Αναγκαστική εκτέλεση

Αν δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος, δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση άρ. 904 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν υπάρχει εκτελεστός τίτλος, και από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση άρ. 916 ΚΠολΔ. Αν δεν εκδοθεί απόγραφο, δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση ΑΠ 205/2014 άρ. 918 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση στον καθ' ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, και δεν πληρωθεί η αίρεση ή δεν περάσει η προθεσμία, δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση άρ. 915 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση στον καθ' ου η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου κατ' άρ. 915 ΚΠολΔ για την πλήρωση της αίρεσης, το πέρας της προθεσμίας ή την επέλευση γεγονότος άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 915 ΚΠολΔ.

Εκτέλεση κατά το άρ. 945 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 945 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε πράξη η οποία μπορεί να γίνει και από τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του, ο δανειστής μπορεί να προβεί ο ίδιος στην ενέργεια της πράξης, με δαπάνες του οφειλέτη ΑΠ 1525/2010. Η ενέργεια αυτή εκ μέρους του δανειστή αποτελεί μορφή αναπληρωματικής εκτέλεσης ΑΠ 1525/2010. Ο καθ' ου η εκτέλεση έχει δυνατότητα να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης με ανακοπή κατά το άρ. 933 ΚΠολΔ, αν προτείνει συμμόρφωση με την απόφαση ΑΠ 1525/2010. Αν ο δανειστής εκτελέσει την απόφαση με δαπάνες του, μπορεί να στραφεί με ξεχωριστή αγωγή κατά του οφειλέτη και να αναζητήσει τις αναγκαίες δαπάνες που κατέβαλε ΑΠ 1525/2010. Η επιδικαζόμενη με αυτόν τον τρόπο δαπάνη αποτελεί αποζημίωση του δανειστή, και όχι ποινή του οφειλέτη ΑΠ 1525/2010.

Εκτέλεση κατά το άρ. 946 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 946 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε πράξη η οποία δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, και της οποίας η επιχείρηση εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο οφείλει να ορίσει χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση του οφειλέτη για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν ενεργήσει την πράξη. Αν το δικαστήριο δεν διατάξει χρηματική ποινή ή προσωπική κράτηση, η απόφαση γίνεται να διορθωθεί μετά από αίτηση διόρθωσής της άρ. 315 ΚΠολΔ 3/2013 Πολ.Πρ.Ρόδου. Η συζήτηση περί της διόρθωσης διεξάγεται με την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε για την κύρια αγωγή. Η διάταξη του άρ. 946 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται επί χρηματικής απαίτησης, όπου αντίθετα εφαρμόζεται το άρ. 951 ΚΠολΔ ΑΠ 1914/2011. Η εκτέλεση της απόφασης όσον αφορά την χρηματική ποινή ακολουθεί την διαδικασία των άρ. 951 επ. ΚΠολΔ, γιατί δεν υπάρχει στάδιο βεβαίωσης της παράβασης με νέα απόφαση ΑΠ 188/2014. Ειδική περίπτωση της εκτέλεσης κατ' άρ. 946 ΚΠολΔ προβλέπεται για τον εργοδότη που υποχρεώνεται να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ΑΠ 966/2009 άρ. 23 παρ. 2 ν. 1264/1982.

Εκτέλεση κατά το άρ. 947 ΚΠολΔ

Κατά το άρ. 947 ΚΠολΔ εκτελούνται αποφάσεις που υποχρεώνουν τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξης. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο οφείλει να ορίσει χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση του οφειλέτη για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης εκ μέρους του οφειλέτη άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 527/2013. Αν η απόφαση δεν περιέχει διάταξη περί χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, την σχετική υποχρέωση απαγγέλει με ξεχωριστή απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 527/2013. Το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο και για τη βεβαίωση της παράβασης και την καταδίκη του οφειλέτη στην χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η αγωγή περί βεβαίωσης της παράβασης και καταδίκης του οφειλέτη εκδικάζεται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν η παράλειψη διατάχθηκε με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η ανακοπή επί της επιταγής προς εκτέλεση συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 1552/2010 Εφ.Αθηνών. Η εκτέλεση της απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξης ξεκινά Αν η παράβαση έχει ενιαίο χρονικό χαρακτήρα, χωρίς διακοπές, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μία μόνο χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, ακόμη και αν απειλείται έμμεση εκτέλεση για κάθε μελλοντική παράβαση 1552/2010 Εφ.Αθηνών. Κατά το μέρος που η διάταξη του άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα ουσιαστικού δικαίου, καθώς με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία ΑΠ 134/2015. Για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το δικαστήριο με προηγούμενη απόφασή του για την περίπτωση παράβασης των διατάξεών της, απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση να παραβεί τις διατάξεις της προηγούμενης αυτής απόφασης ΑΠ 134/2015. Η με το άρ. 947 παρ. 1 ΚΠολΔ θεσπιζόμενη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων ΑΠ 134/2015. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του οι ποινές αθροιστικά, και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησής του ΑΠ 134/2015. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται η διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η εκ μέρους του καθ' ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή, και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση ΑΠ 134/2015. Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση λόγω της παράβασης είναι αγωγή καταψηφιστική ΑΠ 134/2015. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωση της παράβασης δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα για τη βεβαίωση της παράβασης, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης ΑΠ 134/2015. Στη δίκη του άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ, περί βεβαίωσης της παράβασης υποχρέωσης παράλειψης ή ανοχής πράξης, λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση ΑΠ 134/2015. Η κατ' άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ αγωγή εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ' άρ. 614 επ. ΚΠολΔ άρ. 947 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ. Η κατ' άρ. 947 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα ΑΠ 134/2015. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος προς επιβολή των νομίμων κυρώσεων που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της παράβασης ΑΠ 134/2015. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης απόφασης, και γι' αυτό πρέπει να προτείνεται και να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα ΑΠ 134/2015. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια στην επεύλεση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κράτησης ή της μίας εκ των δύο, κατά την από την αρχή της διάθεσης πηγάζουσα βούληση του ενάγοντα δανειστή, που εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα ΑΠ 134/2015.

Εκτέλεση κατά το άρ. 949 ΚΠολΔ

Με τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ειδικός τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Με τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρέωσής του προς επιχείρηση νομικής πράξης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η δήλωση βούλησης κατ' άρ. 949 ΚΠολΔ επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον οφειλέτη στη δήλωση βούλησης ΑΠ 695/2021 άρ. 949 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της άρ. 949 εδ. 2 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο καταδικάζει τον εναγόμενο σε δήλωση βούλησης, αν Άλλη έκφραση για το ότι ο εναγόμενος είναι οφειλέτης της αξίωσης είναι ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του οφειλέτη της αξίωσης ΑΠ 1656/2022. Η υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί στη δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα πρέπει Η υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί σε δήλωση βούλησής του προς τον ενάγοντα έχει, συνήθως, ως γενεσιουργό λόγο τη δικαιοπραξία, και κατευθύνεται προς επιχείρηση άλλης δικαιοπραξίας ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η απόφαση που δέχεται την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης Η δίκη που ανοίγεται με την αγωγή του άρ. 949 ΚΠολΔ είναι ενοχική ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Στη δίκη που ανοίγει με την αγωγή του άρ. 949 ΚΠολΔ επίδικη είναι η παροχή που οφείλεται από τον νόμο ή τη σύμβαση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται στην απαιτούμενη σύμπραξη για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Η ιστορική βάση της αγωγής του άρ. 949 ΚΠολΔ συντίθεται από τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου για την επιχείρηση της οφειλόμενης και ζητούμενης δήλωσης βούλησης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής του άρ. 949 ΚΠολΔ σωρεύονται και άλλα αιτήματα, όπως της παράδοσης του πράγματος στο οποίο αφορά η δήλωση βούλησης, απαιτείται η απόφαση να περιέχει διάταξη και γι' αυτά τα αιτήματα ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Το αίτημα προς παράδοση του πράγματος θα υποβληθεί για την περίπτωση που θα γίνει δεκτό το κύριο αίτημα για την καταδίκη του οφειλέτη της δήλωσης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Καταρτισμένη σύμβαση αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, Άλλη έκφραση για το προσύμφωνο ΑΠ 1656/2022 είναι η προσύμβαση ΑΠ 1656/2022. Με το προσύμφωνο δημιουργείται τέλεια ενοχή, δηλαδή γεννούνται υποχρεώσεις και από τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ. Οι υποχρεώσεις από το προσύμφωνο είναι αγώγιμες, και καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούται να εγείρει αγωγή με αίτημα την καταδίκη σε δήλωση βούλησης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ άρ. 949 ΚΠολΔ. Η σύναψη προσυμφώνου επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να αναλαμβάνουν την υποχρέωση για την κατάρτιση της σκοπούμενης από αυτά οριστικής σύμβασης, και περιέχει με δεσμευτικότητα τους όρους και τις προϋποθέσεις της κύριας σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ. Αν συνάφθηκε προσύμφωνο, με την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης παρέχεται η αξίωση στο ένα μέρος να επιδιώξει την αναγκαστική κατάρτιση της κύριας σύμβασης σε βάρος του έτερου μέρους, το οποίο αθετεί την από το προσύμφωνο υποχρέωσή του να συμπράξει προς τούτο ΑΠ 1169/2024 άρ. 166 ΑΚ άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν συνάφθηκε προσύμφωνο, και στον δικαιούχο από το προσύμφωνο έχει χορηγηθεί αμετάκλητη πληρεξουσιότητα από το έτερο μέρος να καταρτίσει με αυτοσύμβαση την οριστική σύμβαση, αφενός ατομικά και αφετέρου ως άμεσος αντιπρόσωπος του πληρεξουσιοδότη, και ο πληρεξουσιοδότης δυστροπεί να συμπράξει, ο δικαιούχος από το προσύμφωνο έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση αγωγής για καταδίκη του υποχρέου σε δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιτύχει την αναγκαστική σύναψη της οριστικής σύμβασης ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η οριστική σύμβαση δύναται να καταρτιστεί από μόνο το ένα μέρος, αν στο προσύμφωνο περιέχεται ρήτρα αυτοσύμβασης και παρέχεται πληρεξουσιότητα του ενός μέρους προς κατάρτιση της οριστικής σύμβασης από μόνο το έτερο μέρος, αφενός ατομικώς και αφετέρου υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου του ΑΠ 1169/2024 άρ. 949 ΚΠολΔ. Επί δικαιοπραξίας επί ακινήτου, η δικαιοπραξία πρέπει να προκύπτει από σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο (προσύμφωνο) ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά το άρ. 949 ΚΠολΔ ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Αν ο εναγόμενος καταδικάστηκε τελεσίδικα σε δήλωση βούλησης για μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου κατ' άρ. 949 ΚΠολΔ, για την ολοκλήρωση της σύμβασης και τη συντέλεση της μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου απαιτείται Και αυτό, γιατί, διαφορετικά, δεν επέρχεται το εκποιητικό αποτέλεσμα, και δεν τελειούται η εμπράγματη δικαιοπραξία, καθώς η τελεσιδικία της απόφασης αναπληρώνει πλασματικά μόνο την ελλείπουσα δήλωση βούλησης του εναγόμενου ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ άρ. 1192 περ. 4 ΑΚ άρ. 1198 ΑΚ. Αν δωρήθηκε ακίνητο, και αυτό μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, και ανακλήθηκε νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, και ο δωρεοδόχος αρνείται την επαναμεταβίβαση της δωρεάς, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας γίνεται Αν ασκείται αγωγή από το άρ. 949 ΚΠολΔ για καταδίκη κάποιου σε δήλωση βούλησης, από κληρονόμο ή κατά του κληρονόμου, απαιτείται Και αυτό, γιατί η μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής της κληρονομίας είναι αναγκαία κατ' άρ. 1193 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας της κληρονομίας από τον κληρονόμο ΑΠ 1187/2011 άρ. 1193 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, τα παραπάνω στοιχεία δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής ΑΠ 1187/2011. Η διάταξη του άρ. 949 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού δικαίου, κατά το μέρος της που ανάγει την εκβιαζόμενη δήλωση βούλησης σε περιεχόμενο παροχής ΑΠ 695/2021 άρ. 949 ΚΠολΔ. Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Με τη διάταξη του άρ. 361 ΑΚ καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό Κανόνες δημοσίας τάξεως, που δεν επιτρέπουν αντίθετες συμφωνίες, είναι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, οι διατάξεων των Δηλαδή, άμεση συνέπεια της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία έμμεσα καθιερώνεται με τη διάταξη του άρ. 361 ΑΚ, ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, η οποία αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος. Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει Στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν την εξουσία ακόμη και να καταργήσουν υφιστάμενη σύμβαση με μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία, καθορίζοντας και τους όρους της κατάργησης αυτής ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ. Το αν η ενέργεια της κατάργησης της σύμβασης επέρχεται από τη στιγμή της σύναψης της καταργούμενης σύμβασης, έχουσα αναδρομική ισχύ (ex tunc), ή η κατάργηση ισχύει για το μέλλον (ex nunc), είναι ζήτημα ερμηνείας της καταργητικής σύμβασης, κατά τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρ. 173 και 200 ΑΚ ΑΠ 951/2023 άρ. 361 ΑΚ άρ. 173 ΑΚ άρ. 200 ΑΚ. Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει, σε αυτόν που πρότεινε, η δήλωση αποδοχής της πρότασής του ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, αν τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της ΑΠ 951/2023 άρ. 195 ΑΚ. Αν τα μέρη θεωρούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιον όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, αν συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόντα και χωρίς τα μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτόν ΑΠ 951/2023 άρ. 196 ΑΚ. Η πρόταση προς κατάρτιση σύμβασης πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ άρ. 195 ΑΚ άρ. 196 ΑΚ άρ. 361 ΑΚ άρ. 185 ΑΚ άρ. 191 ΑΚ άρ. 193 ΑΚ. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης, χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση, και να περιέλθει σ' αυτόν που πρότεινε ΑΠ 951/2023 άρ. 192 ΑΚ άρ. 195 ΑΚ άρ. 196 ΑΚ άρ. 361 ΑΚ άρ. 185 ΑΚ άρ. 191 ΑΚ άρ. 193 ΑΚ. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί και στη σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση ΑΠ 951/2023. Η δήλωση βούλησης δύναται να είναι Ρητή (άμεση) δήλωση βούλησης είναι η δήλωση βούλησης που γίνεται με λέξεις ή νεύματα που εμφανίζουν και εκφράζουν κατευθείαν τη βούληση ΑΠ 951/2023. Η ρητή δήλωση βούλησης διακρίνεται σε Σιωπηρή (εμμεση) δήλωση βούλησης είναι η δήλωση βούλησης που συνάγεται από πράξεις, οι οποίες γίνονται για άλλο σκοπό, αλλά συμπερασματικά εμφαίνουν ορισμένη βούληση ΑΠ 951/2023. Στη σιωπηρή δήλωση βούλησης, η δικαιοπρακτική βούληση συνάγεται εκ των υστέρων στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνδυασμό με το σύνολο των ειδικών περιστατικών, και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ΑΠ 951/2023. Ο επικαλούμενος τη σύναψη συμφωνίας οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει Αντίστοιχες παραδοχές πρέπει να περιλαμβάνει και η δεχόμενη ή απορρίπτουσα τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας δικαστική απόφαση ΑΠ 951/2023. Και αυτό, ώστε να έχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες για το ζήτημα αυτό ΑΠ 951/2023.

Αναγκαστική εκτέλεση σε αντικαταστατά πράγματα

Ο προσδιορισμός της αξίας αντικαταστατών πραγμάτων στα οποία αφορά η εκτέλεση γίνεται με απόφαση του Ειρηνοδικείου, αν η παροχή των πραγμάτων επιδικάστηκε από αυτό, και από το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Η απόφαση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρ. 670 έως 676 ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές).

Εκτέλεση βάσει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Η εκτέλεση βάσει απόφασης εκτελεστικών μέτρων περί αποβολής ή διατάραξης της νομής πρέπει να ολοκληρωθεί εντός προθεσμίας ενός έτους από την αποβολή ή τη διατάραξη 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθήνας. Η άσκηση τακτικής αγωγής περί νομής διακόπτει την παραγραφή 2678/2011 Πολ.Πρ.Αθήνας.

Συντηρητική κατάσχεση

Συντηρητική κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί και με διαταγή πληρωμής 33296/2009 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης (ασφ. μέτρα). Συντηρητική κατάσχεση επιτρέπεται και κατά του Δημοσίου, και δεν απαιτείται η παρέλευση 60 ημερών 33296/2009 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης (ασφ. μέτρα).

Διαχρονικό δίκαιο

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των μέσων εκτέλεσης διέπεται, ως προς τη διαδικασία και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, από τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο ενέργειάς τους ΑΠ 1080/1979.