Ποινική διαδικασία στο ακροατήριο

Ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη μπορεί να προβάλει ισχυρισμό που θα οδηγήσει στην αθώωσή του. Για την έκδοση αθωωτικής απόφασης αρκεί να αποδειχθεί ότι δεν συντρέχει κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, ή να προκύψει εύλογη αμφιβολία. Η μη συνδρομή στοιχείου του αδικήματος ή η αμφιβολία ως προς αυτό μπορεί να αναδειχθεί με Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στους ισχυρισμούς που αποτελούν άρνηση της κατηγορίας ΑΠ Ποιν. 1744/2009. Αν το δικαστήριο απορρίψει τους σχετικούς ισχυρισμούς, δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά για τον καθένα την απόρριψή τους, καθώς θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην κύρια αιτιολογία περί ενοχής ΑΠ Ποιν. 617/2011. Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στα νομικά επιχειρήματα ΑΠ Ποιν. 1088/2011. Πέραν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλει ισχυρισμό, του οποίου αποτέλεσμα θα είναι Κάθε τέτοιος ισχυρισμός λέγεται αυτοτελής ισχυρισμός. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με δικαιολογημένη διάταξη στην απόφασή του για τον λόγο για τον οποίο δεν τον έκανε δεκτό ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. V. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "εκ προθέσεως" ή "απόφαση" προς δήλωση όλων των περιπτώσεων δόλου ΑΠ Ποιν. 273/2015. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "εν γνώσει" προς δήλωση των περιπτώσεων άμεσου δόλου ΑΠ Ποιν. 273/2015. Ο ΠΚ χρησιμοποιεί τον όρο "επί σκοπώ" ή "για να" προς δήλωση των περιπτώσεων που ο δράστης επιδιώκει κάποιο εγκληματικό αποτέλεσμα (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση ΑΠ Ποιν. 273/2015) ΑΠ Ποιν. 273/2015. "Έγκλημα κατ' εξακολούθηση" είναι το έγκλημα που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που απέχουν χρονικά μεταξύ τους και κάθε μια από αυτές προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και περιέχουν πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ίδια απόφαση για την εκτέλεσή τους ΑΠ Ποιν. 506/2015.

Πότε προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός

Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί μετά τη νομιμοποίηση των διαδίκων, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί και μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ακόμη και μετά την αγόρευση του Εισαγγελέα, κατά την αγόρευση του δικηγόρου υπεράσπισης ΑΠ Ποιν. 2053/2010. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει ακυρότητα διαδικασίας αν δεν δοθεί εκ νέου ο λόγος στον Εισαγγελέα, αν δεν το ζητήσει ο ίδιος ο Εισαγγελέας, για να προτείνει επί του αυτοτελούς ισχυρισμού που προτάθηκε ΑΠ Ποιν. 2053/2010.

Πώς προβάλλεται ο αυτοτελής ισχυρισμός

Ο αυτοτελής ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισής του ΑΠ Ποιν. 1744/2009. Ο αυτοτελής ισχυρισμός είναι απαραίτητο να αναπτύσσεται προφορικά, ακόμη και αν συνυποβάλλεται σχετικό έγγραφο ΑΠ Ποιν. 130/2008. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν περιέχει συγκεκριμένη και σαφή αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στον αυτοτελή ισχυρισμό ΑΠ Ποιν. 2194/2008. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί ασαφώς ή αόριστα, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη του ισχυρισμού ΑΠ Ποιν. 666/2014. Αν η ένσταση προβληθεί απαράδεκτα, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη της ένστασης ΑΠ Ποιν. 562/2010. Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός που προβάλλει ο κατηγορούμενος, πρέπει να προβάλλονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται ΑΠ Ποιν. 187/2009. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με δικαιολογημένη διάταξη στην απόφασή του για τον λόγο για τον οποίο δεν τον έκανε δεκτό ΑΠ Ποιν. 1780/2009 σκέψ. V. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, και το δικαστήριο δεν απαντήσει καθόλου στον ισχυρισμό, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ακρόασης ΑΠ Ποιν. 1744/2009 άρ. 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί σαφώς και ορισμένα, και το δικαστήριο τον απορρίψει αναιτιολόγητα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας ΑΠ Ποιν. 1744/2009 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠοινΔ;

Αυτοτελής ισχυρισμός ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος

Ο ισχυρισμός ότι το κλητήριο θέσπισμα πάσχει από ακυρότητα αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό ΑΠ Ποιν. 273/2015. Περισσότερα για την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος.

Αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας

Ο ισχυρισμός τοξικομανίας είναι αυτοτελής ισχυρισμός ΑΠ Ποιν. 49/1994. Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός τοξικομανίας δεν αρκεί η επίκληση μόνο του όρου ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών απέκτησε την έξη της χρήσης αυτών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ΑΠ Ποιν. 49/1994.

Αυτοτελής ισχυρισμός μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης

Ο ισχυρισμός περί μη νομιμοποίησης του εγκαλούντος προς υποβολή έγκλησης είναι αυτοτελής ισχυρισμός ΑΠ Ποιν. 460/2013.

Αυτοτελής ισχυρισμός πραγματικής πλάνης

Ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης είναι αυτοτελής ισχυρισμός ΑΠ Ποιν. 302/2009. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη ΑΠ Ποιν. 302/2009.

Αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης

Ο ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης είναι αυτοτελής ισχυρισμός ΑΠ Ποιν. 2053/2010 ΑΠ Ποιν. 1381/2009. Η συγγνωστή νομική πλάνη αποκλείει τον καταλογισμό στον δράστη ΑΠ Ποιν. 320/2009 άρ. 31 παρ. 2 ΠΚ. Η πλάνη περί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης υφίσταται όταν Η πλάνη αυτή είναι συγγνωστή αν ο δράστης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια να κατέβαλλε, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης ΑΠ Ποιν. 302/2009, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του ΑΠ Ποιν. 1088/2011. Ο ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης είναι ορισμένος αν προβάλλονται ώστε με τη στάθμιση των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθινός ή προσχηματικός ΑΠ Ποιν. 1381/2009 ΑΠ Ποιν. 302/2009. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης κρίθηκε αόριστος επειδή δεν προβλήθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο που έδωσε νομικές συμβουλές στον κατηγορούμενο, και δεν προβλήθηκαν ενέργειες του κατηγορουμένου προκειμένου να πληροφορηθεί αν η συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, και δεν προβλήθηκαν οι πνευματικές και επαγγελματικές δυνατότητες του κατηγορουμένου, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν τη δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ΑΠ Ποιν. 1381/2009. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης κρίθηκε αόριστος επειδή δεν προβλήθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν αντιλήφθηκε ότι η πράξη του παραβίαζε τις διατάξεις του νόμου, και δεν προβλήθηκε ότι η πλάνη συνίστατο σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου, και δεν προβλήθηκε ότι, όποια επιμέλεια και αν κατέβαλλε, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως, και δεν ασκεί επιρροή, από μόνο του, ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε μετά από συμβουλή δικηγόρου ΑΠ Ποιν. 2053/2010. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης κρίθηκε αόριστος επειδή ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλούμενης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), δηλαδή της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητά του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, και δεν αρκούσε μόνο η αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνο για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει αν του ετέθησαν υπ' όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη ΑΠ Ποιν. 1264/2016. Ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης κρίθηκε αόριστος επειδή ο κατηγορούμενος προέβαλε μόνο ότι είχε ατελή γνώση ως μέσος άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερες νομικές γνώσεις, και ακολούθησε τις συμβουλές του νομικού του συμπαραστάτη ΑΠ Ποιν. 302/2009.

Αυτοτελής ισχυρισμός διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος

Περισσότερα για τον αυτοτελή ισχυρισμό διαφύλαξης δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος.

Ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή αποτελεί ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ και αυτοτελή ισχυρισμό ΑΠ Ποιν. 377/2015. Για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού του πρότερου έντιμου βίου απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς ΑΠ Ποιν. 377/2015. Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό ΑΠ Ποιν. 377/2015.

Ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. β ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του για να αντιμετωπίσει πιεστικές οικονομικές ανάγκες του αποτελεί ισχυρισμό ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια ΑΠ Ποιν. 1370/2010, και ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. β ΠΚ.

Ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. γ ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαια θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό ΑΠ Ποιν. 512/2013 άρ. 84 παρ. 2 περ. γ ΠΚ. Για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό αυτό πρέπει να γίνει επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαια θλίψη που του προκάλεσε άδικη και προσβλητική εναντίον του πράξη από τον ίδιο τον παθόντα και όχι από τρίτο πρόσωπο ΑΠ Ποιν. 512/2013.

Ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. δ ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του αποτελεί ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. δ ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 506/2015. Η απόδοση ιδιοποιημένου ποσού μετά από υπεξαίρεση στην υπηρεσία αποτελεί δείγμα ειλικρινούς μετάνοιας για την τέλεση της αξιόποινης πράξης, και δείγμα επιδίωξης άρσης των δυσμενών συνεπειών που είχε προκαλέσει η πράξη αυτή ΑΠ Ποιν. 506/2015.

Ελαφρυντική περίσταση άρ. 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ

Ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό ΑΠ Ποιν. 512/2013 άρ. 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ. Για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό αυτό πρέπει η συμπεριφορά του υπαιτίου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, και η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη ΑΠ Ποιν. 512/2013. Ως καλή συμπεριφορά δεν νοείται η παθητικά καλή διαγωγή, ή η μη κακή διαγωγή, ή μόνο η απουσία παραβατικότητας ΑΠ Ποιν. 512/2013 Η καλή συμπεριφορά περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, και πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του υπαιτίου ΑΠ Ποιν. 512/2013. Για το ορισμένο του ισχυρισμού του υπαιτίου, διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενος σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνο, αλλά ο κατηγορούμενος πρέπει να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα ΑΠ Ποιν. 512/2013.

Διφορούμενες απόψεις για τον χαρακτηρισμό κάποιων ισχυρισμών

Κατά μια άποψη, ο ισχυρισμός ότι η κλοπή ήταν ευτελούς αξίας είναι αυτοτελής ισχυρισμός, γιατί με την προβολή του ισχυρισμού μειώνεται η ποινή ΑΠ Ποιν. 1473/2002 ΑΠ Ποιν. 1596/2005 άρ. 377 παρ. 1 ΠΚ άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ. Κατά άλλη άποψη, ο ισχυρισμός ότι η κλοπή ήταν ευτελούς αξίας είναι άρνηση της κατηγορίας της απλής κλοπής, γιατί η συνδρομή των στοιχείων της κλοπής ευτελούς αξίας, ως προνομιούχα μορφή της κλοπής, αποκλείει την συνδρομή των στοιχείων της απλής κλοπής ΑΠ Ποιν. 1211/1989 άρ. 377 παρ. 1 ΠΚ άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ. Κατά μια άποψη, το άλλοθι είναι αυτοτελής ισχυρισμός ΑΠ Ποιν. 701/2003 ΑΠ Ποιν. 636/1993. Κατά άλλη άποψη, το άλλοθι είναι άρνηση της κατηγορίας ΑΠ Ποιν. 1466/2006 ΑΠ Ποιν. 373/2003 ΑΠ Ποιν. 747/2000 ΑΠ Ποιν. 1454/1997.

Ένσταση δεδικασμένου

Αν κάποιος έχει αμετάκλητα καταδικαστεί ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός ΑΠ Ποιν. 1232/2015 άρ. 57 παρ. 1 ΚΠοινΔ άρ. 57 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Αν ασκηθεί ποινική δίωξη παρά την απαγόρευση αυτή, η ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Για την ύπαρξη δεδικασμένου πρέπει να συντρέχουν: Η πράξη, ως ιστορικό γεγονός στο σύνολό του περιλαμβάνει και Για την ταυτότητα της πράξης απαιτείται ταυτότητα τόπου και χρόνου, ενώ ο χρόνος δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης μόνο αν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτή τελέσθηκε άπαξ ΑΠ Ποιν. 114/2010. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα, όπου κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της, για τη συνδρομή του στοιχείου της ταυτότητας των πράξεων απαιτείται σύμπτωση της χρονικής διάρκειας στην τέλεση αυτών ΑΠ Ποιν. 114/2010. Το ιστορικό γεγονός στο σύνολό του περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή ΑΠ Ποιν. 767/2013 ΑΠ Ποιν. 114/2010 αμέσως με την τέλεσή της ή σε μεταγενέστερο χρόνο ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Η "πράξη" κατά το άρ. 57 ΚΠοινΔ νοείται υπό την έννοια της υλικής ή φυσικής πράξης του καθημερινού βίου, με οποιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ' ουσία, έστω και αν αυτός επιτρεπτά μεταβλήθηκε ΑΠ Ποιν. 114/2010. Και υπό διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται για την ίδια πράξη, καθώς απαιτείται το ίδιο γεγονός και όχι το ίδιο έγκλημα ΑΠ Ποιν. 114/2010. Αν κάποιος προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό του δεδικασμένου πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξή του, προσκομίζοντας

Αίτηση του κατηγορούμενου

Ο κατηγορούμενος ή και ο συνήγορός του έχει δικαίωμα να ζητήσει τον λόγο μετά την ανάγνωση των εγγράφων για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις ως προς την ανάγνωση των εγγράφων ΑΠ Ποιν. 273/2015. Αν υποβληθεί το αίτημα, και δεν του δοθεί ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης ΑΠ Ποιν. 273/2015. Αν δεν υποβληθεί το αίτημα, και δεν του δοθεί ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης ΑΠ Ποιν. 273/2015. Αν ο κατηγορούμενος προβάλει σαφές και ορισμένο αίτημα για να ασκήσει δικαίωμα που ρητά του παρέχεται από τον νόμο, και ο διευθύνων τη συζήτηση απορρίψει το αίτημα, και ο κατηγορούμενος προσφύγει αμέσως κατά της διάταξης του Προέδρου του Δικαστηρίου σε ολόκληρο το Δικαστήριο, και το Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή παρά τον νόμο ή αν παραλείψει να αποφανθεί επί της προσφυγής, και όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τα πρακτικά της δίκης, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ακρόασης ΑΠ Ποιν. 666/2014 ΑΠ Ποιν. 601/2014 άρ. 510 παρ. 1 περ. Β ΚΠοινΔ άρ. 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Αν ο κατηγορούμενος επέβαλε στον διευθύνοντα τη συζήτηση δικαστή σαφές αίτημα ανάγνωσης ένορκης βεβαίωσης, και ο διευθύνων τη συζήτηση αρνήθηκε, και ο κατηγορούμενος προσέφυγε στο δικαστήριο κατά το άρ. 334 ΚΠοινΔ, και το δικαστήριο αρνήθηκε αναιτιολόγητα την ανάγνωση ή παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημα αυτό, και όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τα πρακτικά, μόνο τότε επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας από μη ανάγνωση ενός εγγράφου ΑΠ Ποιν. 1100/2015 άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ άρ. 178 ΚΠοινΔ άρ. 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ άρ. 334 ΚΠοινΔ. Αν το αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται επικουρικά, για την περίπτωση που το δικαστήριο δεν θα αχθεί σε αθωωτική απόφαση, το αίτημα του κατηγορουμένου αποτελεί ευχή ΑΠ Ποιν. 601/2014, και όχι σαφές και ορισμένο αίτημα ΑΠ Ποιν. 601/2014. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στις ευχές του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 601/2014 Αν στη δικογραφία περιλαμβάνονται προανακριτικές ή ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι απολείπονται στο ακροατήριο, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφάνισης των μαρτύρων στο ακροατήριο, και ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν αντιλέξουν στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, και το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη τις καταθέσεις αυτές, δεν ιδρύεται, από μόνο τον λόγο αυτό, λόγος αναίρεσης της απόφασης ΑΠ Ποιν. 512/2013. Αν στη δικογραφία περιλαμβάνονται προανακριτικές ή ανακριτικές καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι απολείπονται στο ακροατήριο, και ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του προβάλλουν αίτημα περί μη ανάγνωσης των καταθέσεων αυτών, ή αίτημα για αναβολή της δίκης προκειμένου να κλητευθούν και να διαταχθεί η βιαία προσαγωγή των απολειπόμενων μαρτύρων, και το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα, και προβεί στην ανάγνωση των καταθέσεων, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης ΑΠ Ποιν. 512/2013.

Υποδείξεις του κατηγορουμένου

Η δήλωση του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος από τρίτον και ότι θα πρέπει να συνταχθεί έκθεση και να διαβιβασθεί στον Εισαγγελέα αποτελεί υπόδειξη του κατηγορουμένου στο δικαστήριο ΑΠ Ποιν. 1744/2009. Το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στις υποδείξεις του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 1744/2009.

Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου

Αν ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση εκείνου, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ΑΠ Ποιν. 767/2013 άρ. 470 εδ. 1 ΚΠοινΔ. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι υπέρ του καταδικασθέντος συντρέχει κάποια ελαφρυντική περίσταση, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν αναγνωρίσει αυτή την ελαφρυντική περίσταση, ακόμη και αν αναγνωρίσει άλλη ελαφρυντική περίσταση, και ακόμη και αν επιβάλει στον κατηγορούμενο την ίδια ή και μικρότερη ποινή από την πρωτόδικη, το δικαστήριο καθιστά χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 648/2017. Και αυτό γιατί στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λόγοι μείωσης της ποινής κατ' άρ. 83 ΠΚ και οι ελαφρυντικές περιστάσεις κατ' άρ. 84 ΠΚ ΑΠ Ποιν. 648/2017 άρ. 85 εδ. 1 υποεδ. 2 ΠΚ άρ. 83 ΠΚ άρ. 84 ΠΚ. Αν επαυξηθούν οι ποινικές κυρώσεις του καταδικασθέντος επέρχεται πραγματική χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 767/2013. Αν επιβαρύνεται η νομική μεταχείριση του καταδικασθέντος, δηλαδή κυρίως αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό, επέρχεται νομική χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου ΑΠ Ποιν. 767/2013. Η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου διαπιστώνεται με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου ΑΠ Ποιν. 767/2013. Αν, χωρίς να μεταβάλλεται ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης ή το πλαίσιο της ποινής που προβλέπεται για το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο δέχεται επιβαρυντική περίσταση, επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου ΑΠ Ποιν. 767/2013. Και αυτό γιατί στην περίπτωση αυτή επηρεάζεται δυσμενώς η κρίση του δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβλητέας ποινής, ενόψει της διάταξης του άρ. 79 παρ. 12 ΠΚ, κατά την οποία, κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος ΑΠ Ποιν. 767/2013. Το μέτρο της αναστολής της ποινής είναι ευμενέστερο της μετατροπής της ποινής ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης, και το δικαστήριο μετατρέψει την ποινή του σε χρηματική, και ο κατηγορούμενος ασκήσει έφεση, και το εφετείο επιβάλει μικρότερη ποινή στον κατηγορούμενο, και αναστείλει την ποινή αντί να τη μετατρέψει σε χρηματική, η θέση του κατηγορούμενου δεν γίνεται χειρότερη με την απόφαση του εφετείου σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση ΑΠ Ποιν. 1859/2009. Η παράβαση της απαγόρευσης αυτής αποτελεί υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης ΑΠ Ποιν. 767/2013 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την παραγραφή εν επιδικία η οποία επήλθε χρονικά μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνο αν ο αναιρεσείων είναι παρών και κριθεί ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης παραδεκτός αλλά και βάσιμος, και αναιρεθεί η απόφαση ως προς την ενοχή ΑΠ Ποιν. 767/2013 άρ. 511 εδ. 2 ΚΠοινΔ άρ. 50 παρ. 5 ν. 3160/2003. Αν η καταδικαστική απόφαση αναιρεθεί μόνο ως προς την αναγνώριση στο πρόσωπο του καταδικασθέντος επιβαρυντικής περίστασης και συνακόλουθα ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση του εγκλήματος ΑΠ Ποιν. 767/2013. Η υπόθεση, στην περίπτωση αυτή, παραπέμπεται στο δικαστήριο της ουσίας ΑΠ Ποιν. 767/2013 άρ. 519 ΚΠοινΔ. Το δικαστήριο αυτό της ουσίας περιορίζεται στην απάλειψη της επιβαρυντικής περίστασης και στην επιβολή νέας ποινής χωρίς την επιβαρυντική περίσταση και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση του εγκλήματος, ούτε και την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω τυχόν παραγραφής, αφού η παραγραφή αφορά στην πράξη, η τέλεση της οποίας έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα ΑΠ Ποιν. 767/2013.

Αμνηστία

Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο άρ. 47 παρ. 4 Συντάγματος Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Αμνηστία, κατά την έννοια του άρ. 47 Συντάγματος, αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Με την αμνηστία παρέχεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επί αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η αμνηστία είναι ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η δυνατότητα αμνήστευσης περιορίζεται μόνο στα "πολιτικά εγκλήματα", με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση πάντως της ψήφισης του σχετικού νόμου με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016 άρ. 47 παρ. 3 Συντάγματος. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης ή τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης για τη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η απάλειψη της περ. δ του άρ. 263 Α του ΠΚ για το χρονικό διάστημα από 07-04-2014 μέχρι 10-05-2014 έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την άρση του αξιοποίνου της αξιόποινης πράξης μιας ειδικής κατηγορίας κρατικών υπαλλήλων (υπαλλήλων ΝΠΙΔ), ακόμη και για σοβαρές, εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο, κακουργηματικές πράξεις Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016. Η απάλειψη της περ. δ του άρ. 263 Α του ΠΚ για το χρονικό διάστημα από 07-04-2014 μέχρι 10-05-2014 υποκρύπτει συγκεκαλυμμένη αμνηστία και είναι αντισυνταγματική Ολομ. ΑΠ Ποιν. 3/2016 άρ. 43 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 43 παρ. 4 Συντάγματος άρ. 26 Συντάγματος άρ. πρώτο παρ. ΙΕ υποπαρ. ΙΕ.12 ν. 4254/2014 άρ. 50 ν. 4262/2014.

Συνεκδίκαση

Σύμφωνα με το άρ. 128 παρ. 1 ΚΠοινΔ, τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριοο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 128 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 128 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Αν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση, δηλαδή η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων μπορεί να γίνει στην κατ' έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι, και στην περίπτωση αυτή, δεν προκαλείται βλάβη ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 128 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Το ενδεχόμενο πρόκλησης βλάβης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ Ποιν. 972/2011. Αν το δικαστήριο της ουσίας αρνηθεί να συνεκδικάσει συναφή εγκλήματα, είτε στον πρώτο, είτε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, αυτό δεν συνεπάγεται ακυρότητα ΑΠ Ποιν. 972/2011. Αν υποβληθεί, από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα σαφές και συγκεκριμένο αίτημα συνεκδίκασης συναφών εγκλημάτων, το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικώς με αιτιολογημένη, κατά τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και άρ. 139 ΚΠοινΔ, απόφασή του ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 139 ΚΠοινΔ. Το αίτημα των διαδίκων για συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων πρέπει να υποβληθεί στην αρχή της συζήτησης και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 128 ΚΠοινΔ. Η συνεκδίκαση των υποθέσεων πρέπει να αποφασισθεί στην αρχή της συζήτησής τους και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 128 ΚΠοινΔ. Αν οι συναφείς υποθέσεις εκδικάστηκαν χωριστά, και υποβληθεί αίτημα συνεκδίκασης σε άλλη χρονική στιγμή, αφού αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (π.χ. κατά τη διάρκεια της συζήτησης ή στο στάδιο των αγορεύσεων), το αίτημα συνεκδίκασης είναι απαράδεκτο ΑΠ Ποιν. 972/2011. Αν το αίτημα συνεκδίκασης είναι απαράδεκτο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτό, και, αν δεν απαντήσει, δεν περιπίπτει στην πλημμέλεια της έλλειψης ακρόασης, η οποία ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ.

Αιτιολογία απόφασης

Αν η απόφαση αναφέρεται σε χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου σε απροσδιόριστο χρόνο τελέστηκε η πράξη, χωρίς να είναι αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός της ημερομηνίας, και δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής, η απόφαση είναι ορισμένη όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο τελέστηκε η πράξη ΑΠ Ποιν. 2515/2009 ΑΠ Ποιν. 601/2014. Αν η απόφαση αναφέρει δύο χρόνους τέλεσης του ενός εγκλήματος, αλλά η διπλή αναφορά σε χρόνο τέλεσης δεν έχει καμμία επιρροή στην εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, αλλά ούτε και στην ταυτότητα της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν υπάρχει ασάφεια ή αντίφαση της απόφασης και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ Ποιν. 383/2012. Αν το έγκλημα διώκεται κατ' έγκληση, και η έγκληση υποβλήθηκε μετά από την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση της πράξης, η απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε, ή για έναν από τους συμμετόχους της, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης ΑΠ Ποιν. 1304/2006 ΑΠ Ποιν. 1859/2009 άρ. 117 παρ. 1 ΠΚ άρ. 139 ΚΠοινΔ άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ ως προς τις διατάξεις της για τις πράξεις που διώκονται κατ' έγκληση ΑΠ Ποιν. 512/2013 άρ. 117 παρ. 1 ΠΚ. Αιτιολογία της απόφασης αποτελεί η κρίση της πλειοψηφίας, και όχι της μειοψηφίας ΑΠ Ποιν. 601/2017. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, αν ο δικαστής αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ΑΠ Ποιν. 977/2009. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, αν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε ΑΠ Ποιν. 977/2009. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει αν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση ΑΠ Ποιν. 972/2011. Πραγματική συρροή υπάρχει αν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα ΑΠ Ποιν. 1232/2015 άρ. 94 παρ. 1 ΠΚ. Κατ' ιδέα (ή τυπική) αληθινή συρροή υπάρχει αν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα ΑΠ Ποιν. 1232/2015 άρ. 94 παρ. 2 ΠΚ. Φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων υπάρχει αν η εγκληματική δράση του υπαιτίου εμφανίζεται να εμπίπτει στο πραγματικό περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση των ποινικών νόμων, και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας, και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας ποινικός νόμος έχει εφαρμογή και αποκλείονται οι λοιποί, που φαινομενικά μόνο συρρέουν, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη Ολομ. ΑΠ Ποιν. 179/1990 ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Στην πραγματική συρροή επιβάλλονται για κάθε έγκλημα αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές, και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από τις εγκληματικές πράξεις ΑΠ Ποιν. 1232/2015 άρ. 94 παρ. 1 ΠΚ. Στην κατ' ιδέα αληθινή συρροή επιβάλλονται για κάθε έγκλημα αντίστοιχες ποινές, και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από τις ποινές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά με ειδική διάταξη νόμου ΑΠ Ποιν. 1232/2015 άρ. 94 παρ. 2 ΠΚ. Στη φαινομενική συρροή επιβάλλεται μία μόνο ποινή για το ένα έγκλημα που τελέστηκε ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Στη φαινομένη συρροή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί συρροής εγκλημάτων του άρ. 94 ΠΚ Ολομ. ΑΠ Ποιν. 179/1990 ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Με βάση την αρχή της ειδικότητας, αν δύο ποινικές διατάξεις τελούν σε σχέση ειδικής προς γενικής, και δεν υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας, η ειδική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή της γενικής με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα" Ολομ. ΑΠ Ποιν. 179/1990 ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Με βάση την αρχή της επικουρικότητας, αν η μια ποινική διάταξη είναι επικουρική έναντι της άλλης, εφαρμόζεται η αυστηρότερη ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Με βάση την αρχή της απορρόφησης, αν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, επειδή συγκροτούν την έννοια του ίδιου εγκλήματος, και με την εφαρμογή της μίας ποινικής διάταξης καλύπτεται πλήρως η απαξία και η υπόσταση της πράξης του υπαιτίου, οι λοιπές απορροφώνται ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Περίπτωση φαινομένης συρροής με σχέση απορρόφησης υπάρχει αν Στην αληθινή κατ' ιδέα συρροή, αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τη μία πράξη, και έχει κριθεί η πράξη αυτή, δεν κωλύεται από το δεδικασμένο νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, η οποία δεν έχει κριθεί, και που συρρέει κατ' ιδέα με την πρώτη ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Και αυτό, γιατί το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Και στην πραγματική και στην αληθινή κατ' ιδέα συρροή είναι δυνατό να προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό (ομοειδής συρροή) ΑΠ Ποιν. 1232/2015 ή διαφορετικά έννομα αγαθά Ολομ. ΑΠ Ποιν. 179/1990 (ετεροειδής συρροή) ΑΠ Ποιν. 1232/2015. Αν για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία (όπως γνώση στη συκοφαντική δυσφήμηση), και τα πρόσθετα στοιχεία αυτά δεν αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των στοιχείων που δικαιολογούν τα στοιχεία αυτά, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης από το άρ. 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 152/2013 άρ. 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠοινΔ. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, αλλά σ' όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε ΑΠ Ποιν. 427/2009 άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 139 ΚΠοινΔ άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ. Η παρεμπίπτουσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη ΑΠ Ποιν. 972/2011. Διαφορετικά, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ για ελλιπή αιτιολογία ΑΠ Ποιν. 972/2011. Η παρεμπίπτουσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η οποία απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή (άλλως αναστολή ΑΠ Ποιν. 972/2011) της δίκης κατ' άρ. 61 ΚΠοινΔ, λόγω της ύπαρξης εκκρεμούς δίκης στο πολιτικό δικαστήριο για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, έστω και αν η αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναβολής είναι δυνητική για το ποινικό δικαστήριο και έχει αφεθεί στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ΑΠ Ποιν. 427/2009. Ως ζήτημα για το οποίο εκκρεμεί δίκη στο πολιτικό, ή κατ' αναλογία στο διοικητικό δικαστήριο, και έχει σχέση με την ποινική δίκη, κατ' άρ. 61 ΚΠοινΔ, νοείται εκείνο που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ΑΠ Ποιν. 427/2009. Η κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν είναι σκόπιμη η αναβολή είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αρκεί μόνο να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η κρίση αυτή για το σκόπιμο της αναβολής ΑΠ Ποιν. 427/2009. Για να είναι παραδεκτό το αίτημα αναβολής της δίκης κατ' άρ. 61 ΚΠοινΔ, θα πρέπει αυτό να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ΑΠ Ποιν. 427/2009. Για το ορισμένο του αιτήματος αναβολής κατ' άρ. 61 ΚΠοινΔ, πρέπει να προσδιορίζεται το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η πολιτική ή αναλόγως η διοικητική δίκη, το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, οι διάδικοι που μετέχουν σε αυτή, το ζήτημα το οποίο εκκρεμεί και πρόκειται να κριθεί σε αυτήν, και η σχέση του ζητήματος αυτού προς την κατηγορία που εκκρεμεί στο ποινικό δικαστήριο ΑΠ Ποιν. 427/2009. Αν το αίτημα αναβολής κατ' άρ. 61 ΚΠοινΔ δεν υποβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο, η μη απάντηση του ποινικού δικαστηρίου σε αυτό ή η μη αιτιολογημένη απόρριψή του δεν ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ ΑΠ Ποιν. 427/2009 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ. Αν η απόφαση δεν αναφέρει ειδικά κάποιο αποδεικτικό μέσο στο τμήμα του προοιμίου της περί των αποδεικτικών μέσων, αλλά από το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο αξιολόγησε και εκτίμησε το αποδεικτικό μέσο, η απόφαση δεν έχει ελλειπή ή μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τον λόγο αυτό ΑΠ Ποιν. 273/2015. Δεν είναι αναγκαίο να αναγνωστούν στο ακροατήριο τα έγγραφα που αποτελούν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και γενικώς τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ΑΠ Ποιν. 427/2009. Δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου, ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, ή είναι έγγραφα διαδικαστικά, ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ΑΠ Ποιν. 2670/2008. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία στο ακροατήριο της ποινικής δίκης, παρά τη σχετική αναφορά στα πρακτικά της δίκης περί "ανάγνωσης", αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, μετά από επίδειξη από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ΑΠ Ποιν. 2515/2009. Αν το έγγραφο είναι το μοναδικό στο είδος του από τα είδη εγγράφων που αναγνώστηκαν, ο προσδιορισμός του κατά την ανάγνωσή του στο ακροατήριο είναι επαρκής και με μόνη την αναφορά στο είδος του εγγράφου ΑΠ Ποιν. 273/2015. Τα έγγραφα που αναγνώστηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εξατομικεύονται επαρκώς στα πρακτικά της δίκης, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό ΑΠ Ποιν. 512/2013. Κρίθηκε ότι η φράση στα πρακτικά της απόφασης ότι αναγνώστηκαν, χωρίς αύξοντα αριθμό "φωτοαντίγραφα αποδεικτικών καταθέσεων και φωτ/φα επιταγών (σχετ. 3), η από 6-12-10 βεβαίωση", χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, αποτελεί επαρκή προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων ΑΠ Ποιν. 512/2013. Κρίθηκε ότι η φράση στα πρακτικά της απόφασης ότι αναγνώστηκαν, με αύξοντα αριθμό "1) 26 αντίγραφα αποδείξεων από καταθέσεις προς τον δικηγόρο Γ.Ν., 2) μια φωτογραφία της πολιτικώς ενάγουσας στην τηλεόραση", αποτελεί επαρκή προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων ΑΠ Ποιν. 52/2011 Κρίθηκε ακόμη ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και κρίνεται καθεαυτή, και δεν υπάρχει υποχρέωση των δικαστηρίων να ερμηνεύουν τον νόμο σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβησαν με προηγούμενες αποφάσεις τους ΑΠ Ποιν. 512/2013 ΑΠ Ποιν. 52/2011. Το περιεχόμενο του αναγνωσθέντος εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στα πρακτικά της απόφασης ΑΠ Ποιν. 52/2011. Στα πρακτικά της απόφασης πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης ΑΠ Ποιν. 52/2011. Αν κάποια έγγραφα δεν μνημονεύονται μεταξύ των αναγνωστέων στα πρακτικά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αλλά προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης, και αναφέρεται στην απόφαση επί της κατ' έφεση δίκης ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η αναφορά αυτή έχει την έννοια ότι αναγνώθηκε και το περιεχόμενο των μνημονευόμενων στα πρακτικά αυτά εγγράφων, και ο σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ για έλλειψη ακρόασης είναι αβάσιμος και απορριπτέος ΑΠ Ποιν. 972/2011 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ. Για την αιτιολογία απόφασης που απορρίπτει το αίτημα αναβολής της υπόθεσης για σημαντικά αίτια άρ. 349 ΚΠολΔ αρκεί η αναφορά στην απόφαση για το αν το δικαστήριο δέχθηκε το αν συνέτρεχε ή όχι το προβαλλόμενο σημαντικό αίτιο για τη μη δυνατότητα εμφάνισης στο ακροατήριο ΑΠ Ποιν. 1362/2000. Για την αιτιολογία απόφασης που απορρίπτει το αίτημα αναβολής της υπόθεσης για να προσέλθουν μάρτυρες δεν επαρκεί η αναφορά στην απόφαση ότι "το αίτημα αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί" ΑΠ Ποιν. 2079/2007. Τα γεγονότα ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και πρότερον αναβολή για την ίδια υπόθεση με τον ίδιο λόγο ως και το ότι υπάρχει κίνδυνος παραγραφής δεν συνιστούν την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής ΑΠ Ποιν. 823/2010 άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 139 ΚΠοινΔ. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης ΑΠ Ποιν. 823/2010. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης ΑΠ Ποιν. 823/2010 άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος άρ. 139 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ιδρύει λόγο αναίρεσης ΑΠ Ποιν. 823/2010 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ. Αν στη συνέχεια απορριφθεί η έφεση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη, ιδρύεται λόγος αναίρεσης λόγω αρνητικής υπέρβασης εξουσίας ΑΠ Ποιν. 823/2010 άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπτίπτουσας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, και των συλλογισμών με τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του ΑΠ Ποιν. 823/2010.

Δεύτερη αναίρεση

Κατά το άρ. 514 εδ. 3 ΚΠοινΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας απόφασης, δεν επιτρέπεται ΑΠ Ποιν. 977/2009 άρ. 514 εδ. 3 ΚΠοινΔ. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση άσκησης δεύτερης αίτησης αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης ΑΠ Ποιν. 977/2009. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή ΑΠ Ποιν. 977/2009.