Αντισυνταγματικότητα

Ένσταση αντισυνταγματικότητας

Αρχή της αναλογικότητας και αντισυνταγματικότητα

Αν ο δικαστής κρίνει ότι ο νόμος δεν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, οφείλει να μην εφαρμόσει τον νόμο ως αντισυνταγματικό Ολομ. ΑΠ 27/2008 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται από την κρατική παρέμβαση, αν Η κρατική παρέμβαση δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, αν το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο Ολομ. ΑΠ 27/2008 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η κρατική παρέμβαση είναι αναλογική εν στενή εννοία, αν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται Ολομ. ΑΠ 27/2008 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Κατά μια άποψη, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας για θεσπιζόμενη ρύθμιση περιορίζεται στην κρίση του αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο μέτρο για την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με αυτή ΣτΕ 2457/2018 σκέψ. 14 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας, χωρίς αμφιβολία, απευθύνεται και στον δικαστή όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων για τις έννομες συνέπειες που απαγγέλονται απ' αυτόν Πλ.Ολομ. ΑΠ 9/2015 άρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 25 Συντάγματος. Κατ' άλλη άποψη, η αρχή της αναλογικότητας δεν απευθύνεται στον δικαστή, και η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τον καθορισμό της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν ελέγχεται αναιρετικά για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά ελέγχεται αναιρετικά αν διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας Πλ.Ολομ. ΑΠ 9/2015 (μειοψ.) άρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 25 Συντάγματος. Αν το δικαστήριο της ουσίας παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας, ή υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, τα παραπάνω ελέγχονται αναιρετικά ως πλημμέλειες του άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και άρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ Πλ.Ολομ. ΑΠ 9/2015 άρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 25 Συντάγματος άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες πρέπει να είναι Και αυτό, γιατί η αρχή της αναλογικότητας προβλέπεται από το άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος, και αποτελεί κανόνα δικαίου συνταγματικής βαθμίδας Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική νομική αρχή, και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος κατ' άρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος και άρ. 25 Συντάγματος Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας καθιερώνεται ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης, κλπ.) Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας εκφράζεται και από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρ. 1 πρώτ.προσθ.πρωτόκ.ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 1 πρώτ.πρόσθετ.πρωτόκ.ΕΣΔΑ άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας απορρέει από την αρχή της ισότητας, την αρχή του κράτους δικαίου, και την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, όπως και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, καθώς η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης, και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η θεσπιζόμενη από την αρχή της αναλογικότητας προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει ρητά κατ' άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, υποχρεούνται να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Ο δικαστής οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας που άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων, να προστρέχει στο κρίσιμο για όλη την έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Και αυτό, ως γενική νομική αρχή Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Δηλαδή, η κρίση του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, κατά την οποία κατάχρηση δικαιώματος το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 25 παρ. 3 Συντάγματος. Αν υπάρχει υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς τον σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, και η άσκησή του είναι απαγορευμένη Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η αρχή της αναλογικότητας, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, η οποία αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσης δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Η μη υπέρβαση από το δικαστήριο των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος. Κατ' άλλη άποψη, αν το δικαστήριο υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αυτό συνιστά μερικότερη περίπτωση παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας Πλ.Ομολ. ΑΠ 9/2015 (μειοψ.) ΑΠ 2099/2017 άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος.

Αρχή της ισότητας και αντισυνταγματικότητα

Αν γίνει από τον νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική αυτή μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική ΑΠ 106/2008 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση ΑΠ 106/2008 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος. Και αυτό, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της αρχής της ισότητας ΑΠ 106/2008 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος. Το Σύνταγμα θεσπίζει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, κοινωνικού ή δημόσιου, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια ΑΠ 673/2020 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος. Στην, από το άρ. 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, που προστατεύονται από το άρ. 17 του Συντάγματος, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα, και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, αν, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά ΑΠ 673/2020 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 17 Συντάγματος άρ. 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ. Οι παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη κάθε Κράτους από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους ή τον νόμο, έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν, αδιακρίτως, τους πολίτες με την παροχή των υπηρεσιών τους και στων οποίων την περιουσία και την οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες, με την καταβολή φόρων ΑΠ 673/2020 άρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 17 Συντάγματος άρ. 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ.

Απόφαση του ΑΕΔ και αντισυνταγματικότητα

Η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία έχει αρθεί αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου, δεσμεύει για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου το οποίο έλυσε και τα δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της Ελληνικής Επικράτειας, ακόμη και για τις εκκρεμείς ενώπιον Εφετείου ή του Αρείου Πάγου υποθέσεις ΑΠ 9/2014 άρ. 51 παρ. 1 ν. 345/1976 άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976. Η απόφαση του ΑΕΔ ισχύει έναντι όλων από τη δημοσίευσή της στο ακροατήριο, εκτός αν με ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 9/2014 άρ. 21 ν. 345/1976. Αν η απόφαση του ΑΕΔ αίρει αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή έννοια τυπικού νόμου, η απόφαση ισχύει έναντι όλων από τη δημοσίευσή της σε δημόσια συνεδρίαση ΑΠ 9/2014 άρ. 51 παρ. 1 ν. 345/1976, εκτός αν το δικαστήριο κηρύξει το ανίσχυρο της διάταξης που κρίθηκε αντισυνταγματική και για χρόνο πριν τη δημοσίευση της απόφασης, με αιτιολογημένη σκέψη της απόφασης άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976. Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό αναδρομικά, αποτελεί λόγο αναψηλάφησης κάθε απόφασης, έστω και αμετάκλητης, που εκδόθηκε εντός του χρόνου της αναδρομής ΑΠ 1595/2002, η οποία αναδρομή κηρύχθηκε με την αιτιολογημένη σκέψη της απόφασης άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976. Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό, η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με νομοθετική μεταβολή ΑΠ 9/2014. Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό, η απόφαση αυτή επάγεται κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας ΑΠ 9/2014. Οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι αμετάκλητες ΑΠ 9/2014. Κατά των αποφάσεων του ΑΕΔ αποκλείεται η άσκηση τριτανακοπής ΑΠ 9/2014.