Αν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου είναι τελεσίδικη, αποτελεί δεδικασμένο ΑΠ 560/2016 ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 321 ΚΠολΔ.
Αν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου
είναι οριστική, και
δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας, και
δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση,
η απόφαση είναι τελεσίδικη ΑΠ 560/2016 άρ. 321 ΚΠολΔ.
Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δημιουργούν δεδικασμένο ΑΠ 560/2016.
Και αυτό, ακόμη και αν είναι εσφαλμένες ΑΠ 560/2016 κατά το νομικό ή πραγματικό μέρος τους ΑΠ 1752/2008.
Με τον όρο "τελεσίδικη απόφαση" εννοείται η επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία ΑΠ 148/2017.
Η οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, μεταξύ άλλων, αν
παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων ΑΠ 148/2017, ή
έλαβε χώρα παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης τακτικών ενδίκων μέσων ΑΠ 148/2017, ή
έλαβε χώρα αποδοχή της απόφασης ΑΠ 148/2017, ή
έλαβε χώρα αποδοχή της αγωγής ΑΠ 148/2017.
Αν πρόκειται για απλή ομοδικία, η εκδοθείσα οριστική απόφαση γίνεται αυτοτελώς τελεσίδικη για κάθε έναν από τους ομόδικους ΑΠ 1554/2014 σκέψ. II άρ. 74 ΚΠολΔ άρ. 75 ΚΠολΔ άρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 76 παρ. 4 ΚΠολΔ.
Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου ΑΠ 186/2023.
Αν η διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, η απαίτηση που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε με αγωγή ή με ένσταση ΑΠ 186/2023.
Και αυτό, καθώς από τότε η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου, κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ, και προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ΑΠ 186/2023 άρ. 633 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ.
Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παράγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και αρνητική λειτουργία του ΑΠ 186/2023.
Και αυτό, γιατί το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπειά τους, την οποία προσδίδει διάταξη νόμου ΑΠ 186/2023.
Η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου, αν
δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, και η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον οφειλέτη δεύτερη φορά κατ' άρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή εναντίον της εντός της προθεσμίας του άρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 1538/2007 άρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή
ασκήθηκε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, και απορρίφθηκε τελεσίδικα ΑΠ 186/2023.
Αν υπάρχει τελεσίδικη δικαιοδοτική κρίση περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, η τελεσίδικη απόφαση παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ' άρ. 331 ΚΠολΔ, και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, προς την οποία και εξομοιώνεται πλήρως ΑΠ 186/2023.
Συνέπειες δεδικασμένου
Αν το δικαίωμα έχει κριθεί με τελεσίδικη απόφαση, και το δικαίωμα αυτό ανακύψει εξ αφορμής άλλης δίκης είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαστήριο οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια (θετική ενέργεια του δεδικασμένου) ΑΠ 560/2016.
Αν το δικαίωμα καλύπτεται από το δεδικασμένο, είτε κρίθηκε ότι υπάρχει είτε ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ΑΠ 1184/2015 σκέψ. 3, και ασκηθεί νέα αγωγή για το δικαίωμα αυτό, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (αρνητική ενέργεια του δεδικασμένου) ΑΠ 560/2016.
Το δεδικασμένο, δηλαδή, έχει θετική ενέργεια και αρνητική ενέργεια ΑΠ 560/2016.
Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης ΑΠ 560/2016 άρ. 332 ΚΠολΔ.
Το δεδικασμένο εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι ΑΠ 560/2016 άρ. 321 ΚΠολΔ.
Το δεδικασμένο δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί ΑΠ 560/2016 άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 332 ΚΠολΔ.
Το δεδικασμένο διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Το δεδικασμένο πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από τον σκοπό της πολιτικής δίκης ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Το δεδικασμένο αποτυπώνει το τέλος της ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού οργανισμού, ο οποίος έχει τεθεί σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στον χώρο του ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Η ταυτότητα των προσώπων, ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου, είναι επακόλουθο του συζητητικού συστήματος που ισχύει στην πολιτική δίκη ΑΠ 186/2023 άρ. 106 ΚΠολΔ.
Το δεδικασμένο από την απόφαση δεσμεύει
τους διαδίκους, ανεξάρτητα από την τυχόν μεταβολή της διαδικαστικής θέσης του καθενός, όπως όταν από ενάγων γίνεται εναγόμενος, ΑΠ 560/2016 άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 332 ΚΠολΔ, και
τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρ. 325 έως 329 ΚΠολΔ ΑΠ 560/2016 άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 325 ΚΠολΔ άρ. 326 ΚΠολΔ άρ. 327 ΚΠολΔ άρ. 328 ΚΠολΔ άρ. 329 ΚΠολΔ.
Η δέσμευση των προσώπων από το δεδικασμένο ισχύει μόνο αν αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας, και όχι ομοδικίας ΑΠ 186/2023.
Το δεδικασμένο από την απόφαση υπάρχει, αν
πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 324 ΚΠολΔ, και
πρόκειται για την ίδια ιστορική αιτία ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 324 ΚΠολΔ, και
πρόκειται για την ίδια νομική αιτία ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 324 ΚΠολΔ, και
πρόκειται για το ίδιο δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 324 ΚΠολΔ.
Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση, και συγκεκριμένα:
την ιστορική αιτία, η οποία αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης ΑΠ 560/2016 άρ. 322 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 330 ΚΠολΔ άρ. 331 ΚΠολΔ, και
τη νομική αιτία, δηλαδή τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε ΑΠ 186/2023 άρ. 322 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 330 ΚΠολΔ άρ. 331 ΚΠολΔ, και
το δικαίωμα που κρίθηκε ΑΠ 560/2016 άρ. 322 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 330 ΚΠολΔ, και
τα παρεμπίπτοντα ζητήματα που κρίθηκαν, αν αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, και το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να αποφασίσει γι' αυτά ΑΠ 186/2023 άρ. 331 ΚΠολΔ.
Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, αν νομικό γεγονός που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, ανακύπτει σε μεταγενέστερη δίκη ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης ΑΠ 186/2023.
Δηλαδή, απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων για να στηρίξει τη νέα του αγωγή ΑΠ 186/2023.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, αν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που είναι εφαρμοστέα και στην νέα δίκη ΑΠ 186/2023.
Ως δικαίωμα που κρίθηκε νοείται η έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε ΑΠ 186/2023.
Ως έννομη σχέση, κατά την έννοια των διατάξεων περί δεδικασμένου των άρ. 321 έως 334 ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα, και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβησαν τις έννομες αυτές συνέπειες ΑΠ 1184/2015 σκέψ. 3.
Δεδικασμένο παράγεται από την τελεσίδικη απόφαση, ακόμη και αν το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη ΑΠ 57/2020 άρ. 321 ΚΠολΔ άρ. 324 άρ. 331 ΚΠολΔ.
Ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι, κατ' αρχήν, το διατακτικό της απόφασης, και όχι οι αιτιολογίες ΑΠ 57/2020 άρ. 534 ΚΠολΔ.
Δεδικασμένο δημιουργείται και από τις αιτιολογίες της τελεσίδικης απόφασης, αν οι αιτιολογίες αυτές αποτελούν στοιχεία του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη, και έτσι ανήκουν στο διαγνωστικό μέρος της απόφασης, στο οποίο υπάρχει η κρίση του δικαστηρίου, καταφατική ή αποφατική, για το δικαίωμα, έχοντας έτσι τα προσόντα διατακτικού ΑΠ 57/2020.
Αν η απόφαση του Εφετείου αντικατέστησε τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, για τα όρια του δεδικασμένου λαμβάνονται υπόψη οι αιτιολογίες όπως αντικαταστάθηκαν, ρητά ή σιωπηρά, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 57/2020.
Αν το Εφετείο κρίνει ότι οι αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης ήταν εσφαλμένες, αλλά το διατακτικό της ορθό, και αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της απόφασης κατ' άρ. 534 ΚΠολΔ, και συνεπώς απορρίψει την έφεση, το Εφετείο δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει ποιες αιτιολογίες του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένες και τις αντικατέστησε, και ποιες ήταν ορθές ΑΠ 57/2020 άρ. 534 ΚΠολΔ.
Αν η απόφαση του Εφετείου αντικατέστησε τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, οι αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης παύουν να ισχύουν, και δεν δημιουργείται δεδικασμένο από την πρωτόδικη απόφαση ΑΠ 57/2020 άρ. 534 ΚΠολΔ.
Αν η απόφαση του Εφετείου δεν αντικατέστησε τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, γιατί διαφορετικά το Εφετείο θα καθιστούσε χειρότερη τη θέση του εκκαλούντα και θα οδηγούσε σε δυσμενέστερο γι' αυτόν δεδικασμένο, οι αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης εξακολουθούν να ισχύουν, και συνεπώς δημιουργείται δεδικασμένο από την, ακόμη και εσφαλμένη, πρωτόδικη απόφαση ΑΠ 57/2020 άρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Αν η απόφαση του Εφετείου δεν αντικατέστησε τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, και η απόφαση του Εφετείου περιλαμβάνει κρίση ότι κάποια περιστατικά αποδείχθηκαν, και τα περιστατικά αυτά, ως πλεοναστικά, δεν στηρίζουν το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, η απόφαση του Εφετείου δεν συνιστά δεδικασμένο ως προς αυτά ΑΠ 57/2020.
Κρίθηκε ότι, μετά την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αόριστης αγωγής αποζημίωσης χρήσης μισθίου για το διάστημα μετά από την καταγγελία της μίσθωσης, λόγω μη αναφοράς των περιστατικών που στήριζαν την επικαλούμενη καταγγελία της μίσθωσης λόγω ανοικοδόμησης, το Εφετείο, το οποίο χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε με την απόφασή του
ότι η ένδικη μίσθωση λύθηκε σε χρονικό σημείο μετά από την καταγγελία της μίσθωσης, και
ότι η μισθώτρια παρέμεινε στο επίδικο μίσθιο μέχρι το χρονικό σημείο αυτό, οπότε αποχώρησε,
περιέλαβε στην απόφασή του κρίσεις για το ότι αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά αυτά, τα οποία όμως δεν στήριζαν το διατακτικό της απόφασης του Εφετείου, και ήταν πλεοναστικά, διαλαμβάνονταν εκ περισσού, και δεν δημιουργούνταν ως προς αυτά δεδικασμένο ΑΠ 57/2020 ΑΠ 57/2020.
Και αυτό, γιατί με τέτοια απόφαση δεν τέμνεται η διαφορά ΑΠ 57/2020.
Αν η αγωγή απορριφθεί ως προώρως ασκηθείσα, η απόρριψη αυτή δεν αποτελεί απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους ΑΠ 57/2020.
Απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική η ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης, αλλά για δικονομικούς λόγους, δηλαδή για λόγους που συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής ΑΠ 57/2020.
Αν η αγωγή απορριφθεί ως αόριστη, η απόρριψη αυτή αποτελεί απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους ΑΠ 57/2020.
Αν η απόφαση απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας της, και τελεσιδίκησε, η απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής ΑΠ 57/2020.
Αν η απόφαση απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας της, και τελεσιδίκησε, το δεδικασμένο από την απόφαση δεσμεύει το δικαστήριο που καλείται να εξετάσει εκ νέου την αγωγή, μόνο αν αυτή έχει την ίδια δικονομική έλλειψη για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως ΑΠ 57/2020.
Αν η αγωγή απορρίφθηκε με τελεσίδικη απόφαση, και με νέα αγωγή φέρεται προς κρίση αίτημα βάσει ορισμένης ιστορικής αιτίας, για να εξεταστεί το αν υφίσταται δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση που απέρριψε την αγωγή, το οποίο να κωλύει την έρευνα του αιτήματος της νέας αγωγής, θα ληφθεί υπόψη
η αιτιολογία της τελεσίδικης απόφασης όσον αφορά την ιστορική αιτία την οποία έκρινε ΑΠ 57/2020, και
ο λόγος της απόρριψης της αγωγής ΑΠ 57/2020.
Το δεδικασμένο εκτείνεται
στο ουσιαστικό ζήτημα περί την έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, ή ένστασης συμψηφισμού ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Ως κριθέν δικονομικό ζήτημα νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται
στους διαδίκους (πχ. ικανότητα να είναι διάδικος ή να παρίσταται στο δικαστήριο) ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ, ή
στο δικαστήριο (πχ. αρμοδιότητα) ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ, ή
στο αντικείμενο της δίκης (πχ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο) ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ, ή
στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (πχ. ορισμένο της αγωγής) ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης, και όχι από το περιεχόμενο της κριθείσας αγωγής ΑΠ 186/2023.
Και αυτό, ακόμη και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της αγωγής, ή το υπερέβει, ή απομακρύνθηκε από αυτό ΑΠ 186/2023.
Η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα, απλώς και μόνο επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν, αποκλείεται ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως από την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο με τις προϋποθέσεις του άρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή αν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4 άρ. 331 ΚΠολΔ.
Αν το δικαστήριο είναι καθ' ύλην αρμόδιο να κρίνει για αναγκαίο παρεμπίπτον ζήτημα, και στερείται δικαιοδοσίας να κρίνει το ζήτημα αυτό κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία δικάζει, το παρεμπίπτον ζήτημα που κρίθηκε δεν καλύπτεται με δεδικασμένο σε άλλη δίκη όπου το ζήτημα αυτό εμφανίζεται ως κύριο ή παρεμπίπτον ζήτημα ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Τέτοιο παρεμπίπτον ζήτημα είναι το ζήτημα της κυριότητας στο απαλλοτριωμένο ακίνητο στη δίκη για αναγνώριση δικαιούχων αποζημίωσης κατά την ειδική διαδικασία της αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης οφειλόμενης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου κατ' άρ. 26 ν. 2882/2001 (Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων), στην οποία διαδικασία η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Αν η αγωγή κατατέθηκε μέχρι και 31-12-2015, και η απόφαση έκρινε την ύπαρξη ή ανυπαρξία αξίωσης προς παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου, η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο ως προς το ζήτημα αυτό, και όχι ως προς ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β άρ. 651 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015.
Και αυτό, ακόμη και αν το δικαστήριο θα ήταν καθ' ύλην αρμόδιο ως προς τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, αν το δικαστήριο έκρινε αυτοτελώς επ' αυτών ΑΠ 28/2010 σκέψ. Β.
Το ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή την τελεσιδικία της απόφασης) εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Αν η αγωγή απορριφθεί για τυπικό λόγο, όπως νομική ή ποιοτική αοριστία, και η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη, η απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο για το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής ΑΠ 1802/2008.
Αν η απόφαση απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, η απόφαση δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος του οποίου έγινε επίκληση ΑΠ 190/2008.
Αν η απόφαση απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, το ουσιαστικό δικαίωμα του οποίου έγινε επίκληση εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής ΑΠ 190/2008.
Και αυτό, γιατί η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής ΑΠ 190/2008.
Αν η απόφαση απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, και ασκηθεί νέα αγωγή όμοια με την προηγούμενη, δηλαδή αγωγή που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, και το δικαστήριο λάβει γνώση της απόρριψης της παλιάς αγωγής κατ' άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου περί την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθώς ή εσφαλμένως ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Αν η απόφαση απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, και ασκηθεί νέα αγωγή που συμπληρώνει την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης που επέφερε το απαράδεκτο της πρώτης αγωγής, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο, και η νέα αγωγή δεν είναι απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 190/2008.
Αν η απόφαση απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης του ενάγοντα, και ασκηθεί νέα αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική βάση και με διαφορετικό αίτημα που συμπληρώνει την έλλειψη νομιμοποίησης, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απορριπτικής απόφασης για την πρώτη αγωγή ΑΠ 190/2008 άρ. 322 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Αν η ένσταση προτάθηκε, το δεδικασμένο εκτείνεται και στην ένσταση αυτή άρ. 320 εδ. 1 ΚΠολΔ.
Αν η ένσταση μπορούσε να προταθεί, και δεν προτάθηκε, το δεδικασμένο εκτείνεται και στην ένσταση αυτή άρ. 320 εδ. 1 ΚΠολΔ.
Αν η ένσταση δεν προτάθηκε, και στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή, το δεδικασμένο δεν εκτείνεται στην ένσταση αυτή άρ. 320 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Ο παρεμπίπτων έλεγχος διοικητικής πράξης από τα πολιτικά δικαστήρια έχει την έννοια ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τη διοικητική πράξη που θεωρούν άκυρη κλπ., ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση ΑΠ 246/2019.
Το συζητητικό σύστημα ισχύει στην πολιτική δίκη κατ' άρ. 106 ΚΠολΔ ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.
Ένσταση δεδικασμένου
Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης ΑΠ 560/2016 άρ. 332 ΚΠολΔ.
Εκούσια δικαιοδοσία και δεδικασμένο
Στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου ΑΠ 353/2012.
Στην εκούσια δικαιοδοσία αντικείμενο της δίκης δεν είναι, ούτε επιτρέπεται να είναι, η δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά σκοπός της είναι η λήψη ρυθμιστικών μέτρων (πχ. η διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων) ΑΠ 560/2016.
Η εκούσια δικαιοδοσία συνίσταται στη διάπλαση ορισμένης έννομης σχέσης, και στη σιωπηρή αυθεντική διάγνωση της διάπλασης αυτής, χωρίς να προηγηθεί αυθεντική αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματος, όχι δηλαδή η δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος ΑΠ 560/2016.
Ακόμη και αν η εξέταση ιδιωτικού δικαιώματος αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για τη λήψη του ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου εκούσιας δικαιοδοσίας, η παρεμπίπτουσα εξέταση του προδικαστικού αυτού ζητήματος από το δικαστήριο δεν εξοπλίζεται με δεδικασμένο ΑΠ 560/2016.
Οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο, ούτε ως προς το κύριο ούτε ως προς το προδικαστικό ζήτημα, και δεν έχουν εφαρμογή στην εκούσια δικαιοδοσία τα άρ. 322 ΚΠολΔ, άρ. 324 ΚΠολΔ, και άρ. 331 ΚΠολΔ ΑΠ 560/2016 άρ. 322 ΚΠολΔ άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 331 ΚΠολΔ.
Και αυτό, γιατί στην εκούσια δικαιοδοσία δεν κρίνονται δικαιώματα, η διάγνωση των οποίων αποτελεί υπόθεση της δημιουργίας δεδικασμένου ΑΠ 560/2016.
Οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρ. 321 ΚΠολΔ, και δεν τυγχάνει εφαρμογής η ρύθμιση του άρ. 586 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 446/2016.
Μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι οι ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 560/2016.
Αν πρόκειται για γνήσια ιδιωτική διαφορά, την οποία ο νόμος παραπέμπει στην ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η απόφαση που εκδίδεται γι' αυτή γίνεται δεκτό ότι αναπτύσσει δεδικασμένο που δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρ. 778 ΚΠολΔ ΑΠ 560/2016 άρ. 778 ΚΠολΔ.
Και αυτό, γιατί αλλιώς η παρεχόμενη σε τέτοια διαφορά προστασία θα ήταν ασυμβίβαστη με τη φύση της, φαλκιδευμένη και αναιμική, με συνέπεια την αντίθεση της προστασίας αυτής στο άρ. 20 Συντάγματος και άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ ΑΠ 560/2016 άρ. 778 ΚΠολΔ άρ. 20 Συντάγματος άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Ποινική απόφαση και δεδικασμένο
Αν το πολιτικό δικαστήριο αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, το πολιτικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020.
Και αυτό, λόγω της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020.
Αν ο διάδικος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, και υποχρεωθεί από το πολιτικό δικαστήριο σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα για το οποίο αθωώθηκε, δεν παραβιάζεται το κατ' άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020 άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ.
Τέτοια αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, δηλαδή κάθε περίπτωση "μη διαπιστωμένης ενοχής", Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, όπως:
η απόφαση που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος (πχ. λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης) Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, και
η απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο "λόγω αμφιβολιών" Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, και
η απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, και
η απόφαση που παύει την ποινική δίωξη με οποιονδήποτε τρόπο (ακόμη και εξ αιτίας θανάτου) Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, και
η απόφαση που ανακαλεί την εις βάρος του κατηγορουμένου έγκληση Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020, και
το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου με περιεχόμενο αντίστοιχο των παραπάνω Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020.
Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν με την αθωωτική ποινική απόφαση, κωλύεται να καταλήξει - μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα - σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, ούτε ότι υποχρεούται να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020.
Το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτίμησης των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως η υποχρέωση συνεκτίμησης δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση Πλ.Ολομ. ΑΠ 4/2020.
Αντιφατικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων και δεδικασμένο
Αν εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες παράγουν δεδικασμένο, αφορούν την ίδια έννομη σχέση και τους ίδιους διαδίκους και αντιφάσκουν μεταξύ τους, οι αποφάσεις αυτές δεν καθίστανται ανενεργείς αυτοδικαίως ΑΠ 560/2016 άρ. 321 ΚΠολΔ άρ. 322 ΚΠολΔ άρ. 324 ΚΠολΔ άρ. 544 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 544 παρ. 8 ΚΠολΔ.
Στην περίπτωση αυτή, ισχύει κατ' αρχήν το δεδικασμένο που προέρχεται από τη νεότερη απόφαση, με βάση την ημερομηνία έκδοσης, αν αυτή δεν υπόκειται πλέον σε αναίρεση ή αναψηλάφηση, ενόψει και των διατάξεων που ορίζουν αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση αναψηλάφησης προς εξαφάνιση της δεύτερης απόφασης ΑΠ 560/2016 άρ. 544 αριθ. 1 ΚΠολΔ άρ. 545 παρ. 3 περ. α ΚΠολΔ άρ. 549 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Από την ανωτέρω αρχή, κατά την οποία υπερισχύει το δεδικασμένο που πηγάζει από την νεότερη απόφαση, δικαιολογείται παρέκκλιση, αν από τη διαμόρφωση της διαδικασίας, η προγενέστερη απόφαση παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθότητας, οπότε αυτή πρέπει να υπερισχύει ΑΠ 560/2016.
Υπερισχύουσα εγγύηση ορθής κρίσης γίνεται δεκτό ότι υπάρχει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,
αν η αρχική τελεσίδικη απόφαση εκδόθηκε από το Εφετείο, ενώ η αντίθετη νεότερη από το Μονομελές Πρωτοδικείο ή το Πολυμελές Πρωτοδικείο ΑΠ 560/2016, ή
αν το κρίσιμο ουσιαστικό ζήτημα εξετάστηκε στη νεότερη απόφαση ως παρεμπίπτον, ενώ στην παλαιότερη ως κύριο ΑΠ 560/2016, ή
αν η απόφαση εκδόθηκε κατά διαδικασία που παρέχει τα εχέγγυα μείζονος ορθότητας ΑΠ 560/2016.
Η τακτική διαδικασία και η ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επί γνήσιας ιδιωτικής διαφοράς είναι ισάξιες όσον αφορά τα εχέγγυα ορθότητας των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' αυτές ΑΠ 560/2016.
Απόφαση του ΑΕΔ και δεδικασμένο
Η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία έχει αρθεί αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου, δεσμεύει για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου το οποίο έλυσε και τα δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της Ελληνικής Επικράτειας, ακόμη και για τις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου υποθέσεις ΑΠ 9/2014 άρ. 51 παρ. 1 ν. 345/1976 άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976.
Η απόφαση του ΑΕΔ ισχύει έναντι όλων από τη δημοσίευσή της στο ακροατήριο, εκτός αν με ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 9/2014 άρ. 21 ν. 345/1976.
Αν η απόφαση του ΑΕΔ αίρει αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή έννοια τυπικού νόμου, η απόφαση ισχύει έναντι όλων από τη δημοσίευσή της σε δημόσια συνεδρίαση ΑΠ 9/2014 άρ. 51 παρ. 1 ν. 345/1976, εκτός αν το δικαστήριο κηρύξει το ανίσχυρο της διάταξης που κρίθηκε αντισυνταγματική και για χρόνο πριν τη δημοσίευση της απόφασης, με αιτιολογημένη σκέψη της απόφασης άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976.
Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό, αποτελεί λόγο αναψηλάφησης κάθε απόφασης, έστω και αμετάκλητης, που εκδόθηκε εντός του χρόνου της αναδρομής ΑΠ 9/2014, η οποία κηρύχθηκε με την αιτιολογημένη σκέψη της απόφασης άρ. 51 παρ. 4 ν. 345/1976.
Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό, η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με νομοθετική μεταβολή ΑΠ 9/2014.
Αν η απόφαση του ΑΕΔ κηρύσσει νόμο ως αντισυνταγματικό, η απόφαση αυτή επάγεται κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας ΑΠ 9/2014.
Οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι αμετάκλητες ΑΠ 9/2014.
Κατά των αποφάσεων του ΑΕΔ αποκλείεται η άσκηση τριτανακοπής ΑΠ 9/2014.
Διαχρονικό δίκαιο
Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, τα αποτελέσματα των δικαστικών αποφάσεων κρίνονται σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων ΑΠ 1316/1987.
Το δεδικασμένο αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης ΑΠ 256/2011 σκέψ. 4.