το δικαστήριο οφείλει να μην τον εφαρμόσει ΑΠ 4/2006. Αν τα δικαιοπαραγωγικά αίτια της ενοχής συντελέστηκαν πριν τη θέση σε ισχύ νεότερου νόμου, η ενοχή διέπεται από το προϊσχύσαν δίκαιο ΑΠ 131/2022 άρ. 24 ΕισΝΑΚ. Και αυτό, ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ του νεότερου νόμου ΑΠ 131/2022 άρ. 24 ΕισΝΑΚ. Αν τα παραγωγικά γεγονότα της ενοχής συντελέστηκαν κατά τον χρόνο ισχύος κάποιου νόμου, και ο νόμος αυτός αργότερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, η ενοχή διέπεται και μετά την κατάργηση ή τροποποίηση του νόμου απο τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντελέστηκαν τα παραγωγικά αυτά γεγονότα ΑΠ 308/2019 άρ. 2 ΑΚ άρ. 24 ΕισΝΑΚ. Και αυτό, κατά τη γενική αρχή του δικαίου, της επιβίωσης του καταργηθέντος προγενέστερου νόμου, η οποία καθιερώνεται ρητά με τις διατάξεις των άρ. 2 ΑΚ και άρ. 24 ΕισΝΑΚ ΑΠ 308/2019 άρ. 2 ΑΚ άρ. 24 ΕισΝΑΚ. Η διάταξη του άρ. 2 ΑΚ δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη, και συνεπώς ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να προσδώσει στον νόμο αναδρομική ισχύ, αν δεν προσβάλλονται με τον τρόπο αυτό συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα ΑΠ 1803/2017 άρ. 2 ΑΚ. Ο νεότερος νόμος ουσιαστικού δικαίου καταργεί σιωπηρώς προηγούμενο κανόνα δικαίου, αν από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου προκύπτει σαφώς ότι ο νεότερος νόμος έχει σκοπό την κατάργηση του προγενέστερου αντίθετου, γενικού ή ειδικού, νομοθετικού κανόνα, και μάλιστα με τη ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση του παλαιού ΑΠ 263/1982 άρ. 2 ΑΚ. Αν ο παλαιότερος νόμος είναι ειδικός και ο νεότερος νόμος είναι γενικός, και από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου δεν προκύπτει ότι αυτός έχει σκοπό να καταργήσει και τον παλαιότερο ειδικό νόμο, ο νεότερος γενικός νόμος δεν καταργεί τον παλαιότερο ειδικό νόμο Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 263/1982. Η αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει αποχή του θετικού δικαίου από οποιαδήποτε ρύθμιση της κρίσιμης βιοτικής περίπτωσης, παρότι η ρύθμισή της αξιώνεται από την έννομη τάξη ΑΠ 1803/2017. Αν η αγωγή είναι αόριστη ΑΠ 508/2008 σκέψ. I. Και αυτό, παρότι κατ' αρχήν ο χρόνος κατάρτισης του έργου δεν αποτελεί στοιχείο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής ΑΠ 508/2008 σκέψ. I. Αν τα γεγονότα που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα συντελέστηκαν υπό την ισχύ παλαιότερου νόμου, αλλά η αίτηση συνταξιοδότησης υποβλήθηκε υπό την ισχύ νεότερου νόμου, ακόμη και αν οι νεότερες διατάξεις είναι δυσμενέστερες για τον δικαιούχο, ισχύουν οι νεότερες διατάξεις ΑΕΔ 19/1979. Ο νεότερος νόμος καταλαμβάνει και ρυθμίζει το ατέλεστο μέρος της δίκης, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου ΑΠ 989/1980 ΑΠ 971/1979, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 989/1980. Αν νεότερος νόμος ορίζει ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιότερου νόμου μέχρι την "πλήρη εκκαθάριση" των έννομων σχέσεων που καταρτίστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου, επί των έννομων σχέσεων αυτών ισχύει και για την καθ' ύλην αρμοδιότητα ο παλαιότερος δικονομικός νόμος ΑΠ 566/1986.

Αίτημα της αγωγής

Η αγωγή πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, Το αντικείμενο της διαφοράς οριοθετείται από το αίτημα της αγωγής ΑΠ 56/2008 σκέψ. V.

Συρροή νομικών βάσεων

Αν, πρόκειται για συρροή περισσότερων νομικών βάσεων της ίδιας ενιαίας αξίωσης ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Στην περίπτωση αυτή, η παροχή θεμελιώνεται απλώς σε διαφορετικές νομικές βάσεις ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Στη συρροή περισσότερων νομικών βάσεων της ίδιας ενιαίας αξίωσης, ο δανειστής δικαιούται να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του Στη συρροή περισσότερων νομικών βάσεων της ίδιας ενιαίας αξίωσης, η στήριξη της αξίωσης σε περισσότερες νομικές βάσεις δύναται να γίνει είτε κατά τρόπο ισοδύναμο είτε επικουρικό ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2.

Συρροή αξιώσεων

Αν, πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Στη γνήσια συρροή αξιώσεων, ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Στη γνήσια συρροή αξιώσεων, ο δανειστής μπορεί να ασκήσει τις περισσότερες συρρέουσες αξιώσεις του Και αυτό, γιατί δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια απ' αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Στη γνήσια συρροή αξιώσεων, οι αξιώσεις διατηρούν την αυτοτέλεια της παραγραφής τους ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Δηλαδή, ενδεικτικά, η τυχόν συντομότερη παραγραφή της συμβατικής αξίωσης δεν επηρεάζει τη μακρότερη παραγραφή της αξίωσης από την αδικοπραξία ΑΠ 1596/2014 σκέψ. 2. Η από το ουσιαστικό δίκαιο συρροή αξιώσεων διαφέρει από τη σώρευση αγωγών ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006. Αν οι αξιώσεις συρρέουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, πρόκειται για σώρευση συρρεουσών αγωγών ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006.

Άσκηση αγωγής

Η αγωγή ασκείται Η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη, και ολοκληρώνεται με την ενέργεια των επί μέρους διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης και της επίδοσης, οι οποίες εκτιμώνται ως μια ενότητα ΑΠ 343/2023 άρ. 215 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ.

Κατάθεση της αγωγής

Στην έκθεση που συντάσσει η γραμματεία του δικαστηρίου για την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της κατάθεσης του δικογράφου, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη άρ. 215 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα άρ. 215 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.

Επίδοση της αγωγής

Αν η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2016 και μετά, και εισάγεται κατά την τακτική διαδικασία του ΚΠολΔ, και δεν επιδοθεί στον αντίδικο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας που αρχίζει από την κατάθεσή της, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα ΑΠ 343/2023 άρ. 215 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. δεύτερο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 1 ν. 4335/2015 άρ. 237 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. δεύτερο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 1 ν. 4335/2015. Η προθεσμία αυτή είναι Αν η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, η αγωγή θεωρείται ανυπόστατη ΑΠ 343/2023.

Εκκρεμοδικία

Αν ασκήθηκε η αγωγή, από την κατάθεση της αγωγής επέρχεται εκκρεμοδικία άρ. 221 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Η εκκρεμοδικία αποτελεί δικονομική συνέπεια της αγωγής ΑΠ 343/2023 άρ. 221 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ άρ. 215 ΚΠολΔ. Εκκρεμοδικία επέρχεται και με την υποβολή, ενώ διαρκεί η δίκη, αίτησης με την οποία επιδιώκεται καταψήφιση, αναγνώριση ή διάπλαση, καθώς και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού άρ. 221 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Αν επέλθει εκκρεμοδικία, και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, αν εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα ΑΠ 56/2008 σκέψ. V άρ. 222 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για τη ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη ΑΠ 56/2008 σκέψ. V άρ. 222 παρ. 2 ΚΠολΔ. Για να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι κατά λογική αναγκαιότητα περιττή ΑΠ 56/2008 σκέψ. V. Αν οι δύο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως, είτε γιατί έχουν διαφορετικό αντικείμενο, είτε γιατί το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, καθώς με αυτή ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία απ' ότι ζητήθηκε με την πρώτη ΑΠ 56/2008 σκέψ. V. Το αντικείμενο της διαφοράς οριοθετείται από το αίτημα της αγωγής ΑΠ 56/2008 σκέψ. V. Για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας δεν αρκεί η σύμπτωση του αιτήματος των δύο δικών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας τους ΑΠ 56/2008 σκέψ. V. Αν δύο δίκες έχουν διαφορετικά αιτήματα, που βασίζονται σε διαφορετική ιστορική και νομική αιτία, δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία ΑΠ 56/2008 σκέψ. V. Αν οι εκκρεμείς αγωγές συνεκδικάζονται, αδρανεί η ένσταση εκκρεμοδικίας ΑΠ 344/2010 σκέψ. IV. Αν ο διάδικος αποβιώσει μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης και πριν την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο για διακοπή και επανάληψη της δίκης Ολομ. ΑΠ 31/2009 σκέψ. II άρ. 34 ΑΚ άρ. 35 ΑΚ άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 63 ΚΠολΔ άρ. 313 παρ. 1 περ. δ ΑΚ.

Μεταβολή της βάσης της αγωγής

Ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τις προτάσεις του ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής άρ. 224 ΚΠολΔ. Μεταβολή της βάσης της αγωγής αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία Η μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής δεν είναι επιτρεπτή, αν η μεταβολή αυτής αναφέρεται σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής ΑΠ 1087/2014. Ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής είναι περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα ΑΠ 1087/2014. Είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (είτε είναι οψιγενή είτε όχι), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας, ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή ΑΠ 1087/2014. Η μεταβολή της σειράς εξέτασης των βάσεων της αγωγής, από επικουρική σε κύρια και αντίστροφα, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής 242/2014 Ειρ.Ρεθύμνου. Η αναφορά στην αγωγή ότι ο υπογράφων τη σύμβαση ήταν πληρεξούσιος της εταιρείας, ενώ με την προσθήκη μεταβάλλεται ο ισχυρισμός στο ότι ο υπογράφων τη σύμβαση ήταν de facto διαχειριστής της εταιρείας, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής ΑΠ 1859/2011. Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια ΑΠ 1087/2014. Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας, και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής ΑΠ 1087/2014. Η μεταβολή της βάσης της αγωγής αποτελεί και ανεπίτρεπτη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της αρχής της προδικασίας της δίκης ΑΠ 1859/2011 Ολομ. ΑΠ 19/2003. Η μεταβολή της βάσης της αγωγής λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ΑΠ 1183/2015 σκέψ. III.

Αόριστη νομική έννοια

Αόριστη νομική έννοια είναι η έννοια που ο νομοθέτης απέφυγε να ρυθμίσει ως προς το αναγκαίο πλάτος και βάθος της ΑΠ 533/2016 σκέψ. 6. Αόριστη νομική έννοια αποτελούν, μεταξύ άλλων, Κατά μια άποψη, το "εύλογο" της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάζει το δικαστήριο λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια Πλ.Ολομ. ΑΠ 9/2015 άρ. 932 ΑΚ. Κατ' άλλη άποψη, το "εύλογο" της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάζει το δικαστήριο λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία αποτελεί αόριστη νομική έννοια Πλ.Ολομ. ΑΠ 9/2015 (μειοψ.) άρ. 932 ΑΚ. Η αμέλεια, ως αόριστη νομική έννοια, παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρκεί να μην μεταβάλλεται με τον τρόπο αυτό ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σ' αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β. Η συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β άρ. 224 ΚΠολΔ. Η υπαιτιότητα και ο αιτιώδης σύνδεσμος, ως αόριστες νομικές έννοιες που συνιστούν προϋποθέσεις γέννησης της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποτελούν στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου της διάταξης του άρ. 914 ΑΚ ΑΠ 261/2012 άρ. 914 ΑΚ.

Σώρευση αγωγών

Σώρευση αγωγών είναι το δικαίωμα της άσκησης από ένα πρόσωπο περισσότερων αγωγών για το ίδιο πράγμα ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006.

Αντικειμενική σώρευση αγωγών

Αντικειμενική σώρευση αγωγών υπάρχει, αν στο ίδιο δικόγραφο ενώνονται περισσότερες αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, δηλαδή περισσότερες αγωγές ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006. Η δικονομικού δικαίου σώρευση αγωγών (αντικειμενική σώρευση αγωγών) προβλέπεται από το άρ. 218 ΚΠολΔ ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006 άρ. 218 ΚΠολΔ. Η αντικειμενική σώρευση αγωγών επιτρέπεται κατά νόμο, μόνο αν Ο ενάγων έχει δικαίωμα να προβεί σε αντικειμενική σώρευση αγωγών ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006. Η αντικειμενική σώρευση αγωγών εναπόκειται στη βούληση του ενάγοντος ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006. Και αυτό, γιατί Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες αγωγές (αιτήσεις) χωρίς τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, δεν επέρχεται ακυρότητα του δικογράφου ΑΠ 631/2006. Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες αγωγές (αιτήσεις) χωρίς τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, το δικαστήριο διατάσσει, με οριστική απόφαση, τον χωρισμό των αγωγών ΑΠ 631/2006 άρ. 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο χωρισμός των υποθέσεων στην περίπτωση αυτή τέθηκε προς άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει κατά το προϊσχύον δίκαιο ΑΠ 631/2006 άρ. 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η από το ουσιαστικό δίκαιο συρροή αξιώσεων διαφέρει από τη σώρευση αγωγών ΑΠ 952/2015 ΑΠ 631/2006.

Σώρευση αντιφατικών αγωγών

Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται αντιφατικές αγωγές, δεν επέρχεται ακυρότητα του δικογράφου ΑΠ 631/2006. Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται αντιφατικές αγωγές, το δικαστήριο διατάσσει, με οριστική απόφαση, τον χωρισμό των αγωγών ΑΠ 631/2006 άρ. 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο χωρισμός των υποθέσεων στην περίπτωση αυτή τέθηκε προς άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει κατά το προϊσχύον δίκαιο ΑΠ 631/2006 άρ. 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες αγωγές παράλληλα και ως κύριες, ισχύει η απαγόρευση της ένωσης αντιφατικών αγωγών ΑΠ 631/2006. Αν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες αγωγές, και η μια από τις αγωγές ασκείται ως κυρία και οι άλλες ως επιβοηθητικές, δεν ισχύει η απαγόρευση της σώρευσης αντιφατικών αγωγών ΑΠ 631/2006. Αν στο ίδιο δικόγραφο η μία από τις αγωγές ασκείται ως κυρία και οι άλλες ως επιβοηθητικές, και οι σωρευόμενες αγωγές είναι αντιφατικές, η αντίφαση αυτή δεν καθιστά αόριστο και άκυρο το δικόγραφο ΑΠ 631/2006.

Επικουρική σώρευση αγωγών

Αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται ΑΠ 631/2006 άρ. 219 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο ενάγων μπορεί, για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής, Η επικουρική (επιβοηθητική) αγωγή μπορεί να ασκηθεί Επικουρική σώρευση βάσης της αγωγής υπάρχει, αν γίνεται σώρευση αυτής της βάσης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης της κυρίας βάσης της αγωγής ΑΠ 394/2011. Αν η κύρια αγωγή περιλαμβάνει περισσότερες βάσεις και αιτήματα, και ασκείται και επικουρικά αγωγή, και απορριφθεί κάποια βάση ή, έστω μερικά, αίτημα της κύριας αγωγής, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την επικουρική αγωγή ΑΠ 1273/2009 σκέψ. III. Το δικαστήριο δικαιούται να δικάσει τις βάσεις της αγωγής ή αιτήματα, που προβάλλονται υπό την αίρεση της απόρριψης άλλης βάσης ή αιτήματος, μετά την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή μετά την απόρριψη της προηγούμενης βάσης ή αιτήματος ΑΠ 631/2006. Το δικαστήριο δύναται, βάσει της αρχής της οικονομίας της δίκης και δικαστικής ενέργειας, να επιληφθεί νόμιμα και των επικουρικών βάσεων και αιτημάτων πριν από την πλήρωση της αίρεσης που τέθηκε, για να προετοιμάσει την ουσιαστική τους έρευνα, διατάσσοντας τις δέουσες αποδείξεις ΑΠ 631/2006. Η αρχή της οικονομίας της δίκης και δικαστικής ενέργειας δεν διατυπώνεται ρητά στον ΚΠολΔ, αλλά προκύπτει από πολλές διατάξεις του ΑΠ 631/2006 άρ. 74 ΚΠολΔ άρ. 218 ΚΠολΔ άρ. 246 ΚΠολΔ.

Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής

Αν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ.

Περιορισμός του αιτήματος της αγωγής

Ο ενάγων έχει δικαίωμα να περιορίσει το αίτημα της αγωγής του άρ. 223 εδ. 2 ΚΠολΔ. Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ΑΠ 793/2019 άρ. 295 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ. Με την μερική παραίτηση από το δικόγραφο μετά από τον περιορισμό του αιτήματος δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, η οποία αοριστία να εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς που έχει αχθεί σε δικαστική κρίση ΑΠ 1893/2013. Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής οδηγεί σε θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής ΑΠ 793/2019 άρ. 295 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.

Τρόπος περιορισμού του αιτήματος της αγωγής

Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής γίνεται κατά τις διατυπώσεις του άρ. 223 ΚΠολΔ, περί θεμιτής μεταβολής του αιτήματος της αγωγής, ως ειδικής διάταξης έναντι αυτής του άρ. 297 ΚΠολΔ, περί παραίτησης από το δικόγραφο ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ. Ο ενάγων έχει δικαίωμα να περιορίσει το αίτημα της αγωγής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μέχρι να περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό Αν ο περιορισμός του αιτήματος δεν γίνει κατά τις διατυπώσεις του άρ. 223 ΚΠολΔ, ο περιορισμός είναι ανίσχυρος, και δεν λαμβάνεται υπόψη ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Αν ο περιορισμός του αιτήματος γίνει μετά την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό, όπως αν γίνει στην κατ' έφεση δίκη, είναι απαράδεκτος ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος ΑΠ 538/2019. Αν η αγωγή απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, και ο ενάγων ασκήσει έφεση, και περιορίσει το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με λόγο έφεσης προς άρση της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου, ο λόγος έφεσης είναι απαράδεκτος ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής γίνεται παραδεκτά μέχρι να περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, και ο περιορισμός με το δικόγραφο της έφεσης είναι απαράδεκτος ΑΠ 538/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Αν το αίτημα της αγωγής συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής επιχειρείται παραδεκτά μόνο αν Αν το αίτημα της αγωγής συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, και ο ενάγων περιορίσει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα στη δήλωση περιορισμού στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζόμενη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον του δικαστηρίου, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, η αγωγή είναι αόριστη στο σύνολό της ΑΠ 25/2013. Και αυτό, γιατί, αν δεν διευκρινίζεται ποιων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, και ιδίως να αποφασισθεί ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωριστούν και ποιες να επιδικαστούν στον ενάγοντα ΑΠ 25/2013. Ως κεφάλαιο της αγωγής νοείται το αίτημα για παροχή έννομης προστασίας ΑΠ 1629/2011 σκεψ. II. Αν το αίτημα της αγωγής αποτελεί άθροισμα διαφόρων κονδυλίων, και ο ενάγων περιορίσει το αίτημα της αγωγής, και δεν προσδιορίζεται σε ποια συγκεκριμένα κονδύλια έγινε ο περιορισμός και κατά ποιο ποσό, ή δεν προσδιορίζεται ποσοστό κατά το οποίο περιορίζεται σύμμετρα κάθε κονδύλιο, η αγωγή μετά τον περιορισμό του αιτήματος είναι αόριστη ΑΠ 337/2003. Το απαράδεκτο του περιορισμού του αιτήματος λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως ΑΠ 538/2019.

Συνέπειες του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής

Αν γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα κατά το μέρος που περιορίστηκε, και αίρονται αναδρομικά οι συνέπειες της άσκησής της ΑΠ 793/2019 άρ. 295 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ. Αν γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, στην εκδιδόμενη απόφαση περιλαμβάνεται διάταξη εξόδων, με εφαρμογή των διατάξεων των άρ. 176 έως 179 ΚΠολΔ ΑΠ 793/2019 άρ. 176 ΚΠολΔ άρ. 177 ΚΠολΔ άρ. 178 ΚΠολΔ άρ. 179 ΚΠολΔ. Αν γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων δεν καταδικάζεται από μόνο τον λόγο αυτό στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου ΑΠ 793/2019. Και αυτό, γιατί με τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, δηλαδή με τη μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, αντίθετα με την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η δίκη δεν καταργείται στο σύνολό της, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται, και η αγωγή ερευνάται όπως περιορίστηκε κατ' ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος του ενάγοντος κατ' άρ. 223 ΚΠολΔ και την αρχή της διάθεσης ΑΠ 793/2019 άρ. 223 ΚΠολΔ. Αν γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρ. 188 ΚΠολΔ περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του διαδίκου που παραιτείται ΑΠ 793/2019 άρ. 188 ΚΠολΔ. Η διάταξη του άρ. 188 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 793/2019 άρ. 188 ΚΠολΔ. Αν παραβιαστεί η διάταξη του άρ. 188 ΚΠολΔ ευθέως ή εκ πλαγίου, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και το άρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ΑΠ 793/2019 άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. Αν γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων καθορίζεται ως μέρος των δικαστικών εξόδων με βάση το περιορισμένο αίτημα της αγωγής ΑΠ 793/2019. Η αρχή της διάθεσης καθιερώνεται με το άρ. 106 ΚΠολΔ ΑΠ 793/2019 άρ. 106 ΚΠολΔ. Κατά την αρχή της διάθεσης, οι διάδικοι οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης, και το δικαστήριο ενεργεί μόνο μετά από αίτηση του διαδίκου ΑΠ 793/2019 άρ. 106 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και ο διάδικος περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμη και αν η διαφορά υπάγεται μετά τον περιορισμό σε κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο 218/2001 Εφ.Λάρισας 708/1992 Εφ.Θεσσαλονίκης άρ. 45 ΚΠολΔ άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ.

Μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό

Η μετατροπή του αιτήματος της αγωγής, εν όλω ή εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αποτελεί περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ΑΠ 1893/2013. Η μετατροπή του αιτήματος της αγωγής, εν όλω ή εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δύναται να γίνει νομίμως με τον τρόπο που προβλέπεται για τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ΑΠ 1893/2013 άρ. 223 ΚΠολΔ. Το αναγνωριστικό αίτημα υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής ΑΠ 538/2019. Αν η αγωγή περιλαμβάνει αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα και αυτοτελές καταψηφιστικό αίτημα για το ίδιο χρηματικό ποσό, και το καταψηφιστικό αίτημα κριθεί αόριστο μετά από περιορισμό του σε αναγνωριστικό, η αγωγή δεν είναι αόριστη ως προς το αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 25/2013.

Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής

Παραδεκτό της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής

Αν για τη συζήτηση της αγωγής τυγχάνουν εφαρμογής τα άρ. 237 ΚΠολΔ και άρ. 238 ΚΠολΔ, και ο εναγόμενος δεν έχει καταθέσει ακόμη προτάσεις, ο ενάγων δύναται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής άρ. 294 εδ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου άρ. 294 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν για τη συζήτηση της αγωγής τυγχάνουν εφαρμογής τα άρ. 237 ΚΠολΔ και άρ. 238 ΚΠολΔ, και ο εναγόμενος έχει καταθέσει προτάσεις, και ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση, και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής απόφασης, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι απαράδεκτη άρ. 294 εδ. 2 ΚΠολΔ. Αν για τη συζήτηση της αγωγής δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρ. 237 ΚΠολΔ και άρ. 238 ΚΠολΔ, και ο εναγόμενος δεν έχει προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ο ενάγων δύναται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ΑΠ 539/2008 άρ. 294 εδ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου άρ. 294 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν για τη συζήτηση της αγωγής δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρ. 237 ΚΠολΔ και άρ. 238 ΚΠολΔ, και ο εναγόμενος προχώρησε στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, και ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση, και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής απόφασης, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι απαράδεκτη άρ. 294 εδ. 2 ΚΠολΔ. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνεται Ο ενάγων δύναται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής, με δήλωση στο ακροατήριο κατά την ημεροχρονολογία για την οποία ορίστηκε η εκδίκαση της αγωγής, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης από τον εναγόμενο ΑΠ 539/2008 άρ. 294 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ.

Συνέπειες της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής

Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, θεωρείται ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε ΑΠ 793/2019 άρ. 295 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η δίκη καταργείται ΑΠ 793/2019. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και ο εναγόμενος υπέβαλε αίτημα επιδίκασης των δικαστικών του εξόδων σε βάρος του ενάγοντα, γεννάται υπέρ του εναγομένου αξίωση κατά του παραιτούμενου ενάγοντος, ο οποίος εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάται, για απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων ΑΠ 793/2019 ΑΠ 539/2008 άρ. 188 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 189 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ άρ. 191 ΚΠολΔ. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, δεν είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργηση της δίκης ΑΠ 793/2019. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, είναι δυνατόν να εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου, η οποία να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ΑΠ 793/2019.

Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και δικαστική δαπάνη

Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και ο εναγόμενος υπέβαλε αίτημα επιδίκασης των δικαστικών του εξόδων σε βάρος του ενάγοντα, και εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου, η οποία αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων ΑΠ 793/2019 άρ. 191 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί με την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής επέρχεται κατάργηση όλης της δίκης, και το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, και, καθώς δεν υπάρχει εν όλω ή εν μέρει νικήσας ή ηττηθείς διάδικος, τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου επιβάλλονται σε βάρος του παραιτηθέντος ενάγοντος σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρ. 188 ΚΠολΔ, είτε εκδοθεί απόφαση που αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης είτε όχι ΑΠ 793/2019 άρ. 188 ΚΠολΔ. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και δεν εκδόθηκε σχετική απόφαση, η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται, από 01-01-2016 και μετά, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρ. 614 επ. ΚΠολΔ από το μονομελές πρωτοδικείο, ή από το ειρηνοδικείο για τις δίκες που διεξάγονται σε αυτό άρ. 192 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και δεν εκδόθηκε σχετική απόφαση, η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται, έως και 31-12-2015, κατά τη διαδικασία των άρ. 679 επ. ΚΠολΔ (διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας) από το μονομελές πρωτοδικείο ΑΠ 793/2019 άρ. 192 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015, ή από το ειρηνοδικείο για τις δίκες που διεξάγονται σε αυτό άρ. 192 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. πρώτο παρ. 2 ν. 4335/2015 άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015. Αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και ο εναγόμενος υπέβαλε αίτημα επιδίκασης των δικαστικών του εξόδων σε βάρος του ενάγοντα, και ταυτόχρονα με το αίτημα αυτό κατατέθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγομένου οι προτάσεις του προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε, στα προς επιδίκαση δικαστικά έξοδα υπέρ του εναγομένου περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη των προτάσεων αυτών ΑΠ 539/2008. Το αίτημα επιδίκασης των δικαστικών εξόδων σε βάρος του αντιδίκου δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων ΑΠ 793/2019. Αν υποβληθεί αίτημα επιδίκασης των δικαστικών εξόδων σε βάρος του αντιδίκου, και δεν συνοδεύεται από κατάλογο εξόδων, το δικαστήριο προβαίνει στην εκκαθάριση των εξόδων σύμφωνα με τον νόμο, και ιδίως τη διατίμηση του Κώδικα Δικηγόρων ΑΠ 793/2019 άρ. 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Στα αποδιδόμενα στον εναγόμενο δικαστικά έξοδα περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ΑΠ 793/2019 άρ. 189 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα, σε πληρωμή των οποίων καταδικάζεται ο παραιτηθείς από την αγωγή ενάγων, ανήκουν στον εναγόμενο, και όχι στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΑΠ 793/2019. Ο εναγόμενος, ακόμη και επί παραίτησης του ενάγοντα από την αγωγή, οφείλει να καταβάλει εξ ιδίων την αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου βάσει της μεταξύ τους υφιστάμενης σχέσης εντολής ΑΠ 793/2019. Αν γίνει παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου καθορίζεται με βάση το αίτημα της αγωγής ΑΠ 793/2019. Η αγωγή αποτελεί διαδικαστική πράξη ΑΠ 793/2019. Αν γίνει παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, και ο παραιτηθείς ενάγων ασκήσει εναντίον του εναγομένου νέα αγωγή περί του αυτού αντικειμένου, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία με εκείνη από την οποία παραιτήθηκε, ο εναγόμενος δύναται να χρησιμοποιήσει προς απόκρουση της νέας αγωγής τις ίδιες ή πανομοιότυπες προτάσεις με εκείνες που είχε συντάξει προς απόκρουση της πρώτης αγωγής, χωρίς να επηρεάζεται η αξίωση του εναγομένου για απόληψη των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για την καταργημένη αρχική δίκη ΑΠ 539/2008.

Απαράδεκτο παραίτησης στην αναιρετική δίκη από το δικόγραφο της αγωγής

Στην αναιρετική δίκη, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι απαράδεκτη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 295 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, ή από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, προϋποθέτουν ότι η δίκη, της οποίας την κατάργηση επιφέρουν, είναι εκκρεμής και δεν έχει περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 295 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η άσκηση της αναίρεσης και η επ' αυτής δίκη δεν καθιστούν την αγωγή επίδικη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Με την αναίρεση δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Με την αναίρεση δεν κρίνεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η επί της αγωγής δίκη έχει ήδη καταργηθεί ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, ή η παραίτηση από το δικαίωμα, ως διαδικαστικές πράξεις, δεν επιφέρουν την κατάργηση της δίκης, καθώς έχουν στερηθεί του αντικειμένου τους ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Οι διατάξεις του ΚΠολΔ περί εφαρμογής των άρ. 294 έως 298 ΚΠολΔ στα ένδικα μέσα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, έχουν την έννοια της εφαρμογής τους για τον τρόπο και τον χρόνο της άσκησης της παραίτησης από το ένδικο μέσο της αναίρεσης (δικογράφου και δικαιώματος), καθώς και τα αποτελέσματά τους ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 299 ΚΠολΔ άρ. 573 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 295 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 298 ΚΠολΔ.

Παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή

Απαράδεκτο παραίτησης στην αναιρετική δίκη από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή

Στην αναιρετική δίκη, η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή είναι απαράδεκτη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 296 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, ή από το δικόγραφο της αγωγής, προϋποθέτουν ότι η δίκη, της οποίας την κατάργηση επιφέρουν, είναι εκκρεμής και δεν έχει περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 295 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η άσκηση της αναίρεσης και η επ' αυτής δίκη δεν καθιστούν την αγωγή επίδικη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Με την αναίρεση δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Με την αναίρεση δεν κρίνεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η επί της αγωγής δίκη έχει ήδη καταργηθεί ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, ή η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, ως διαδικαστικές πράξεις, δεν επιφέρουν την κατάργηση της δίκης, καθώς έχουν στερηθεί του αντικειμένου τους ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Αν καταργηθεί η δίκη, και ο ενάγων αργότερα παραιτηθεί από το αγωγικό δικαίωμα, παρέχεται στον εναγόμενο ένσταση, από το ουσιαστικό δίκαιο, καταλυτική της άσκησης του δικαιώματος, αν Στην αναιρετική δίκη, η έρευνα της ένστασης από το ουσιαστικό δίκαιο περί την παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα δεν είναι παραδεκτή ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Στην αναιρετική δίκη, η έρευνα καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος ενστάσεων δεν είναι παραδεκτή ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Στην αναιρετική δίκη, η έρευνα των γεγονότων αυτών δεν είναι επιτρεπτή ούτε με τη δικαιολογία ότι μετά από τα γεγονότα αυτά εκλείπει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί διαφορετικά η αναιρετική δίκη θα μεταβάλλονταν σε τρίτου ουσιαστικού βαθμού δίκη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Η ουσιαστική ένσταση της παραίτησης από το δικαίωμα δεν καθιστά την αναίρεση απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με τη αγωγή έχει διαφορετικό χαρακτήρα από την αποδοχή της τελεσίδικης απόφασης από τον αναιρεσείοντα ή την παραίτησή του από το δικαίωμα προς άσκηση της αναίρεσης, οι οποίες έχουν ως βάση το δικονομικό δίκαιο, και, ως αρνητικές προϋποθέσεις σχετικά με το παραδεκτό της αναίρεσης, ερευνώνται κατά την αναιρετική δίκη ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2. Οι διατάξεις του ΚΠολΔ περί εφαρμογής των άρ. 294 έως 298 ΚΠολΔ στα ένδικα μέσα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, έχουν την έννοια της εφαρμογής τους για τον τρόπο και τον χρόνο της άσκησης της παραίτησης από το ένδικο μέσο της αναίρεσης (δικογράφου και δικαιώματος), καθώς και τα αποτελέσματά τους ΑΠ 126/2007 σκέψ. 2 άρ. 299 ΚΠολΔ άρ. 573 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 295 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ άρ. 297 ΚΠολΔ άρ. 298 ΚΠολΔ.