Δικαστικό ένσημο

Ενημέρωση για δικαστικό ένσημο όπως ορίζεταιονταν

Ποσό Αιτιολογία Κωδικός Αριθμός Εσόδου
Στη ΔΟΥ8‰ × Αιτούμενο κεφάλαιο*δικαστικό ένσημο2375
20%30% × δικαστικού ενσήμουεισφορά ΤΑΧΔΙΚ82639
10% × δικαστικού ενσήμουεισφορά ΕΤΑΑ/ΤΑΝ82623
5% × δικαστικού ενσήμουεισφορά ΕΟΠΥΥ δικηγόρων ασφαλισμένων στο ΤΠΔΑ: 82628 ΤΥΔΕ: 83937
2% × δικαστικού ενσήμουχαρτόσημο1229
0,4% × δικαστικού ενσήμου
(= 20% × χαρτοσήμου)
εισφορά ΟΓΑ επί χαρτοσήμου1228
άρ. 2 παρ. 1 ν. ΓϠΟΗ/1912 άρ. πρώτο παρ. ΙΓ.1 περ. 6 ν. 4093/2012 άρ. τρίτο ν. 4093/2012 άρ. 40 παρ. 16 ν. 4111/2013 άρ. 49 παρ. 3 ν. 4111/2013 άρ. 10 παρ. 1 περ. η ν. 1017/1971 άρ. 39 παρ. 14 ν. 4387/2016 άρ. 2 παρ. 6 περ. α ν. 4393/2016 άρ. 2 παρ. 6 περ. β ν. 4393/2016 άρ. 13 ν. 4393/2016(ΦΕΚ Α 106/06-06-2016) άρ. 150 παρ. 1 ν. 3655/2008 γνωμ.ΕΤΑΑ 150001/2016 άρ. 42 παρ. 1 ν. 4446/2016 άρ. 45 ν. 4446/2016 άρ. 11 παρ. 1 περ. Γ ν. 4169/1961 (ΦΕΚ Α 81/18-05-1961) άρ. 6 παρ. 1 νδ. 4435/1964 (ΦΕΚ Α 217/1964) άρ. 6 παρ. 5 νδ. 4435/1964 άρ. 6 παρ. 3 νδ. 4435/1964 βδ. 783/1964 (ΦΕΚ Β 257/1964) άρ. 26 ν. 12/1975(ΦΕΚ Α 34/1975) άρ. 2 παρ. 9 ν. 231/1975 (ΦΕΚ Α 277/1975) υα.Φ35/οικ.2705/1981 (ΦΕΚ Β 514/1981) άρ. 9 εδ. 2 ΚΠολΔ *Στις εργατικές διαφορές, το δικαστικό ένσημο ανέρχεται σε 4‰ επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου το οποίο υποβάλλεται σε οποιοδήποτε Δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις άρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 34 ν. 4446/2016 άρ. 45 ν. 4446/2016. Στις εργατικές διαφορές, ο ενάγων δεν οφείλει δικαστικό ένσημο για τις πρώτες 20.000 € του αιτήματος της αγωγής άρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 14 παρ. 1 ΚΠολΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΕισΝΚΠολΔ; Οι αναγνωριστικές αγωγές που κατατίθενται από 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές που κατατίθενται από 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές που κατατίθενται από 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μέχρι την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μέχρι την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μέχρι την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μετά την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μετά την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μετά την 30-11-2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01-01-2020, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 30-11-2019, και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 7 παρ. 3 ν. 1544/1942 άρ. 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α 190/30-11-2019). Οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 22-12-2016 άρ. 33 παρ. 2 ν. 4446/2016, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 33 παρ. 1 ν. 4446/2016. Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μέχρι και 21-12-2016 άρ. 33 παρ. 2 ν. 4446/2016, και οι οποίες μετατρέπονται σε αναγνωριστικές από 22-12-2016 και μετά άρ. 33 παρ. 2 ν. 4446/2016, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο άρ. 33 παρ. 1 ν. 4446/2016. Το δικαστικό ένσημο αποτελεί φορολογία του αντικειμένου της δίκης, και όχι τέλος σύνταξης του δικογράφου ΑΠ 624/1972. Το δικαστικό ένσημο θεωρείται ότι δεν αναλώνεται αν η αγωγή απορριφθεί για τυπικούς λόγους (πχ. απαράδεκτη λόγω αοριστίας). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων δύναται Σε αγωγή παροχής διόδου το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί ΑΠ 1547/1985. Αν δεν καταβληθεί το δικαστικό ένσημο, και ανακύψει το ζήτημα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δύναται να αναβάλει τη συζήτηση ώστε να καταβληθεί το δικαστικό ένσημο, αντί να απορρίψει την αγωγή 602/2005 Εφ.Θεσσαλονίκης. Δικαστικό ένσημο καταβάλλεται στις Δικαστικό ένσημο δεν καταβάλλεται στις Η διάταξη του άρ. 2 ν. ΓϠΟΗ/1912 είναι ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 538/2019. Αν παραβιαστεί η διάταξη του άρ. 2 ν. ΓϠΟΗ/1912, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 538/2019.

Στα πολιτικά δικαστήρια

Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται με τις προτάσεις ή μαζί με την αίτηση διαταγής πληρωμής. Αν ο ενάγων δεν καταθέσει το δικαστικό ένσημο, ο δικαστής μπορεί, κατά την κρίση του, Αν οφείλεται δικαστικό ένσημο, και δεν καταβληθεί από τον ενάγοντα, δεν επέρχεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά ο ενάγων θεωρείται ότι δικάζεται ερήμην ΑΠ 1091/2015 άρ. 7 παρ. 1 νδ. 1544/1942 άρ. 7 παρ. 2 νδ. 1544/1942 άρ. 2 ν. ΓϠΟΗ/1912. Αν δεν κατατεθεί το δικαστικό ένσημο, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη γιατί ο ενάγων ερημοδικεί ΑΠ 1107/2005 άρ. 175 ΚΠολΔ άρ. 272 παρ. 1 ΚΠολΔ παρ. 3 πδ. 7/18-06-1928. Η απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης ισχύει ακόμη και όπου η μη παράσταση ή η μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου οδηγεί σε πλασματικά κατ' αντιμωλία συζήτηση (εργατικές διαφορές άρ. 672 ΚΠολΔ, μισθωτικές διαφορές άρ. 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, διαφορές από αυτοκινητιστικές διαφορές άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 672 ΚΠολΔ, διαφορές από επιμέλεια και διατροφή τέκνων άρ. 681 Β ΚΠολΔ άρ. 672 ΚΠολΔ, διαφορές από προσβολές δια του τύπου άρ. 681 Δ ΚΠολΔ άρ. 672 ΚΠολΔ) ΑΠ 315/2010 ΑΠ 1107/2005. Αν η αγωγή απορριφθεί λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας μπορεί να είναι η άρση της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου ΑΠ 1572/2013. Αν ο λόγος αυτός έφεσης είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται ΑΠ 1572/2013. Αν η αγωγή απορριφθεί λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, και ο ενάγων ασκήσει έφεση, και με λόγο έφεσης προς άρση της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου περιορίσει το αίτημα της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ο λόγος έφεσης είναι απαράδεκτος ΑΠ 538/2019. Και αυτό, γιατί ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής γίνεται παραδεκτά μέχρι να περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, και ο περιορισμός με το δικόγραφο της έφεσης είναι απαράδεκτος ΑΠ 538/2019. Μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφαση, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρ. 528 ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρ. 527 ΚΠολΔ ΑΠ 1572/2013 άρ. 528 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση δημοσιεύτηκε από 28-05-1993 και μετά, και πρόκειται για ερήμην εκδοθείσα απόφαση, δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον της απόφασης αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας ΑΠ 1091/2015 άρ. 501 ΚΠολΔ άρ. 9 παρ. 1 ν. 2145/1993 άρ. 69 ν. 2145/1993 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Κατ' άλλη άποψη, κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως αβάσιμη λόγω έλλειψης δικαστικού ενσήμου χωρεί αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας 27248/2008 Πολ.Πρ.Θεσσαλονίκης. Αν η απόφαση δημοσιεύτηκε από 28-05-1993 και μετά, και πρόκειται για ερήμην εκδοθείσα απόφαση, και εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου, ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, επιτρέπεται ανακοπή κατά της απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην ΑΠ 1091/2015 άρ. 501 ΚΠολΔ άρ. 9 παρ. 1 ν. 2145/1993 άρ. 69 ν. 2145/1993 άρ. 24 παρ. 1 εδ. 1 ΕισΝΚΠολΔ. Η ανακοπή επιτρέπεται είτε η ερήμην εκδοθείσα αυτή απόφαση εκδόθηκε στην πρώτη ή σε μεταγενέστερη συζήτηση, είτε στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό ΑΠ 1091/2015 άρ. 501 ΚΠολΔ άρ. 9 παρ. 1 ν. 2145/1993 άρ. 69 ν. 2145/1993. Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως ΑΠ 1091/2015. Η δικονομική ανωτέρα βία αποτελεί έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δι' ανατροπής της κύρωσης εκ της παράβασης δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη ΑΠ 1091/2015. Κατά το περιεχόμενό της, η δικονομική ανωτέρα βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμελείας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας ανταποκρίσεως σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο ΑΠ 1091/2015. Περίπτωση δικονομικής ανωτέρας βίας μπορεί να αποτελεί και η πράξη της δικαστικής αρχής, αλλά υπό το θετικό της περιεχόμενο και όχι ως παράλειψη ενέργειας, ιδίως όπου η ενέργειά της επιβάλλεται στα πλαίσια της καθοδηγητικής λειτουργίας της, αφού αυτή αποσκοπεί στην κάλυψη της ελλείψεως επιμελείας ΑΠ 1091/2015. Τέτοια περίπτωση καθοδηγητικής του διαδίκου λειτουργίας της δικαστικής αρχής χαράσσει, μεταξύ άλλων, και το άρ. 227 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί αναπλήρωσης τυπικών παραλείψεων ΑΠ 1091/2015 άρ. 227 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η παραβίαση, εκ μέρους του δικαστή, του καθήκοντός του εκ της διατάξεως του άρ. 227 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως λόγος ανωτέρας βίας, καθώς η εφαρμογή της διάταξης αποσκοπεί στην αποτροπή των συνεπειών εκ της ελλείψεως επιμελείας του διαδίκου, μη συνιστώσας αυτή έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός ΑΠ 1091/2015 άρ. 227 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο δικαστής παραλείψει να ειδοποιήσει τον ενάγοντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για την παράλειψή τους να καταβάλουν το δικαστικό ένσημο, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας ΑΠ 1091/2015. Και αυτό, γιατί δεν αποτελεί γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο δια μέτρων άκρας επιμέλειας ΑΠ 1091/2015. Αν ο διευθύνων τη συζήτηση παραλείψει να ειδοποιήσει τον ενάγοντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για την παράλειψή τους να καταβάλουν το δικαστικό ένσημο, δεν ιδρύεται κανένας λόγος αναίρεσης ΑΠ 717/2023 άρ. 559 ΚΠολΔ άρ. 227 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από παραλείψεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του και δεν αφορούν τη δημόσια τάξη ΑΠ 717/2023. Αν ο αγοραστής ασκήσει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού με αίτημα να του αποδώσει ο πωλητής τις επιταγές που του είχε παραδώσει ο αγοραστής για την καταβολή του τιμήματος αντί χρημάτων πριν την υπαναχώρησή του από την πώληση, το αίτημα αυτό υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου ανάλογο με το συνολικό ποσό των επιταγών ΑΠ 717/2023. Και αυτό, γιατί το αίτημα αφορά την απόδοση των επιταγών όχι ως απλών εγγράφων, αλλά ως αξιογράφων που παραδόθηκαν στον πωλητή χάριν καταβολής του τιμήματος, δηλαδή υπό την οικονομική αξία που ενσωματώνουν, και η οποία αποτέλεσε τη δοθείσα παροχή προς αντιστάθμισμα της ληφθείσας αντιπαροχής (έτσι ώστε με την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί να εκπληρωθεί αναγκαστικά η παροχή και να ικανοποιηθεί η απορρέουσα από το ουσιαστικό δίκαιο αξίωση του ενάγοντα για απόδοση των επιταγών), και είναι καταψηφιστικό αίτημα, και είναι αποτιμητό σε χρήμα ΑΠ 717/2023. Αν η αγωγή απορριφθεί ως τυπικά απαράδεκτη (πχ. λόγω ποιοτικής αοριστίας), ο ενάγων μπορεί να επαναφέρει την αγωγή, διορθωμένη, χωρίς να καταθέσει εκ νέου δικαστικό ένσημο ΑΠ 273/1985. Κατά μία άποψη, αν εκδίδεται διαταγή πληρωμής βάσει απόφασης από αναγνωριστική αγωγή για την οποία έχει καταβληθεί το δικαστικό ένσημο, δεν απαιτείται εκ νέου καταβολή του δικαστικού ενσήμου 1427/2014 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης.

Στα διοικητικά δικαστήρια

Ο δικαστής, μετά τη συζήτηση, οφείλει να ειδοποιήσει μέσω γραμματέα τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον διάδικο να καταθέσουν το δικαστικό ένσημο εντός εύλογης προθεσμίας, αν υπάρχει έλλειψη άρ. 139 Α ΚΔιοικΔ. Αν το δικαστικό ένσημο δεν κατατεθεί, το δικαστήριο αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, και ορίζει νέα ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Αν το δικαστικό ένσημο δεν καταβληθεί ως τη νέα συζήτηση, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη άρ. 274 παρ. 3 ΚΔιοικΔ ν. 3226/2004.