Αμοιβή δικηγόρου

Η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται με έγγραφη συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, ή προκύπτει από τον νόμο άρ. 58 παρ. 1 ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/2013). Αν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, ως ελάχιστη αμοιβή ισχύει αυτή που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων άρ. 58 παρ. 3 ΚώδΔικ άρ. 59 παρ. 3 ΚώδΔικ. Η αμοιβή για υπηρεσίες του δικηγόρου που παρασχέθηκαν πριν την κατάργηση του Κώδικα Δικηγόρων του 1954 νδ. 3026/1954 στις 27-09-2013 άρ. 166 παρ. 2 ΚώδΔικ προκύπτει από τον Κώδικα Δικηγόρων του 1954. Οι διατάξεις περί ελάχιστων ορίων αμοιβής των δικηγόρων είναι δημόσιας τάξεως ΑΠ 1038/2005.

Αμοιβή για σύνταξη αγωγής και προτάσεων

Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για τη σύνταξη αγωγής υπέρ του εντολέα του άρ. 57 παρ. 1 ν. 4194/2013 άρ. 63 ν. 4194/2013. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων υπέρ του ενάγοντος ή του εναγομένου άρ. 57 παρ. 1 ν. 4194/2013 άρ. 68 ν. 4194/2013.

Ύψος αμοιβής για σύνταξη αγωγής και προτάσεων

Αν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή που συμφωνήθηκε άρ. 58 παρ. 1 ν. 4194/2013. Αν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, και αυτή δεν έχει ακολουθήσει διαδικασία καταχώρησης, η συμφωνία είναι φορολογικά άκυρη ΑΠ 90/2005, αλλά νομικά έγκυρη ΑΠ 90/2005 ΑΠ 65/2010. Αν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, και το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται σε χρήμα, η αμοιβή του δικηγόρου είναι ανάλογη του αντικειμένου της αγωγής, με ανώτερο ποσοστό 2% και κατώτερο ποσοστό 0,05% άρ. 63 παρ. 1 ν. 4194/2013. Αν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, και το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται σε πάγιο ύψος, ανά είδος αγωγής άρ. 63 παρ. 2 ν. 4194/2013 παράρτημ.I ν. 4194/2013 άρ. 58 παρ. 3 ν. 4194/2013. Θα συμβουλευτείτε τον ΚώδΔικ; Ο δικηγόρος δικαιούται ποσοστιαίας αμοιβής ανά μια ιστορική και νομική βάση της υπόθεσης που χειρίζεται ΑΠ 1880/2005. Αν δύο αγωγές έχουν κοινή ιστορική βάση, αλλά διαφορετική νομική βάση, ο δικηγόρος δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για κάθε αγωγή ΑΠ 140/2007. Αν βάσει της ίδιας ιστορικής και νομικής βάσης εισαχθεί εκ νέου η υπόθεση προς συζήτηση, ο δικηγόρος δεν δικαιούται εκ νέου ποσοστιαία αμοιβή ΑΠ 1880/2005. Ακόμη και αν προβάλλεται επικουρική βάση της αγωγής, ο δικηγόρος δικαιούται μία μόνο αμοιβή 5092/2007 Εφ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, αν, σε δεύτερη ανακοπή μετά από ματαίωση της πρώτης, ο δικηγόρος καταθέσει προτάσεις ίδιες με τις προτάσεις που είχε καταθέσει επί της ανακοπής που ματαιώθηκε, το αίτημά του περί εκ νέου αμοιβής του είναι καταχρηστικό 910/2002 Εφ.Πατρών. Αν η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, και ο δικηγόρος κατέθεσε προτάσεις, και ο δικηγόρος καταθέσει προτάσεις εκ νέου στη μετ' αναβολή συζήτηση, δεν δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή για τις δεύτερες προτάσεις ΑΠ 31/1998. Ακόμη και αν καταβλήθηκε μικρή επιστημονική εργασία, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή του κατά τον ΚώδΔικ και την ΚΥΑ ΑΠ 229/2006.

Αντικείμενο της αγωγής

Η ποσοστιαία αμοιβή του δικηγόρου για σύνταξη αγωγής και προτάσεων υπολογίζεται επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής ΑΠ 538/2014, δηλαδή του αντικειμένου της δίκης ΑΠ 793/2019. Το αντικείμενο της αγωγής ορίζεται από το άθροισμα των αιτημάτων της αγωγής, και συνήθως περιλαμβάνει Το δικαστήριο, για να καθορίσει και να επιδικάσει στον δικηγόρο αμοιβή για τη σύνταξη αγωγής και προτάσεων οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής ΑΠ 793/2019. Αν το αντικείμενο της αγωγής είναι ορισμένη χρηματική απαίτηση, και δεν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, η αξία του αντικειμένου της αγωγής προσδιορίζεται από το αίτημα της αγωγής κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής ΑΠ 538/2014. Αν το αντικείμενο της αγωγής είναι ορισμένη χρηματική απαίτηση, και επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, η αξία του αντικειμένου της αγωγής προσδιορίζεται από το αίτημα της αγωγής κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο ΑΠ 538/2014. Και αυτό, γιατί αν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο διαμορφώνεται τελικά κατ' άρ. 224 ΚΠολΔ το αντικείμενο της αγωγής, και οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας του ΑΠ 538/2014 άρ. 224 ΚΠολΔ. Αν το αίτημα της αγωγής συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής υπολογίζεται με βάση το ποσό που ζητείται ως κεφάλαιο, επαυξημένο με τους τυχόν αξιούμενους τόκους ΑΠ 793/2019. Αν όμως προταθεί ένσταση από τον εναγόμενο ότι το αγωγικό αίτημα είναι προφανώς εξογκωμένο, και κάτι που μπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος αν εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, και αποδειχθεί η ένσταση, ο υπολογισμός της αμοιβής θα γίνει κατ' αρχήν όχι με βάση το αίτημα της αγωγής, αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιμελημένη εξακρίβωση των πραγμάτων ΑΠ 538/2014 άρ. 102 νδ. 3026/1954. Αν όμως, παρά την απόδειξη της ένστασης αυτής, ο δικηγόρος συμμορφώθηκε για τον καθορισμό του αιτήματος της αγωγής σε έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του, ο υπολογισμός της αμοιβής θα γίνει με βάση το αίτημα της αγωγής ΑΠ 538/2014. Αν το δικαστήριο καθορίσει την αμοιβή βάσει του ποσού που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιμελημένη εξακρίβωση των πραγμάτων, και ο εναγόμενος δεν έχει προβάλει ένσταση ότι το αγωγικό αίτημα είναι προφανώς εξογκωμένο, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 538/2014. Για τη σύνταξη, υπογραφή και κατάθεση προτάσεων, ως χρόνος υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της δίκης ορίζεται ο χρόνος στον οποίο ασκήθηκε η αγωγή ή, αν μετέπειτα συζητήθηκε, ο χρόνος της πρώτης συζήτησης ΑΠ 1310/2006. Για την αμοιβή επί προτάσεων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει σημασία η επαύξηση της απαίτησης μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ΑΠ 1613/2006 180/2009 Εφ.Λάρισας.
Κεφαλαίο κατά το αίτημα της συνταχθείσας αγωγής
Αν η αρχική αγωγή αφορά σε μισθώματα, η αξία του αντικειμένου της αγωγής υπολογίζεται με βάση το αίτημα της αγωγής, δηλαδή των μισθωμάτων επί του αιτούμενου χρόνου των μισθωμάτων, και όχι ως περιοδική παροχή με βάση το δεκαπλάσιο των μισθωμάτων ενός έτους ΑΠ 1117/2000. Ο περιορισμός της αγωγής συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο, και για το παραιτούμενο τμήμα θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ η αγωγή ΑΠ 25/2013 άρ. 223 ΚΠολΔ άρ. 295 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Τόκοι κατά το αίτημα της συνταχθείσας αγωγής
Για τον υπολογισμό των τόκων, κρίσιμα στοιχεία είναι το κεφάλαιο, το επιτόκιο, και το χρονικό διάστημα της τοκοφορίας.
Ως
επιτόκιο
νοείται
το αιτούμενο με την αγωγή επιτόκιο, και αν δεν υπάρχει τέτοιο, το εφαρμοστέο επιτόκιο.
Ως
χρόνος έναρξης της τοκοφορίας της απαίτησης στη συνταχθείσα αγωγή
νοείται
  • αν με το αίτημα της συνταχθείσας αγωγής προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας, και αποδεικνύεται έναρξη της τοκοφορίας κατά την ημερομηνία αυτή ή προγενέστερα, η ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας κατά το αίτημα της αγωγής ΑΠ 538/2014, ή
  • αν με το αίτημα της συνταχθείσας αγωγής προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας, και αποδεικνύεται έναρξη της τοκοφορίας μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής, η ημερομηνία που αποδεικνύεται ως χρονικό σημείο έναρξης της τοκοφορίας.
Ως
χρόνος λήξης της τοκοφορίας της απαίτησης στη συνταχθείσα αγωγή
νοείται
  • αν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, η ημερομηνία της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 793/2019 ΑΠ 1613/2006, ή
  • αν δεν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, η ημερομηνία κατάθεσης της αρχικής αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου αυτή απευθυνόταν (και όχι ο χρόνος επίδοσης της αγωγής) ΑΠ 1613/2006.

Αντικείμενο της διαφοράς

Παραπλήσιος όρος με το αντικείμενο της αγωγής είναι το αντικείμενο της διαφοράς. Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής καθορίζει την καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης ΑΠ 1535/2018 άρ. 10 ΚΠολΔ άρ. 11 ΚΠολΔ άρ. 14 ΚΠολΔ άρ. 14 ΚΠολΔ άρ. 16 ΚΠολΔ άρ. 18 ΚΠολΔ. Αντίθετα με το αντικείμενο της αγωγής, για τον υπολογισμό του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπολογίζονται οι αιτούμενοι τόκοι άρ. 9 εδ. 2 ΚΠολΔ. Ο καθορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς γίνεται από το δικαστήριο με ελεύθερη κρίση, για τη διαμόρφωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής ΑΠ 1535/2018 άρ. 7 ΚΠολΔ άρ. 8 ΚΠολΔ άρ. 9 ΚΠολΔ. Για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ναι μεν απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση, το δικαστήριο όμως δεν δεσμεύεται από τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας, και είναι ελεύθερο να διατάξει ή όχι απόδειξη και να επιλέξει τα αποδεικτικά μέσα, με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης και άλλων εκτός από αυτά που ο νόμος ορίζει κατ' άρ. 339 ΚΠολΔ, ή και να αρκεστεί στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που τίθενται υπό την κρίση του, βασιζόμενο κατ' αρχή στην αποτίμηση του ενάγοντος, και αν αμφισβητηθεί η τελευταία κρίνεται ελευθέρως από το δικαστήριο, το οποίο δύναται και να στηριχθεί στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων ΑΠ 1535/2018 άρ. 339 ΚΠολΔ. Για τον υπολογισμό του αντικειμένου της διαφοράς συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή άρ. 9 εδ. 3 ΚΠολΔ. Αν υπάρχει ομοδικία και το δικαίωμα είναι διαιρετό, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο άρ. 9 εδ. 3 ΚΠολΔ 38/2008 Ειρ.Ρόδου. Αν υπάρχει και ενεργητική και παθητική ομοδικία, και το δικαίωμα είναι διαιρετό, λαμβάνεται υπόψη το ιδανικό μερίδιο που ζητά κάθε ενάγων από κάθε εναγόμενο 38/2008 Ειρ.Ρόδου. Αν δεν προσδιορίζεται στην αγωγή συγκεκριμένο μερίδιο, τεκμαίρεται ως ίσο με το μερίδιο των υπολοίπων 38/2008 Ειρ.Ρόδου άρ. 785 ΑΚ άρ. 1113 ΑΚ.

Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή

Για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή ισόποση με τη δικαστική δαπάνη που επιδίκασε το δικαστήριο άρ. 72 παρ. 1 ΚώδΔικ. Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή περιλαμβάνεται στην έννοια των εξόδων εκτέλεσης του άρ. 975 ΚΠολΔ ΑΠ 630/2015. Αν με την επιταγή προς πληρωμή επιτάσσονται περισσότεροι, η αμοιβή αυτή οφείλεται εις ολόκληρον μεταξύ τους, είτε συντάχθηκε μία επιταγή προς πληρωμή και κοινοποιήθηκε σε περισσότερους, είτε συντάχθηκαν περισσότερες επιταγές προς πληρωμή και κοινοποιήθηκαν αντίστοιχα στον καθένα των επιτασσόμενων άρ. 72 παρ. 2 ΚώδΔικ. Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, η οποία αποτελεί και κονδύλιο της επιταγής προς πληρωμή, ισούται με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ΑΠ 1989/2022. Κατά μια άποψη, σε περίπτωση συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων, συνεχίζει να οφείλεται αμοιβή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου που νίκησε, για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, ανερχόμενη σε εύλογο ποσό 417/2017 Μον.Πρ.Αθηνών. Το επιτασσόμενο κονδύλιο περί σύνταξης επιταγής προς πληρωμή επιβαρύνει τον οφειλέτη 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Ισόποσο χρηματικά κονδύλιο δικαιούται να πληρωθεί ο δικηγόρος από τον πελάτη του 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Το κονδύλιο περί σύνταξης επιταγής προς πληρωμή περιλαμβάνεται αυτούσιο στα έξοδα της εκτέλεσης 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου 160/2009 Μον.Πρ.Θηβών.

Χρόνος γένεσης αξίωσης δικηγορικής αμοιβής

Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται καταβολή αμοιβής, γιατί μόνο αφού τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια του δικηγόρου Ολομ. ΑΠ 14/2008. Η ολοκλήρωση της ενέργειας σύνταξης αγωγής περιλαμβάνει ειδικότερα τη διατύπωση της αγωγής και την υπογραφή της αγωγής Ολομ. ΑΠ 9/2008. Η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του για σύνταξη αγωγής γεννάται από τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής Ολομ. ΑΠ 14/2008. Η αξίωση αυτή δεν καταλύεται ακόμη και αν ο εντολέας ανακαλέσει την εντολή πριν την επίδοση της αγωγής, ή αν ματαιωθεί η εκδίκαση της αγωγής Ολομ. ΑΠ 14/2008. Για την αμοιβή του δικηγόρου επί αγωγής δεν έχει σημασία η τύχη των αιτημάτων της αγωγής, δηλαδή αν η αγωγή έγινε δεκτή ή αν απορρίφθηκαν μερικά αιτήματα ή αν απορρίφθηκε ολικά η αγωγή 32/2014 Ειρ.Χαλανδρίου 1140/2008 Εφ.Θεσσαλονίκης. Για την έναρξη τοκοφορίας της αμοιβής δικηγόρου απαιτείται δήλη ημέρα καταβολής του τιμήματος 910/2002 Εφ.Πατρών ή όχληση ΑΠ 939/2013 1223/2010 Πολ.Πρ.Αθηνών.

Δικαστικός πληρεξούσιος

Η δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες για τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 96 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 96 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 97 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 97 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 98 ΚΠολΔ. Η πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο, πέραν επί του Αρείου Πάγου, δίνεται: Η δικαστική πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφό της που περιέχει τα ως άνω στοιχεία άρ. 96 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης υπάρχει μνεία ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη πληρεξούσιος δικηγόρος, και στο κύριο σώμα της απόφασης υπάρχει βεβαίωση ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των αντιδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για τον διορισμό του αναφερόμενου δικηγόρου ως δικαστικού πληρεξουσίου του αντίστοιχου διαδίκου κατά το άρ. 96 ΚΠολΔ ΑΠ 1376/2006 άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 104 ΚΠολΔ άρ. 312 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο ΑΠ 1376/2006 άρ. 104 ΚΠολΔ. Η πλήρης απόδειξη του περιεχομένου της απόφασης μπορεί να ανατραπεί με το πρακτικό της συζήτησης ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής άρ. 312 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 1152/2017. Αν ο δικηγόρος κατέθεσε αγωγή ή ένδικο μέσο χωρίς να έχει πληρεξουσιότητα για αυτό, και ο διάδικος που αντιπροσωπεύθηκε εγκρίνει μεταγενέστερα σιωπηρά τις πράξεις της προδικασίας, με πρόθεση ισχυροποίησής τους, οι πράξεις της προδικασίας καθίστανται αναδρομικά έγκυρες ΑΠ 344/2015. Αν ο δικηγόρος συνέταξε και κατέθεσε αίτηση υπέρ ΟΤΑ χωρίς να έχει πληρεξουσιότητα για αυτό, και ο ΟΤΑ που αντιπροσωπεύτηκε δώσει στον δικηγόρο εντολή να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της αίτησης με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής του, με την ενέργεια αυτή ο ΟΤΑ εγκρίνει και τις διαδικαστικές πράξεις για τη σύνταξη και την κατάθεση της αίτησης, και θεραπεύεται κάθε τυχόν ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων του δικηγόρου ΑΠ 1152/2017 άρ. 111 παρ. 2 στοιχ. ι πδ. 410/1996 άρ. 114 παρ. 1 στοιχ. α πδ. 410/1996 άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 96 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 96 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 97 ΚΠολΔ άρ. 98 ΚΠολΔ άρ. 104 ΚΠολΔ άρ. 238 ΑΚ άρ. 648 ΑΚ άρ. 713 ΑΚ άρ. 16 ν. 2690/1999. Η πληρεξουσιότητα του Δήμου ΟΤΑ προς τον δικηγόρο ο οποίος δεν έχει διορισθεί με πάγια αντιμισθία δίνεται με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής και δεν αρκεί η δήλωση του Δημάρχου περί διορισμού 812/2009 Εφ.Πατρών άρ. 96 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 96 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο δικηγόρος που διορίστηκε δικαστικός πληρεξούσιος για δίκη έχει το δικαίωμα να επιδιώκει την εκτέλεση άρ. 97 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο δικηγόρος μπορεί να καταθέτει και να παραλαμβάνει έγγραφα από διοικητικές αρχές ως πληρεξούσιος του πελάτη του, χωρίς επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 18/οικ. 11853/6.5.2009.

Παραγραφή απαίτησης δικηγόρου

Η απαίτηση του δικηγόρου για τις αμοιβές του και τα έξοδά του παραγράφεται πέντε έτη μετά τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο οποία γεννήθηκε η κάθε αξίωσή του και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της άρ. 250 στοιχ. 11 ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 253 ΑΚ.

Καταχώριση συμφωνητικών αμοιβής

Τα συμφωνητικά μεταξύ επιτηδευματιών ή επιτηδευματιών και τρίτων τα οποία αφορούν συναλλαγή που εμπίπτει σε ΦΠΑ πρέπει να καταχωρίζονται σε κατάσταση ανά τρίμηνο, και η κατάσταση αυτή καταχωρίζεται ηλεκτρονικά από κάθε υπόχρεο επιτηδευματία μέσω της εφαρμογής TAXISnet 1065606/7222/ΔΕ-Β/18-07-2000 ΑΥΟ (ΦΕΚ Β 951/2000) ΔΕΛ Β 1009011 ΕΞ 2015/23-01-2015 (ΦΕΚ Β 246/2015) άρ. 8 παρ. 16 ν. 1882/1990. Η προθεσμία καταχώρησης είναι μέχρι την 20η Ιανουαρίου, Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου αντίστοιχα για το προηγούμενο τρίμηνο 1065606/7222/ΔΕ-Β/18-07-2000 ΑΥΟ (ΦΕΚ Β 951/2000) ΔΕΛ Β 1009011 ΕΞ 2015/23-01-2015 (ΦΕΚ Β 246/2015) άρ. 8 παρ. 16 ν. 1882/1990. Αν δεν τηρηθεί η προϋπόθεση αυτή, το συμφωνητικό είναι φορολογικά ανίσχυρο και δεν παράγει φορολογικά αποτελέσματα ΑΠ 90/2005 ΠΟΛ. 1270/2000 άρ. 8 παρ. 16 ν. 1882/1990. Η θεώρηση αυτή δεν είναι απαραίτητη για συμφωνητικά μεταξύ επιτηδευματιών από τη μια μεριά και Δημοσίου, Τραπεζών, Οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, Δήμων και Κοινοτήτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, επιχειρήσεων που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 άρ. 8 παρ. 16 ν. 1882/1990. Αν το συμφωνητικό περί αμοιβής του δικηγόρου δεν θεωρηθεί από τη ΔΟΥ, δεν είναι άκυρο μεταξύ των συμβαλλομένων από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 90/2005 Αν το συμφωνητικό περί αμοιβής του δικηγόρου δεν θεωρηθεί από τη ΔΟΥ, είναι φορολογικά άκυρο ΑΠ 90/2005. Αν το συμφωνητικό εργολαβίας δίκης δεν έχει θεωρηθεί από τη ΔΟΥ, το εργολαβικό δεν είναι άκυρο μεταξύ των συμβαλλομένων από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 65/2010 ΑΠ 768/2000. Κατά τον καταργηθέντα Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος, από 01-07-2011 άρ. 52 παρ. 5 περ. ε ν. 2238/1994 άρ. 20 παρ. 7 περ. α ν. 3943/2011 άρ. 20 παρ. 7 περ. β ν. 3943/2011, ο δικηγόρος είχε υποχρέωση να υποβάλλει στη ΔΟΥ της περιφέρειας της επαγγελματικής του έδρας, κατάσταση των έγγραφων συμφωνιών του με τους εντολείς του άρ. 52 παρ. 5 περ. ε ν. 2238/1994. Η έγγραφη συμφωνία πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των συμβαλλόμενων μερών, τη διεύθυνσή τους, τον ΑΦΜ τους, περιγραφή της παρεχόμενης δικηγορικής υπηρεσίας και τη συμφωνηθείσα αμοιβή άρ. 20 παρ. 7 περ. ε ν. 3943/2011.

Διεκδίκηση δικηγορικής αμοιβής

Αγωγή για δικηγορική αμοιβή

Για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ο δικηγόρος απαιτεί από τον πελάτη τη συμφωνημένη αμοιβή για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, η αγωγή πρέπει να αναφέρει: Αν εντολέας του δικηγόρου είναι ΟΤΑ, και ο δικηγόρος διορίστηκε για συγκεκριμένη υπόθεση και όχι κατ' αντιμισθία, η δημοσίευση της απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής περί ανάθεσης στον δικηγόρο της πληρεξουσιότητας για την εκπροσώπηση του ΟΤΑ δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής δικηγορικής αμοιβής περί εκτέλεσης της σχετικής εντολής ΑΠ 1152/2017 άρ. 111 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 118 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη δημοσίευσης της απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής συνιστά στοιχείο σχετικού ισχυρισμού του Δήμου που μάχεται υπέρ της ακυρότητας αυτής ΑΠ 1152/2017. Στην ίδια περίπτωση, η τήρηση της διαδικασίας του άρ. 177 επ. πδ. 410/1995, που αφορά τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων και των λοιπών συλλογικών οργάνων των ΟΤΑ από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή Επιτροπή, δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής δικηγορικής αμοιβής περί εκτέλεσης της σχετικής εντολής ΑΠ 1152/2017 άρ. 111 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 118 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η αγωγή δικηγορικής αμοιβής, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει πίνακα αμοιβών, αποζημιώσεων και εξόδων ΑΠ 1299/2004 άρ. 680 ΚΠολΔ. Η απαίτηση αυτή καλύπτεται από την αναλυτική αναφορά στην αγωγή των επί μέρους ενεργειών του δικηγόρου ανά υπόθεση, και της αμοιβής που του οφείλεται για κάθε μια ενέργεια αντίστοιχα 580/2012 Εφ.Πειραιώς 712/2008 Εφ.Πατρών. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ; Αν η αμοιβή συμφωνήθηκε ως ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της δίκης, στοιχείο της αγωγής αποτελεί και η αξία του αντικειμένου της δίκης ΑΠ 556/2009. Αν η αμοιβή συμφωνήθηκε ως ποσοστό της αξίας του αντικειμένου δικαιοπραξίας, στοιχείο της αγωγής αποτελεί και η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας ΑΠ 556/2009.

Διαδικασία εκδίκασης

Η αγωγή δικηγορικής αμοιβής εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία περί αμοιβών από παροχή εργασίας ΑΠ 1239/2003. Αν απαιτήσεις των πελατών αναφέρονται στις αμοιβές και τα έξοδα των εντολοδόχων δικηγόρων, τότε και οι απαιτήσεις αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία, χάριν της αρχής της ισότητας ΑΠ 1239/2003.

Καθ' ύλην αρμοδιότητα επί αγωγής δικηγορικής αμοιβής

Αν η αγωγή του δικηγόρου αφορά σε αμοιβές και έξοδα, και πρόκειται για υπηρεσίες του σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή το πταισματοδικείο, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο, ανεξαρτήτως του αιτούμενου ποσού άρ. 15 περ. 11 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή του δικηγόρου αφορά σε αμοιβές και έξοδα, και δεν πρόκειται για υπηρεσίες του σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή το πταισματοδικείο, και το αιτούμενο ποσό εμπίπτει στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο ΑΠ 1162/2001 άρ. 14 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ άρ. 15 περ. 11 ΚΠολΔ άρ. 16 περ. 7 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή του δικηγόρου αφορά σε αμοιβές και έξοδα, και δεν πρόκειται για υπηρεσίες του σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή το πταισματοδικείο, και το αιτούμενο ποσό εμπίπτει στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο άρ. 16 περ. 7 ΚΠολΔ άρ. 15 περ. 11 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή του δικηγόρου αφορά σε αμοιβές και έξοδα, και δεν πρόκειται για υπηρεσίες του σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή το πταισματοδικείο, και το αιτούμενο ποσό εμπίπτει στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο άρ. 16 περ. 7 ΚΠολΔ άρ. 15 περ. 11 ΚΠολΔ.

Διαταγή πληρωμής για δικηγορική αμοιβή

Ο δικηγόρος μπορεί να εκδώσει διαταγή πληρωμής για την αμοιβή του ΑΠ 321/2017 ΑΠ 133/2003, αν Αν εντολέας του δικηγόρου είναι ΟΤΑ, και ο δικηγόρος διορίστηκε για συγκεκριμένη υπόθεση και όχι κατ' αντιμισθία, η δημοσίευση της απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής περί ανάθεσης στον δικηγόρο της πληρεξουσιότητας για την εκπροσώπηση του ΟΤΑ δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής δικηγορικής αμοιβής περί εκτέλεσης της σχετικής εντολής ΑΠ 1152/2017 άρ. 111 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 118 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη δημοσίευσης της απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής συνιστά στοιχείο σχετικού ισχυρισμού του Δήμου που μάχεται υπέρ της ακυρότητας αυτής ΑΠ 1152/2017. Στην ίδια περίπτωση, η τήρηση της διαδικασίας του άρ. 177 επ. πδ. 410/1995, που αφορά τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων και των λοιπών συλλογικών οργάνων των ΟΤΑ από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή Επιτροπή, δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής δικηγορικής αμοιβής περί εκτέλεσης της σχετικής εντολής ΑΠ 1152/2017 άρ. 111 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 118 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι επαρκώς ορισμένο και στην περίπτωση που συμφωνείται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ΑΠ 2073/2007. Οι ενστάσεις του οφειλέτη δεν αποτελούν αίρεση και δεν εμποδίζουν την έκδοση διαταγής πληρωμής ΑΠ 933/2011 ΑΠ 911/2005. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσότερων εγγράφων, αν με αυτά αποδεικνύεται η απαίτηση ΑΠ 933/2011 ΑΠ 1305/2009.

Σύμβαση έργου και έμμισθη εντολή ορισμένου χρόνου

Η παροχή νομικών υπηρεσιών εκ μέρους δικηγόρου με περιοδική αμοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη μόνο με τη μορφή της σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου γν. 77/2017 παρ. 10 ΝΣΚ ΑΠ 229/2004. Η σύμβαση έργου και η συμφωνία παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για ορισμένο χρόνο αποτελούν απαγορευόμενες μορφές συμβατικής απασχόλησης του δικηγόρου, και αν συναφθούν θεωρούνται εξ υπαρχής, από την κατάρτισή τους, ως συμβάσεις έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για αόριστο χρόνο γν. 77/2017 παρ. 10 ΝΣΚ ΑΠ 229/2004. Εκτός αν υπάρχει διαφορετική έγγραφη συμφωνία, η πάγια περιοδική αμοιβή, η οποία προβλέπεται από την διάταξη του άρ. 63 παρ. 4α του Κώδικα των δικηγόρων νδ. 3026/1954 και προσδιορίζεται κατά ανώτατο όριο με παραπομπή στο μισθολόγιο των τακτικών δημόσιων υπαλλήλων από το άρ. 92 Α του ίδιου Κώδικα άρ. 2 ν. 1093/1980 άρ. 12 ν. 1816/1988, οφείλεται στον δικηγόρο όχι για την εκτέλεση οποιασδήποτε, έστω και καθαρώς νομικής φύσης, εργασίας, αλλά μόνο για τις νομικές εκείνες υπηρεσίες που παρέχει υπό την ιδιότητα δικαστικού ή νομικού συμβούλου ή δικηγόρου, τέτοιες δε υπηρεσίες είναι μόνο όσες παρέχει ασκώντας, ως δημόσιος λειτουργός, τα καθήκοντα που του αναθέτουν οι ως άνω δημοσίου δικαίου διατάξεις των άρ. 39 παρ. 1, 41, και 42 του Κώδικα των δικηγόρων Ολομ. ΑΠ 29/1995. Νομικός σύμβουλος είναι ο δικηγόρος ο οποίος, άσχετα από τον τίτλο που κατέχει και τον χαρακτηρισμό που του δόθηκε κατά την πρόσληψή του ή και μεταγενέστερα, δεν ασχολείται κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τον εντολέα του με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αυτού έναντι τρίτων, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων σ' αυτόν και τα όργανά του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους ΑΠ 229/2004.

Αμοιβή με εντολέα το Δημόσιο / ΟΤΑ

Αν ο δικηγόρος παρείχε υπηρεσίες στο Δημόσιο ή σε ΟΤΑ, προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή του χωρίς να την διεκδικήσει δικαστικά, πρέπει να ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει κατάθεση δικαιολογητικών, έλεγχο των δικαιολογητικών, έκδοση εκκαθάρισης - έγκρισης της δαπάνης, εντολή πληρωμής. Σε κάποιες περιπτώσεις η πληρωμή πραγματοποιείται μετά από έκδοση σχετικού εντάλματος, το οποίο εξοφλείται από τη ΔΟΥ. Αν ο δικηγόρος προσέφερε υπηρεσία ελευθέριου επαγγέλματος στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ από 01-01-2015, έχει τη δυνατότητα να εκδώσει τιμολόγιο μέχρι και το τέλος της ετήσιας περιόδου μέσα στην οποία έγινε η παροχή υπηρεσιών άρ. 11 παρ. 2 περ. ε ν. 4308/2014 άρ. 44 ν. 4308/2014 άρ. 37 παρ. 1 ν. 4308/2014. Αν ο δικηγόρος προσέφερε υπηρεσία ελευθέριου επαγγέλματος στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ μέχρι και 31-12-2014, έχει τη δυνατότητα να εκδώσει τιμολόγιο ακόμη και κατά την είσπραξη της αμοιβής του, δηλαδή μετά την ημέρα εκτέλεσης της εντεταλμένης υπηρεσίας του άρ. 7 παρ. 4 εδ. β ν. 4093/2012 άρ. 6 παρ. 14 ν. 4093/2012 άρ. 6 παρ. 15 ν. 4093/2012. Όταν δικηγόρος αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Δήμου, χωρίς αντιμισθία, η απόφαση διορισμού του πρέπει να λαμβάνεται από τη Δημαρχιακή Επιτροπή, και δεν αρκεί η προφορική ανάθεση του Δημάρχου, ούτε ως εκπροσώπου του Δήμου στο δικαστήριο 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής μπορεί, νομίμως, να επακολουθήσει της διαδικαστικής πράξης της άσκησης αγωγής ή ενδίκων μέσων ΑΠ 254/2016. Η τήρηση των διατάξεων περί ανάθεσης ενεργειών σε δικηγόρο από τη Δημαρχιακή Επιτροπή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 254/2016, γιατί ανάγεται στη δημόσια τάξη ΑΠ 254/2016. Αν, κατ' εξαίρεση, δημιουργείται προφανής κίνδυνος ή ζημία των δημοτικών συμφερόντων, ο δήμαρχος μπορεί να λάβει μέτρα για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Δημαρχιακής Επιτροπής, οφείλει όμως να υποβάλει αμέσως τις ενέργειές του στην έγκρισή της ΑΠ 254/2016 άρ. 114 παρ. 2 πδ. 410/1955. Όταν δικηγόρος αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Δήμου, χωρίς αντιμισθία, και αιτείται αμοιβής πέραν των ελάχιστων ορίων, η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την αμοιβή του αυτή πρέπει να προηγείται της εκτέλεσης της υπεράσπισης, αλλιώς ο δικηγόρος μπορεί να ζητήσει την έκδοση εντάλματος πληρωμής μόνο για την ελάχιστη αμοιβή Πράξη 128/2010 ΕΣ Τμημ. Ι. Αν εντολέας του δικηγόρου για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, και δεν υπάρχει ειδική συμφωνία περί αμοιβής, ο δικηγόρος αμείβεται με όποιο ποσό είναι μεγαλύτερο, μεταξύ του αναφερόμενου στην ΚΥΑ ή το διπλάσιο του αναφερόμενου στον Κώδικα Δικηγόρων ως ελάχιστου ορίου υπολογιζόμενου επί δραχμών ΑΠ 1376/2009. Αν εντολέας του δικηγόρου για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες είναι ΟΤΑ, και δεν υπάρχει ειδική συμφωνία περί αμοιβής, ο δικηγόρος δύναται να διεκδικήσει αμοιβή υπολογιζόμενη αναλογικά επί του αντικειμένου της αγωγής βάσει του Κώδικα Δικηγόρων, γιατί ο ΟΤΑ δεν εξομοιώνεται με το Δημόσιο όσον αφορά τις δικηγορικές αμοιβές ΑΠ 800/2008. Η παραγραφή της απαίτησης κατά ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο άρ. 52 εδ. 3 νδ. 496/1974 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας) ΑΠ 1752/2008. Η παραγραφή της απαίτησης κατά ΝΠΔΔ δεν διακόπτεται από άτυπη αναγνώριση της απαίτησης, παρά μόνο με την τήρηση του προβλεπόμενου τύπου 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Το ΙΚΑ δεν εξομοιώνεται με το Δημόσιο ως προς τον διάφορο τρόπο αμοιβής των Δικηγόρων που χρησιμοποιεί, όταν ο δικηγόρος αμείβεται ανά υπόθεση ΑΠ 920/2006 ΑΠ 318/2007.

Έξοδα

Ο δικηγόρος έχει απαίτηση και για όσα έξοδα είναι απαραίτητα για τη διενέργεια της εντεταλμένης του υπηρεσίας (πχ. μετακίνησης, διατροφής, στέγασης) 219/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Έξοδα απαραίτητα για την εκτέλεση της εντολής είναι και Ο δικηγόρος δικαιούται τις δαπάνες που κατέβαλε εξ ιδίων για τη διεξαγωγή της δίκης ακόμη και επί εργολαβικού δίκης ΑΠ 2015/2007. Αν η αγωγή περιλαμβάνει κονδύλιο για την αμοιβή του δικηγόρου για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου κατά τα νόμιμα ελάχιστα όρια, και για την ίδια παράσταση υπάρχει κονδύλιο δαπάνης για την προείσπραξη που καταβλήθηκε στον δικηγορικό σύλλογο για την παράσταση, το κονδύλιο περί δαπάνης για την προείσπραξη είναι αβάσιμο ΑΠ 862/2015.

Δικαστική δαπάνη και δικηγορική αμοιβή

Η δικηγορική αμοιβή παράστασης στο δικαστήριο και σύνταξης προτάσεων, που αποτελεί απαίτηση του δικηγόρου κατά του εντολέα του, αρμόζει να περιλαμβάνεται στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ΑΠ 2073/2007.

Υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο

Για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου από 01-01-2016

Η παράσταση στο δικαστήριο γίνεται υποχρεωτικά με πληρεξούσιο δικηγόρο άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο Ο διάδικος δεν μπορεί να συντάσσει δικόγραφα με την υπογραφή του, χωρίς υπογραφή δικηγόρου, εκτός Όπου είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, το δικόγραφο πρέπει να φέρει υπογραφή δικηγόρου, διαφορετικά το δικόγραφο είναι άκυρο Ολομ. ΑΠ 1/2010. Η ακυρότητα αυτή θεραπεύεται αν το δικόγραφο κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου, και στη σχετική πράξη κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία υπογράψει δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το δικόγραφο Ολομ. ΑΠ 1/2010. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί ΑΠ 673/2020 άρ. 64 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν το νομικό πρόσωπο δεν παρίσταται στο δικαστήριο δια του νομίμου εκπροσώπου του, η διαδικαστική πράξη της παράστασης είναι απαράδεκτη ΑΠ 673/2020 άρ. 64 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παράστασης του νομικού προσώπου δια του νομίμου εκπροσώπου του ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 673/2020 άρ. 64 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, δεν θίγεται η ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε και η ικανότητά της να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης ΑΠ 673/2020 άρ. 64 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 741 ΑΚ άρ. 766 ΑΚ άρ. 767 ΑΚ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια το στάδιο της εκκαθάρισης ΑΠ 673/2020 άρ. 777 ΑΚ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, και απαιτείται να υφίσταται η νομική προσωπικότητά της προς τον σκοπό της εκκαθάρισης, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφιστάμενη ΑΠ 673/2020 άρ. 777 ΑΚ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, από τη λύση της παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων και αρχίζει η εξουσία των εκκαθαριστών ΑΠ 673/2020 άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, και δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο, εκκαθαριστές είναι οι ίδιοι οι εταίροι ΑΠ 673/2020 άρ. 778 ΑΚ. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, οι ομόρρυθμοι εταίροι, ως εκκαθαριστές της εταιρείας, ενεργούν από κοινού, και έχουν εφεξής την εξουσία εκπροσώπησης δικαστικώς και εξωδίκως της εταιρίας ΑΠ 673/2020 άρ. 778 ΑΚ. Αν λυθεί ομόρρυθμη εταιρεία, και εκκαθαριστές της είναι οι ομόρρυθμοι εταίροι της, η εταιρεία παρίσταται με αυτούς στο δικαστήριο ΑΠ 673/2020 άρ. 64 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 778 ΑΚ.

Για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου έως την 31-12-2015

Η παράσταση στο δικαστήριο γίνεται υποχρεωτικά με πληρεξούσιο δικηγόρο άρ. 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο Ο διάδικος δεν μπορεί να συντάσσει δικόγραφα με την υπογραφή του, χωρίς την υπογραφή δικηγόρου,

Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης γραμματίων

Αν δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής για την προβλεπόμενη από το άρ. 61 παρ. 4 ν. 4194/2013 εισφορά προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη ΑΠ 1235/2019 άρ. 61 παρ. 4 εδ. 1 ν. 4194/2013 άρ. 7 παρ. 8 περ. γ ν. 4205/2013. Το απαράδεκτο αυτό δεν προσκρούει στο άρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος, ούτε στο άρ. 6 ΕΣΔΑ ΑΠ 1235/2019. Και αυτό γιατί με τις διατάξεις περί του απαραδέκτου αυτού επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο ΑΠ 1235/2019. Η δυνατότητα συμπλήρωσης της παράλειψης κατάθεσης του γραμματίου προείσπραξης, μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της απόφασης, ισχύει μόνο αν το γραμμάτιο αφορά στην παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση ΑΠ 1235/2019 άρ. 61 παρ. 4 εδ. 2 ν. 4194/2013. Η δυνατότητα συμπλήρωσης της παράλειψης κατάθεσης του γραμματίου προείσπραξης, μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της απόφασης, δεν ισχύει αν το γραμμάτιο αφορά στην κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων ΑΠ 1235/2019 άρ. 61 παρ. 4 εδ. 2 ν. 4194/2013. Αν δεν κατατεθεί το γραμμάτιο προείσπραξης για την κατάθεση ένδικου βοηθήματος ή μέσου, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή της διάταξης προς συμπλήρωση του απαραδέκτου από την παράλειψη κατάθεσης γραμματίου προείσπραξης για παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση ΑΠ 1235/2019 άρ. 61 παρ. 4 εδ. 2 ν. 4194/2013. Το απαράδεκτο αυτό δεν προσκρούει στο άρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος, ούτε στο άρ. 6 ΕΣΔΑ ΑΠ 1235/2019. Και αυτό γιατί με τις διατάξεις περί του απαραδέκτου αυτού επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο ΑΠ 1235/2019. Αν ο δικηγόρος που παρίσταται κατά τη συζήτηση αίτησης αναίρεσης του εντολέα του δεν έχει καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπόμενης εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ΑΠ 605/2017 ΑΠ 1438/2015 ΑΠ Ποιν. 623/2015 ΑΠ Ποιν. 811/2014 άρ. 61 παρ. 4 εδ. 1 ν. 4194/2013 άρ. 7 παρ. 8 περ. γ ν. 4205/2013. Το ίδιο ισχύει και για την παράσταση του δικηγόρου του αναιρεσίβλητου για το δικό του γραμμάτιο προκαταβολής εισφοράς ΑΠ 2126/2017. Το απαράδεκτο αυτό δεν προσκρούει στο άρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος, ούτε στο άρ. 6 ΕΣΔΑ ΑΠ 2126/2017 ΑΠ 605/2017. Και αυτό γιατί με τις διατάξεις περί του απαραδέκτου αυτού επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο ΑΠ 2126/2017 ΑΠ 605/2017. Αν ο δικηγόρος συντάξει και υπογράψει δικόγραφο ένδικου μέσου, δικαιούται αμοιβής, και είναι υπόχρεος στην έκδοση γραμματίου καταβολής κατά την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου ΑΠ 691/2018 σκέψ. I. Αν ο δικηγόρος συντάξει και υπογράψει δικόγραφο ένδικου μέσου, και εξουσιοδοτήσει άλλον δικηγόρο να προβεί στην κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου, ο δικηγόρος που ενεργεί κατ' εξουσιοδότηση την πράξη κατάθεσης δεν είναι υπόχρεος στην έκδοση γραμματίου καταβολής ΑΠ 691/2018 σκέψ. I. Και αυτό γιατί ο κατά την εξουσιοδότηση αυτή ενεργών δικηγόρος επιτελεί στην ουσία εργασία αντίστοιχη εκείνης του αγγέλου, περιοριζόμενος στην corpore εγχείριση του δικογράφου, για την οποία δεν προβλέπεται ιδιαίτερη αμοιβή από τον Κώδικα Δικηγόρων ΑΠ 691/2018 σκέψ. I άρ. 63 επ. ν. 4194/2013 παράρτ. I ν. 4194/2013. Αν δεν κατατεθεί στο δικαστήριο το γραμμάτιο προείσπραξης εισφοράς, όπου αυτό απαιτείται, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη άρ. 61 παρ. 4 εδ. 1 ν. 4194/2013 άρ. 7 παρ. 8 περ. γ ν. 4205/2013. Η προϋπόθεση αυτή της κατάθεσης του γραμματίου προείσπραξης εισφοράς για το παραδεκτό της διαδικαστικής πράξης είναι συνταγματική Ολομ. ΣτΕ 1858/2015. Αν ο δικηγόρος παρίσταται, από 22-12-2017 και μετά, υπέρ εντολέα του κατά τη συζήτηση ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, και δεν καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, η μη προκαταβολή της παράστασης από τον δικηγόρο θεωρείται τυπική παράλειψη και μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του δικηγόρου από το δικαστήριο άρ. 61 παρ. 4 εδ. 2 ν. 4194/2013 άρ. 31 ν. 4509/2017 άρ. 80 ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α 210/22-12-2017). Η προεισπραττόμενη δικηγορική αμοιβή ορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την ΚΥΑ περί καθορισμού ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων Ολομ. ΕΣ Πρακτικά 5ης ΓΣ 21-03-2007. Για την προεισπραττόμενη δικηγορική αμοιβή εκδίδεται τετραπλότυπο γραμμάτιο από τον Δικηγορικό Σύλλογο, στο οποίο βεβαιώνεται η προείσπραξη εισφοράς από τον Δικηγορικό Σύλλογο. Οι δικηγορικοί σύλλογοι για τις αμοιβές δικηγόρου για παράσταση στα δικαστήρια εκδίδουν τετραπλότυπη απόδειξη είσπραξης, θεωρημένη από τη ΔΟΥ άρ. 8 παρ. 1 εδ. 1 ν. 1882/1990. Οι γραμματείες των δικαστηρίων καλούνται να μην δέχονται την κατάθεση δικογράφων αν δεν επισυνάπτονται σε αυτά δύο από τα παραπάνω αντίτυπα των αποδείξεων είσπραξης άρ. 8 παρ. 1 εδ. 3 ν. 1882/1990 άρ. 8 παρ. 1 εδ. 4 ν. 1882/1990. Κατά μια άποψη, οι διατάξεις που αναφέρουν ότι οι πράξεις του δικηγόρου είναι άκυρες αν δεν περιλαμβάνουν ένσημο του Ταμείου Δικηγόρων είναι αντισυνταγματικές, και πρέπει να μην εφαρμόζονται 23/2007 Ειρ.Νίκαιας.

Αμοιβές βάσει του Κώδικα Δικηγόρων του 1954

Η σύμβαση για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου μπορεί να καταρτιστεί ρητά ή σιωπηρά ΑΠ 372/2000 ΑΠ 939/2013. Η συμφωνία περί αμοιβής του δικηγόρου μπορεί να συνάπτεται γραπτά ή προφορικά, αποδεικνύεται δε με έγγραφα, όρκο ή ομολογία άρ. 95 παρ. 2 νδ. 3026/1954 ΑΠ 372/2000 1427/2009 Εφ.Αθηνών 602/2008 Εφ.Αθηνών. Οι περιορισμοί περί απόδειξης της συμφωνίας περί δικηγορικής αμοιβής με έγγραφο, την οποία θέτουν τα άρθρα 95 παρ. 2 εδ. 2 νδ. 3026/1954 και άρθρο 166 νδ. 3026/1954, δεν ισχύουν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ 32/2014 Ειρ.Χαλανδρίου. Η σιωπηρή κατάρτιση συμφωνίας για την αμοιβή του δικηγόρου, όσον αφορά τα ελάχιστα όρια δικηγορικής αμοιβής, μπορεί να συναχθεί από τη μακρόχρονη συνεργασία δικηγόρου και πελάτη και την έλλειψη αντιρρήσεων περί των αμοιβών που όριζε σιωπηρώς ο δικηγόρος ΑΠ 939/2013. Αν υπάρχει ειδική συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου, η αμοιβή καθορίζεται με βάση τη συμφωνία αυτού και του εντολέα του ΑΠ 1152/2017. Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου, αυτή καθορίζεται με βάση τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται στα άρ. 99 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων ΑΠ 1152/2017. Αν υπάρχει συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου, και ο εντολέας έδωσε τη σχετική εντολή στο όνομα και για λογαριασμό του, ο εντολέας οφείλει την αμοιβή ΑΠ 1152/2017. Οι διατάξεις περί αναλογικής αμοιβής του δικηγόρου επί της αξίας του επίδικου αντικειμένου δεν είναι αντισυνταγματικές ΑΠ 254/2016. Για την παροχή εργασίας από δικηγόρο στον εντολέα του η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται και με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης άρ. 7 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2753/1999. Για την προείσπραξη της ελάχιστης αμοιβής από τον Δικηγορικό Σύλλογο εκδίδεται τετραπλότυπη απόδειξη άρ. 7 παρ. 3 εδ. 1 ν. 2753/1999. Για παροχή υπηρεσιών από 06-11-2013 έως και σήμερα άρ. 7 παρ. 14 ν. 4205/2013 (ΦΕΚ Α 242/06-11-2013) άρ. 10 ν. 4205/2013 Για παροχή υπηρεσιών από 27-09-2013 έως και 05-11-2013 άρ. 58 παρ. 3 ν. 4194/2013 παραρτ. I ν. 4194/2013 άρ. 165 παρ. 3 ν. 4194/2013 Για παροχή υπηρεσιών από 02-07-2011 έως και 26-09-2013 άρ. 96 νδ. 3026/1954 άρ. 5 παρ. 8 ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/02-03-2011) άρ. 10 παρ. 2 ν. 3919/2011 Για παροχή υπηρεσιών από 01-01-2008 έως και 01-07-2011 ΚΥΑ. 1117864/2297/Α0012 ΠΟΛ. 1146/2007 (ΦΕΚ Β 2422/2007) Για παροχή υπηρεσιών από 01-01-2006 έως και 31-12-2007 ΚΥΑ. 120867/30-12-2005 (ΦΕΚ Β 1964/2005) Για παροχή υπηρεσιών από 01-01-2004 έως και 31-12-2005 ΚΥΑ. 1085081/1473/Α0012 ΠΟΛ. 1108/2003 (ΦΕΚ Β 1960/2003) παρ. 1 ΚΥΑ. 1104033/2206/Α0012 ΠΟΛ. 1135/2003 (ΦΕΚ Β 1969/2003) Για παροχή υπηρεσιών από 01-01-2001 έως και 31-12-2003 ΚΥΑ. 1118877/2240/Α0012 ΠΟΛ. 1314/2000 (ΦΕΚ Β 1626/2000) άρ. 4 παρ. 12 ν. 2873/2000 (ΦΕΚ Α 285/28-12-2000) άρ. 7 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2753/1999 άρ. 7 παρ. 8 εδ. 1 ν. 2753/1999 άρ. 4 παρ. 9 ΠΟΛ. 1099/2001 Για παροχή υπηρεσιών από 01-07-2000 έως και 31-12-2000 παρ. 2 ΚΥΑ. 1007604/132/Α0012 ΠΟΛ. 1017/2000 (ΦΕΚ Β 77/2000) παρ. 2 ΚΥΑ. 1058635/1233/Α0012 ΠΟΛ. 1201/2000 (ΦΕΚ Β 804/2000) άρ. 7 παρ. 3 εδ. 1 ν. 2753/1999 άρ. 7 παρ. 8 ν. 2753/1999 Για παροχή υπηρεσιών από 01-01-2000 έως και 30-06-2000 παρ. 2 ΚΥΑ. 1007604/132/Α0012 ΠΟΛ. 1017/2000 (ΦΕΚ Β 77/2000) ΚΥΑ. 1121675/2031/Α0012 ΠΟΛ. 1269/1999 (ΦΕΚ Β 2295/1999) παρ. 1 ΚΥΑ. 1007604/132/Α0012 ΠΟΛ. 1017/2000 (ΦΕΚ Β 77/2000) άρ. 7 παρ. 3 εδ. 1 ν. 2753/1999 άρ. 7 παρ. 8 ν. 2753/1999 Ο δικηγόρος δικαιούται τη μεγαλύτερη από τις δύο αμοιβές, είτε την ποσοστιαία αμοιβή κατά τον Κώδικα Δικηγόρων είτε την αμοιβή κατά την ΚΥΑ ΑΠ 797/2007 705/2006 Εφ.Θεσσαλονίκης. Αν δεν υπάρχει συμφωνία, και δεν προβλέπεται ειδικότερη αμοιβή από τον νόμο, ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβής για εξωδικαστική ενέργεια συναφή με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, υπολογιζόμενη ανά ώρα απασχόλησής του ΑΠ 862/2015. Η συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα περί αμοιβής του δικηγόρου με αμοιβή μικρότερου ύψους από τα ελάχιστα προβλεπόμενα είναι άκυρη 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Η συμφωνία αυτή θεωρείται ως μη γενόμενη 580/2012 Εφ.Πειραιώς άρ. 174 ΑΚ άρ. 180 ΑΚ. Η σύμβαση μεταξύ δικηγόρου και πελάτη προς διεξαγωγή υποθέσεων του τελευταίου επ' αμοιβή αποτελεί σύμβαση αμειβόμενης (έμμισθης) εντολής ΑΠ 1153/2015 ΑΠ 393/2013 ΑΠ 476/2007. Την αμοιβή του δικηγόρου οφείλει ο εντολέας του, που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον κύριο της υπόθεσης ΑΠ 1167/2007. Υπόχρεος προς πληρωμή της αμοιβής του δικηγόρου είναι εκείνος που έδωσε την εντολή προς διεξαγωγή ή υπεράσπιση της υπόθεσης για την οποία αφορά η αμοιβή, και όχι ο κύριος της υπόθεσης όταν αυτός δεν είναι ο εντολέας ΑΠ 140/2007 άρ. 91 παρ. 1 νδ. 3026/1954. Αν μοναδικός εντολέας του δικηγόρου για την εκπροσώπηση Δημάρχου ήταν ο Δήμος, υπεύθυνος για την πληρωμή του δικηγόρου είναι ο Δήμος 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Αν ο εντολέας έδωσε εντολή για την ενέργεια επ' ονόματί του και για λογαριασμό του, αυτός οφείλει την αμοιβή του δικηγόρου, ακόμη και αν δεν είναι διάδικος 1427/2009 Εφ.Αθηνών. Ο δικηγόρος που ορίστηκε από άλλο δικηγόρο προς υπεράσπιση της υπόθεσης ή προς συμπαράσταση στην υπόθεση, βάσει συμφωνίας μεταξύ του αρχικού εντολέα και του αρχικά εντεταλμένου δικηγόρου που επέτρεπε την υποκατάσταση ή τη συμπαράσταση, έχει δικαίωμα απευθείας αγωγής κατά του αρχικού εντολέα, χωρίς να ευθύνεται παράλληλα ο πρώτος εντολοδόχος δικηγόρος ΑΠ 140/2007. Η αγωγή που συντάχθηκε και υπογράφθηκε από τον δικηγόρο, χωρίς εντολή του πελάτη του, είναι αρχικά άκυρη, αλλά μπορεί να ισχυροποιηθεί αργότερα από τον εντολέα ΑΠ 1614/2006. Ο ισχυρισμός ότι το αίτημα της αγωγής είναι εξογκωμένο αποτελεί ένσταση, η οποία μπορεί να προβληθεί από τον εναγόμενο ΑΠ 644/2013 άρ. 102 νδ. 3026/1954. Αν η αγωγή του δικηγόρου στρέφεται κατά του εντολέα του, για αμοιβή επί εργασίας στην οποία εντολείς ήταν περισσότεροι, και ο εναγόμενος προβάλει ένσταση μερικής εξόφλησης, η ένστασή του πρέπει να αναφέρει ποιο επακριβώς ποσό έχει καταβληθεί από τον συγκεκριμένο εντολέα στον δικηγόρο, αλλιώς η ένσταση του είναι αόριστη και απαράδεκτη 580/2012 Εφ.Πειραιώς. Η αμοιβή του δικηγόρου αυξάνεται κατά 5% σε περίπτωση που εντολείς του είναι περισσότεροι του ενός, η αμοιβή όμως δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο της αμοιβής άρ. 167 νδ. 3026/1954. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ενώ στην απλή ομοδικία η αμοιβή ορίζεται σύμφωνα με τις επιμέρους απαιτήσεις κάθε διαδίκου 705/2006 Εφ.Θεσσαλονίκης 8653/1999 Εφ.Αθηνών. Ο ΦΠΑ επί δικηγορικής αμοιβής, μπορεί να αποτελέσει αίτημα αγωγής δικηγορικής αμοιβής 32/2014 Ειρ.Χαλανδρίου άρ. 69 παρ. 1 εδ. 5 ΚΠολΔ, με έναρξη της σχετικής τοκοφορίας από την καταβολή του κεφαλαίου της αμοιβής, ακόμη και βάσει της δικαστικής απόφασης 32/2014 Ειρ.Χαλανδρίου. Ενδεικτικά παραδείγματα αμοιβής δικηγόρου για ενέργειές του είναι Η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται, και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενήργησε την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή ενήργησε την εξώδικη πράξη ή έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του 712/2008 Εφ.Πατρών. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για τη σύνταξη αγωγής, αν διατύπωσε ο ίδιος την αγωγή και αν υπέγραψε ο ίδιος την αγωγή Ολομ. ΑΠ 9/2008 712/2008 Εφ.Πατρών. Ο δικηγόρος δεν δικαιούται αμοιβή αν μόνο τη διατύπωσε ή αν μόνο την υπέγραψε Ολομ. ΑΠ 9/2008 712/2008 Εφ.Πατρών. Αν ο δικηγόρος δεν διατύπωσε το περιεχόμενο του εγγράφου της αγωγής ο ίδιος, αλλά άλλος δικηγόρος, ο δικηγόρος δεν δικαιούται αμοιβής, ακόμη και αν υπέγραψε ή συνυπέγραψε το έγγραφο Ολομ. ΑΠ 9/2008. Η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του για τη σύνταξη αγωγής γεννάται από τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής Ολομ. ΑΠ 14/2008. Η αξίωση αυτή δεν καταλύεται ακόμη και αν ο εντολέας ανακαλέσει την εντολή μετά την κατάθεση της αγωγής αλλά πριν την επίδοσή της, ή αν ματαιωθεί η εκδίκαση της αγωγής Ολομ. ΑΠ 14/2008. Αν δεν υπάρχει συμφωνία για την αμοιβή του δικηγόρου, και δεν συντρέχει περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής με βάση συντελεστή, το ελάχιστο όριο της νόμιμης αμοιβής θα το ορίσει το δικαστήριο 602/2008 Εφ.Αθηνών. Η αμοιβή του δικηγόρου επί σύνταξης αγωγής θα εξαρτηθεί από το αίτημα της αγωγής που συνέταξε 1140/2008 Εφ.Θεσσαλονίκης. Αν το αίτημα της αγωγής συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής υπολογίζεται με βάση το ποσό που ζητείται ως κεφάλαιο, επαυξημένο με τους τυχόν αξιούμενους τόκους μέχρι τον χρόνο της άσκησης της αγωγής, ή αν επακολούθησε συζήτησή της, μέχρι τον χρόνο της πρώτης συζήτησής της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 793/2019. Και αυτό, γιατί αν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διαμορφώνεται τελικά κατ' άρ. 224 ΚΠολΔ το αντικείμενο της αγωγής, και οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας του ΑΠ 793/2019 άρ. 224 ΚΠολΔ. Αν το αίτημα της αγωγής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής υπολογίζεται με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής κατά τον χρόνο της άσκησής της, ή αν επακολούθησε συζήτησή της, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησής της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 793/2019. Και αυτό, γιατί αν επακολούθησε συζήτηση της αγωγής, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διαμορφώνεται τελικά κατ' άρ. 224 ΚΠολΔ το αντικείμενο της αγωγής, και οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας του ΑΠ 793/2019 άρ. 224 ΚΠολΔ. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για προτάσεις μόνο αν τις διατύπωσε ο ίδιος, και τις υπέγραψε ο ίδιος και τις κατέθεσε ΑΠ 2/2008 ΑΠ 89/2009. Μόνη η διατύπωση προτάσεων δεν αρκεί για να γεννηθεί δικαίωμα αμοιβής του δικηγόρου, ακόμη και αν υπάρχει συμφωνία περί χρονοχρέωσης με τον πελάτη του ΑΠ 2/2008. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για την παράσταση για αναβολή ενώπιον δικαστηρίου, υπολογιζόμενη στο μισό της κατά την ΚΥΑ αμοιβής για παράσταση στο δικαστήριο ΑΠ 862/2015. Για τη σύνταξη πρόσθετων λόγων ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ο δικηγόρος δεν δικαιούται ποσοστιαία αμοιβή, αλλά πάγια αμοιβή ΑΠ 956/2007 άρ. 106 παρ. 4 νδ. 3026/1954. Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη και υπογραφή αίτησης διαταγής πληρωμής υπολογίζεται ως ποσοστό 1% επί του αιτούμενου κεφαλαίου, ακόμη και αν δεν πρόκειται για διαταγή πληρωμής βάσει πιστωτικού τίτλου (πχ βάσει σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού) ΑΠ 1880/2005. Η αμοιβή του δικηγόρου, ως πληρεξούσιου δικηγόρου του καθ' ου η ανακοπή, για τη σύνταξη και υπογραφή προτάσεων επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής υπολογίζεται ως ποσοστό 2% επί του αντικειμένου των διαταγών πληρωμής ΑΠ 1879/2005. Η αμοιβή του δικηγόρου επί ανακοπής του άρ. 933 ΚΠολΔ, κρίνεται βάσει του χρηματικού ποσού για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, όχι βάσει του πλειστηριάσματος 158/2009 Εφ.Δωδεκανήσου ΑΠ 1114/2005. Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη και υπογραφή ασφαλιστικών μέτρων, πλην περί νομής, υπολογίζεται ως ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ΑΠ 644/2013. Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη και υπογραφή ασφαλιστικών μέτρων περί νομής επί μη προσοδοφόρου ακινήτου υπολογίζεται ως ποσοστό 2% επί της αξίας του ακινήτου ΑΠ 837/2003 άρ. 116 παρ. 1 νδ. 3026/1954 άρ. 116 παρ. 2 εδ. 1 νδ. 3026/1954. Για τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων περί την εκτέλεση (πχ. αίτηση αναστολής εκτέλεσης, αίτηση αναστολής πλειστηριασμού, ανακοπή διόρθωσης κατασχετήριας έκθεσης), ο δικηγόρος δεν δικαιούται ποσοστιαία αμοιβή, αλλά πάγια αμοιβή ΑΠ 956/2007 άρ. 128 νδ. 3026/1954. Για τη σύνταξη αίτησης εξάλειψης προσημείωσης, ο δικηγόρος δεν δικαιούται ποσοστιαία αμοιβή, αλλά πάγια αμοιβή ΑΠ 956/2007 άρ. 176 νδ. 3026/1954 άρ. 114 παρ. 3 νδ. 3026/1954. Σε διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν ο ίδιος δικηγόρος παρασταθεί και στη συζήτηση προσωρινής και στη συζήτηση οριστικής τιμής πρώτης προσφοράς, δικαιούται μόνο μία αμοιβή, γιατί πρόκειται για την ίδια υπόθεση ΑΠ 687/2006. Ο δικηγόρος δεν δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για την παράσταση ενώπιον γραμματέα δικαστηρίου για σύνταξη έκθεσης, αν η ενέργεια αυτή δεν είναι αυτοτελής αλλά μόνο ολοκληρώνει κατά νόμο την κύρια ενέργεια του δικηγόρου ΑΠ 1117/2000. Το δικαστήριο, έχοντας ως δεδομένο ότι έχει ασκηθεί ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, μπορεί να συνάγει εξ αυτού κατά δικαστικό τεκμήριο ότι η διαταγή πληρωμής είχε επιδοθεί, και να επιδικάσει τα έξοδα επίδοσης στον δικηγόρο που τα επιβαρύνθηκε και τα αιτείται με αγωγή 712/2008 Εφ.Πατρών. Για την εκδίκαση αγωγής δικηγορικής αμοιβής περί εξώδικης εργασίας του δικηγόρου, αν για τη διεξαγωγή της εργασίας δεν απαιτείται νομική κατάρτιση, μελέτη και επαγγελματική απασχόληση του δικηγόρου, εφαρμόζεται η τακτική διαδικασία 32/2014 Ειρ.Χαλανδρίου. Για τις ενέργειες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου υπολογίζεται όπως και για τα πολιτικά δικαστήρια (ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης κλπ.) ΑΠ 1835/2008. Και για τις ενέργειες της προδικασίας στα διοικητικά δικαστήρια, η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου υπολογίζεται κατά την ποσοστιαία αμοιβή του Κώδικα περί Δικηγόρων Ολομ. ΑΠ 7/2005. Αν έχουν κατατεθεί αντίθετες εφέσεις κατά της ίδιας απόφασης και συνεκδικαστούν, ο δικηγόρος δικαιούται ξεχωριστής αμοιβής για παράσταση ενώπιον του Εφετείου για κάθε μία των εφέσεων που συνεκδικάστηκαν ΑΠ 1117/2000. Αν έχουν κατατεθεί αντίθετες αγωγές, και οι εφέσεις κατά των διαφορετικών αποφάσεων συνεκδικαστούν, ο δικηγόρος δικαιούται ξεχωριστής αμοιβής για παράσταση ενώπιον του Εφετείου για κάθε μία των εφέσεων που συνεκδικάστηκαν ΑΠ 1117/2000. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλου ιδιοκτησίας ή τη σύνταξη ιδιωτικών ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες με μόνη τη σύνταξη του εγγράφου 712/2008 Εφ.Πατρών. Ο δικηγόρος δεν δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για τη σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση αγωγής, τριτανακοπής, εφέσεως και οποιασδήποτε άλλης πράξης, αν έχει συντάξει ο ίδιος το προς επίδοση έγγραφο ΑΠ 1117/2000 956/2008 Εφ.Πατρών άρ. 134 παρ. 2 νδ. 3026/1954. Ο δικηγόρος δεν δικαιούται αμοιβής για τις εξωδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη, αν επακολουθήσει αναγκαίως συναπτόμενη με αυτές δικαστική ενέργειά του 108/2010 Πράξη ΕΣ Τμήμα Ι. Ο δικηγόρος δεν δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για τη συμβουλή που δίνει στον πελάτη του, αν επακολουθήσει άλλη δικαστική ή εξώδικη ενέργεια που συνάπτεται με τη συμβουλή 1427/2009 Εφ.Αθηνών. Ο δικηγόρος δικαιούται αμοιβή για την παροχή νομικής συμβουλής μετά μελέτη εγγράφων μόνο αν η ενέργεια του δικηγόρου περιορίζεται εκεί, χωρίς να επακολουθήσει δικαστική ενέργεια ΑΠ 862/2015. Οι συμβουλές δικηγόρου προς τον πελάτη του, οι οποίες δίνονται για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που εμφανίζονται και την πληρέστερη υπεράσπιση της υπόθεσης, και μετά από τις οποίες επακολούθησε δικαστική ενέργεια, δεν αμείβονται ιδιαίτερα, αλλά λαμβάνονται υπόψη για την επαύξηση της αμοιβής για τη δικαστική ενέργεια άρ. 98 παρ. 1 νδ. 3026/1954 ΑΠ 862/2015.

Επαύξηση δικηγορικής αμοιβής

Το δικαστήριο, κατά την κρίση του, έχει τη δυνατότητα, αν προτείνονται σχετικά πραγματικά περιστατικά, να επαυξήσει την προβλεπόμενη ως ελάχιστη αμοιβή άρ. 98 παρ. 1 νδ. 3026/1954. Τα κριτήρια που ορίζει το άρ. 98 νδ. 3026/1954 για την επαύξηση της δικηγορικής αμοιβής είναι η επιστημονική εργασία, η αξία και το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, ο χρόνος που καταναλώθηκε, η σπουδαιότητα της διαφοράς, οι ιδιάζουσες περιστάσεις και οι εν γένει ενέργειες ΑΠ 630/2015. Αν η εργασία του δικηγόρου είναι τυπική, όπως η κλήση προς συζήτηση ή η αναβολή υπόθεσης, ο δικηγόρος δεν δικαιούται προσαύξησης στην αμοιβή αυτή 580/2012 Εφ.Πειραιώς. Το δικαστήριο κρίνει την επαύξηση βάσει των κριτηρίων του άρ. 98 νδ. 3026/1954, και επί παραδείγματι: Η αμοιβή του δικηγόρου επί αγωγής μπορεί να επαυξηθεί σε σχέση με τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων, αν υπάρχει ικανός χρόνος απασχόλησης, αν αυτό δικαιολογείται από το είδος και την ποιότητα της επιστημονικής εργασίας και την επιμέλεια του δικηγόρου, αν το οικονομικό αντικείμενο της αγωγής ήταν μεγάλο, αν η αγωγή είχε σπουδαιότητα για τα οικονομικά συμφέροντα του εντολέα και αν αναλώθηκε ικανός χρόνος για τη σύνταξη της αγωγής λόγω των πολλών και ποικίλων νομικών θεμάτων της 580/2012 Εφ.Πειραιώς άρ. 98 παρ. 1 νδ. 3026/1954. Η αμοιβή του δικηγόρου επί προτάσεων μπορεί να επαυξηθεί σε σχέση με τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων, αν αυτό δικαιολογείται από το είδος και την ποιότητα της επιστημονικής εργασίας και την επιμέλεια του δικηγόρου, αν το οικονομικό αντικείμενο της αγωγής ήταν μεγάλο, αν η αγωγή είχε σπουδαιότητα για τα οικονομικά συμφέροντα του εντολέα και αν αναλώθηκε ικανός χρόνος για τη σύνταξη των προτάσεων λόγω των πολλών και ποικίλων νομικών θεμάτων της αγωγής αλλά και την ενδελεχή αξιολόγηση πολλών επικαλούμενων εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων 580/2012 Εφ.Πειραιώς άρ. 98 παρ. 1 νδ. 3026/1954. Ο καθορισμός αυξημένης αμοιβής στον δικηγόρο, απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ΑΠ 630/2015 άρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό γιατί απορρέει από τη συνδρομή και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν την σπουδαιότητα της παρασχεθείσας επιστημονικής εργασίας, την αξία και το είδος της υπόθεσης και τις λοιπές περιστάσεις και ενέργειες που σχετίζονται με αυτή ΑΠ 630/2015.

Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή κατά τον Κώδικα Δικηγόρων του 1954

Η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή επιβαρύνει τον οφειλέτη ΑΠ 630/2015. Η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης ΑΠ 630/2015. Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί εκτελεστό τίτλο όσον αφορά την αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξή της, αλλά μόνο για το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση ΑΠ 630/2015. Αν η ζητούμενη αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής υπερβαίνει το ελάχιστο όριο, και έχει ασκηθεί ανακοπή του άρ. 933 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να μειώσει και να ακυρώσει την επιταγή κατά το υπερβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που ορίζει η διάταξη του άρ. 98 νδ. 3026/1954 ΑΠ 630/2015. Κατά την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, αν η αμοιβή του δικηγόρου δεν έχει εκκαθαριστεί με δικαστική απόφαση, ο οφειλέτης δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή ως προς το υπερβάλλον 2967/1978 Ειρ.Αθηνών 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Η επιταγή προς πληρωμή αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά τον υπολογισμό των εξόδων εκτέλεσης μόνο για το ελάχιστο όριο της αμοιβής 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου 160/2009 Μον.Πρ.Θηβών 102/2009 Πολ.Πρ.Ρόδου. Αν με την επιταγή προς πληρωμή αιτείται ποσό παραπάνω του ελάχιστου ορίου, το δικαστήριο της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, αφού κρίνει λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια περί επαύξησης της δικηγορικής αμοιβής, μπορεί να μειώσει την αμοιβή και να ακυρώσει την επιταγή κατά το υπερβάλλον 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου 160/2009 Μον.Πρ.Θηβών 109/2005 Εφ.Πειραιώς. Για το υπερβάλλον του ελάχιστου ορίου, επιβάλλεται να εκκαθαριστεί το ποσό με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή και την καταδίκη του οφειλέτη προς πληρωμή, ώστε έπειτα να συνυπολογιστεί το υπερβάλλον του ελάχιστου ορίου ποσό στα έξοδα εκτέλεσης 102/2009 Πολ.Πρ.Ρόδου. Επί επιταγής προς πληρωμή και καταβολής από τον τρίτο, αν το ποσό που καταβλήθηκε είναι υπερβολικό, ζημιωμένος είναι ο καταβάλων, ο δε απαιτών δεν έχει έννομο συμφέρον να προτείνει το υπερβολικό της απαίτησης ΑΠ 1586/2009. Αν το επιδικαζόμενο ποσό είναι μικρό, η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή μπορεί να περιοριστεί πέραν του ελαχίστου ορίου ώστε να ανέρχεται μέχρι και το 1/4 της απαίτησης ΑΠ 630/2015. Και αυτό για να προστατευθούν οι μικροοφειλέτες, καθώς αν η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής υπολογιζόταν βάσει των καθοριζόμενων από το άρ. 127 νδ. 3026/1954, ήταν δυνατό η αμοιβή να είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση προς την όλη οφειλή ΑΠ 630/2015. Το 1/4 επί της απαίτησης δεν αποτελεί ανώτατο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή ΑΠ 630/2015. Η μεγαλύτερη αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή δικαιολογείται στην περίπτωση δυσκολίας σύνταξης της επιταγής, ανάλογα και με το ποσό της οφειλής ΑΠ 630/2015. Αν η σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει δυσκολία και δικαιολογεί ποσό μεγαλύτερο του προσδιοριζόμενου από τον νόμο ως ελαχίστου ορίου, η επίλυση της διαφοράς, ως προς το ύψος της αμοιβής θα γίνει από το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ΑΠ 630/2015.

Εργολαβικό δίκης

Ο δικηγόρος μπορεί να συμβληθεί με τον πελάτη του με εργολαβικό δίκης, δηλαδή να έρθει σε συμφωνία με τον πελάτη του κατά την οποία η αμοιβή του δικηγόρου ή το είδος της αμοιβής του δικηγόρου να εξαρτάται από αίρεση ΑΠ 65/2010 άρ. 92 παρ. 3 εδ. 1 νδ. 3026/1954. Συνήθεις αιρέσεις στο εργολαβικό είναι αυτή της επιτυχούς έκβασης της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ΑΠ 65/2010. Αν η συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη δεν εξαρτά την αμοιβή αποκλειστικά από την έκβαση της υποθέσεως, και δεν αναφέρει ότι, σε περίπτωση ήττας, ο δικηγόρος δεν δικαιούται καμία αμοιβή, το συμφωνητικό δεν αποτελεί εργολαβικό δίκης ΑΠ 1153/2015. Αν η συμφωνία για την εργολαβία δίκης δεν περιλαμβάνει όρο για την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του δικηγόρου να διεξάγει τη δίκη μέχρι την τελεσιδικία της ή την ανατεθείσα εργασία μέχρι την περάτωσή της ΑΠ 1239/2003, και δεν περιλαμβάνει όρο ότι ο δικηγόρος δεν θα λάβει οποιαδήποτε αμοιβή σε περίπτωση αποτυχίας, η σύμβαση είναι ανίσχυρη ΑΠ 65/2010 ΑΠ 451/2000 άρ. 92 παρ. 5 εδ. 1 νδ. 3026/1954 άρ. 3 ΑΚ άρ. 174 ΑΚ άρ. 180 ΑΚ, άκυρη ΑΠ 1239/2003, θεωρείται ως μη γενόμενη ΑΠ 1239/2003, και δεν συνεπάγεται κανένα αποτέλεσμα ΑΠ 1239/2003 ΑΠ 451/2000. Η ακυρότητα αναφέρεται ρητά εκ του νόμου μόνο επί συμφωνίας περί την έκβαση της δίκης άρ. 92 παρ. 5 νδ. 3026/1954, το ίδιο όμως ισχύει και στην περίπτωση συμφωνίας που εξαρτά την αμοιβή από το αποτέλεσμα της εργασίας ΑΠ 1239/2003. Η εγκυρότητα της σύμβασης εργολαβίας δίκης μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 451/2000. Η αμοιβή με βάση εργολαβικό δίκης μπορεί να συμφωνηθεί και σε ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης ΑΠ 48/2006 ΑΠ 451/2000, αλλά το ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% επί του αντικειμένου της δίκης ΑΠ 451/2000 άρ. 92 παρ. 3 εδ. 2 νδ. 3026/1954. Η απαίτηση του δικηγόρου βάσει εργολαβικού δίκης γεννιέται όταν η δίκη διεξαχθεί επιτυχώς ΑΠ 1373/2007, ή όταν η δίκη επιλυθεί με συμβιβασμό ΑΠ 1373/2007, (δηλαδή από τη στιγμή που ο εντολέας ικανοποιηθεί από τη δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς του με ενέργειες του δικηγόρου ΑΠ 193/2008), ή όταν περαιωθεί η εργασία ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Το εργολαβικό δίκης δεν είναι άκυρο από μόνο τον λόγο ότι δεν έχει συνταχθεί εγγράφως ΑΠ 768/2000, εκτός αν η δίκη αφορά σε εργατικές διαφορές ή σε αυτοκινητικές διαφορές. Αν η δίκη αφορά σε εργατικές διαφορές, και το εργολαβικό δίκης δεν έχει συνταχθεί εγγράφως, το εργολαβικό δίκης είναι άκυρο ΑΠ 65/2010 άρ. 92 παρ. 4 νδ. 3026/1954. Αν η δίκη αφορά σε εργατικές διαφορές, και το εργολαβικό δίκης δεν γνωστοποιηθεί στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο άρ. 92 παρ. 4 εδ. 1 νδ. 3026/1954 εντός 20 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης άρ. 92 παρ. 4 εδ. 4 νδ. 3026/1954, το εργολαβικό δίκης είναι άκυρο ΑΠ 65/2010 άρ. 92 παρ. 4 εδ. 5 νδ. 3026/1954. Η ακυρότητα της σύμβασης λόγω μη έγγραφης κατάρτισης και μη εμπρόθεσμης γνωστοποίησης στον Δικηγορικό Σύλλογο ισχύει αναδρομικά Ολομ. ΑΠ 27/2008 ΑΠ 1802/2008. Η ακυρότητα της σύμβασης λόγω μη έγγραφης κατάρτισης και μη εμπρόθεσμης γνωστοποίησης στον Δικηγορικό Σύλλογο είναι συνταγματική Ολομ. ΑΠ 27/2008 ΑΠ 1802/2008. Αν η δίκη αφορά σε αυτοκινητικές διαφορές άρ. 681 Α ΚΠολΔ, και το εργολαβικό δίκης δεν έχει συνταχθεί εγγράφως, και η σύμβαση συνάφθηκε από τις 04-07-2006 και μετά άρ. 16 παρ. 7 ν. 3472/2006 άρ. 21 ν. 3472/2006 ΦΕΚ Α 135/04-07-2006, το εργολαβικό δίκης είναι άκυρο άρ. 92 παρ. 4 περ. Α εδ. 1 νδ. 3026/1954. Αν η δίκη αφορά σε αυτοκινητικές διαφορές άρ. 681 Α ΚΠολΔ, και το εργολαβικό δίκης δεν γνωστοποιηθεί στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο άρ. 92 παρ. 4 εδ. 1 νδ. 3026/1954 εντός 20 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης άρ. 92 παρ. 4 εδ. 4 νδ. 3026/1954, το εργολαβικό δίκης είναι άκυρο άρ. 92 παρ. 4 εδ. 5 νδ. 3026/1954. Η ακυρότητα της σύμβασης λόγω μη έγγραφης κατάρτισης και μη εμπρόθεσμης γνωστοποίησης στον Δικηγορικό Σύλλογο ισχύει αναδρομικά ΑΠ 1802/2008. Η ακυρότητα της σύμβασης λόγω μη έγγραφης κατάρτισης και μη εμπρόθεσμης γνωστοποίησης στον Δικηγορικό Σύλλογο είναι συνταγματική ΑΠ 1802/2008. Αν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση στην οποία αφορά το εργολαβικό δίκης, ο δικηγόρος δεν αποκτά αυτοδικαίως το ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης, το οποίο αποτελεί την αμοιβή του ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Αν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση στην οποία αφορά το εργολαβικό δίκης, ο δικηγόρος έχει ενοχική αξίωση έναντι του εντολέα του για τη μεταβίβαση ή την καταβολή του ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Αν η δίκη αφορά σε αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά την ειδική διαδικασία προσδιορισμού τιμής μονάδας και αναγνώρισης δικαιούχων, η δικηγορική αμοιβή βάσει του εργολαβικού δίκης δεν μπορεί να είναι κατώτερη των ελάχιστων ορίων που προβλέπονται στον Κώδικα Δικηγόρων άρ. 9 παρ. 1 εδ. 2 ν. 1093/1980 άρ. 92 παρ. 3 νδ. 3026/1954. Η συμφωνία εργολαβίας δίκης συνεχίζει να ισχύει μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης ΑΠ 880/2007 ΑΠ 580/2000. Αν η συμφωνία καταργηθεί με νεότερη αντίθετη συμφωνία, η αρχική συμφωνία παύει να ισχύει ΑΠ 880/2007 ΑΠ 580/2000. Η αντίθετη συμφωνία μπορεί γίνει ατύπως και σιωπηρώς, αρκεί να προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν την κατάργηση της σύμβασης περί εργολαβίας δίκης και τον καθορισμό της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου για κάθε δικαστική ή δικηγορική ενέργειά του είτε με βάση τη νέα συμφωνία, είτε με βάση τα προβλεπόμενα ελάχιστα νόμιμα όρια της αμοιβής ΑΠ 880/2007 ΑΠ 580/2000. Αν έχει συναφθεί εργολαβικό δίκης, και ο πελάτης καταβάλει ποσό στον δικηγόρο όσο είναι εκκρεμής η σχετική δίκη, και δεν έχει οριστεί διαφορετικά με την καταβολή, η καταβολή αυτή θεωρείται προκαταβολή του πελάτη προς τον δικηγόρο έναντι της από το εργολαβικό αμοιβής ΑΠ 880/2007 ΑΠ 580/2000. Αν δεν κερδηθεί τελεσίδικα η υπόθεση ο δικηγόρος οφείλει να επιστρέψει την προκαταβολή ΑΠ 580/2000. Η καταβολή αυτή δεν επιφέρει την κατάργηση της σύμβασης εργολαβίας δίκης, εκτός αν συνάγεται έστω και σιωπηρώς ότι με την καταβολή αυτή τα μέρη θέλησαν να παύσει η αρχική σύμβαση και να αμειφθεί ο δικηγόρος με βάση τις προβλεπόμενες στον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβές για όλες τις ενέργειές του σχετικά με την υπόθεση ΑΠ 880/2007 ΑΠ 580/2000. Αν η αγωγή δικηγορικής αμοιβής στηρίζεται σε εργολαβικό δίκης, και δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι όρος της σύμβασης ήταν και ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα λάμβανε αμοιβή, η αγωγή είναι αόριστη ΑΠ 1239/2003. Αν η αγωγή δικηγορικής αμοιβής στηρίζεται σε εργολαβικό για δίκη, και η απαίτηση για αμοιβή γεννήθηκε λόγω αδικαιολόγητης ανάκλησης της εντολής, και δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι, αν δεν είχε ανακληθεί η εντολή, ο δικηγόρος θα διεκπεραίωνε επιτυχώς την υπόθεση στην οποία αφορούσε η εντολή, με βέβαιη κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής τελεσίδικης απόφασης για τον εντολέα, η αγωγή είναι αόριστη ΑΠ 880/2007 ΑΠ 1774/2002. Αν η αγωγή δικηγορικής αμοιβής στηρίζεται σε εργολαβικό για εξώδικη εργασία, και η απαίτηση για αμοιβή γεννήθηκε λόγω αδικαιολόγητης ανάκλησης της εντολής, και δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι, αν δεν είχε ανακληθεί η εντολή, ο δικηγόρος θα διεκπεραίωνε επιτυχώς την εργασία στην οποία αφορούσε η εντολή, με βέβαιη κατάληξη το ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον εντολέα, η αγωγή είναι αόριστη ΑΠ 1239/2003. Οι χειρισμοί των υποθέσεων από τη μεριά των δικηγόρων, από τη φύση της εργασίας, δεν είναι δυνατόν να περιέχουν το στοιχείο της βεβαιότητας της επέλευσης του επιθυμητού αποτελέσματος ΑΠ 1153/2015. Αν ο πελάτης του δικηγόρου αναθέσει σ' αυτόν τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του, και ο πελάτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στον δικηγόρο ορισμένη αμοιβή για το σύνολο των ενεργειών του, η σύμβαση είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης ΑΠ 65/2010. Αν η σύμβαση αφορά τον νομικό χειρισμό και εκπροσώπηση σε δίκες για τον καθορισμό προσωρινής και οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως απαλλοτρίωσης ακινήτου, και η σύμβαση ορίζει ως αμοιβή για τον δικηγόρο ποσοστό επί της αποζημίωσης που θα καθορισθεί λόγω απαλλοτρίωσης, χωρίς να τελεί η αμοιβή υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης, η σύμβαση αποτελεί σύμβαση εντολής, και όχι εργολαβικό δίκης ΑΠ 65/2010.

Ανάκληση της εντολής

Ο εντολέας έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή του προς τον δικηγόρο περί ανάθεσης της υπόθεσης, με ανάκληση της εντολής ΑΠ 193/2008. Η ανάκληση της εντολής, ως δικαίωμα, ασκείται με μονομερή και απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως ΑΠ 193/2008. Η λύση της εντολής επέρχεται με την περιέλευση της δήλωσης βουλήσεως στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ΑΠ 193/2008. Η ανάκληση της εντολής είναι δυνατόν να γίνει και σιωπηρά, αρκεί ο εντολέας να καταστήσει γνωστή τη βούλησή του αυτή στον εντολοδόχο ΑΠ 193/2008. Το δικαστήριο κρίνει το πότε υπάρχει ή όχι ανάκληση της εντολής ΑΠ 193/2008. Η κρίση του δικαστηρίου για το αν η ανάκληση της εντολής είναι αδικαιολόγητη αποτελεί νομικό χαρακτηρισμό ΑΠ 193/2008. Η κρίση του δικαστηρίου για το αν η ανάκληση της εντολής είναι αδικαιολόγητη σχηματίζεται από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε το δικαστήριο, και με βάση Αν η ανάκληση της εντολής γίνει γιατί η συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη περιλαμβάνει ασαφή διατύπωση ως προς το τμήμα περί δικαστικών εξόδων του ενάγοντος - πελάτη, η ανάκληση της εντολής δεν γίνεται δικαιολογημένα, καθώς είναι δυνατόν το κονδύλιο να διασαφηνιστεί ερμηνευτικά ή να γίνει συμπληρωματική συμβατική ρύθμιση ΑΠ 451/2000. Αν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, και ο πελάτης ανακαλέσει αδικαιολόγητα την εντολή, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή του κατά τη συμφωνία ΑΠ 1153/2015 ΑΠ 193/2008 άρ. 170 νδ. 3026/1954. Αν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, και ο πελάτης ανακαλέσει δικαιολογημένα την εντολή, και ο λόγος ανάκλησης δεν παρέχει δικαίωμα άσκησης αγωγής κακοδικίας άρ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, ο εντολέας έχει υποχρέωση να καταβάλει στον δικηγόρο τις δαπάνες που ο δικηγόρος έχει πραγματοποιήσει προς εκτέλεση της εντολής και μέχρι την ανάκληση αυτής, καθώς και την αμοιβή του για τις μέχρι τότε ενέργειές του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων ΑΠ 1153/2015. Αν υπάρχει εργολαβικό δίκης, και ο πελάτης ανακαλέσει αδικαιολόγητα την εντολή, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή του κατά το εργολαβικό δίκης ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Αν υπάρχει εργολαβικό δίκης, και ο πελάτης ανακαλέσει δικαιολογημένα την εντολή, και ο λόγος ανάκλησης δεν παρέχει δικαίωμα άσκησης αγωγής κακοδικίας άρ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, ο εντολέας έχει υποχρέωση να καταβάλει στον δικηγόρο τις δαπάνες που ο δικηγόρος έχει πραγματοποιήσει προς εκτέλεση της εντολής και μέχρι την ανάκληση αυτής, καθώς και την αμοιβή του για τις μέχρι τότε ενέργειές του ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Στην περίπτωση αυτή η αμοιβή του δικηγόρου υπολογίζεται κατά τον Κώδικα Δικηγόρων ΑΠ 1373/2007 ΑΠ 48/2006. Αν η εντολή ανακληθεί αδικαιολόγητα, η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται από την ανάκληση της εντολής ΑΠ 48/2006 ΑΠ 768/2000. Αν η παροχή του ανακαλέσαντος την εντολή προς τον δικηγόρο είναι αδύνατη, ο χρόνος παραγραφής δεν μετατίθεται από το γεγονός αυτό ΑΠ 48/2006 Αν η αγωγή δικηγορικής αμοιβής στηρίζεται σε εργολαβικό δίκης, και η αμοιβή οφείλεται στον δικηγόρο λόγω ανάκλησης της εντολής, η αγωγή δεν είναι αόριστη από μόνο τον λόγο ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή ο λόγος ανάκλησης ΑΠ 1239/2003. Κατά μια άποψη, ο περιορισμός της εγκυρότητας των διαδικαστικών πράξεων δικηγόρου λόγω της ιδιότητάς του ως καθηγητή Νομικής Σχολής είναι συνταγματικός ΑΠ 193/2008.

Αμοιβή επί συμβιβασμού κατά τον Κώδικα Δικηγόρων του 1954

Η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύμπραξη στην επίτευξη συμβιβασμού υπολογίζεται στο 5% επί της αξίας του αντικειμένου άρ. 157 Α παρ. 3 νδ. 3026/1954 άρ. 124 παρ. 1 νδ. 3026/1954. Σε περίπτωση συμβιβασμού, ο δικηγόρος δικαιούται, πέραν της αμοιβής για τον συμβιβασμό, και αμοιβή και για όλες τις διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη μέχρι τον συμβιβασμό ΑΠ 1400/2011. Για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης μετά από συμβιβασμό που έγινε με συνδρομή δικηγόρου, ως χρόνος προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου ορίζεται ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών του δικηγόρου ΑΠ 1708/2007.

Παραγραφή δικηγορικών απαιτήσεων κατά τον Κώδικα Δικηγόρων του 1954

Η παραγραφή της απαίτησης του δικηγόρου περί αμοιβής του ή δαπανών για ενέργειές του επί δικών ξεκινά από το τέλος του έτους στο οποίο ενεργήθηκε από αυτόν η τελευταία διαδικαστική πράξη επί της δίκης άρ. 190 νδ. 3026/1954 ή στο οποίο έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του ΑΠ 42/1990. Αν ανατεθεί σε δικηγόρο η εντολή εκπροσώπησης στη διεξαγωγή δίκης ΑΠ 407/2008, η απαίτηση του δικηγόρου γεννάται για όλες τις επιμέρους αμοιβές του που αφορούν στη συγκεκριμένη δίκη από το χρονικό σημείο στο οποίο ενήργησε την τελευταία διαδικαστική πράξη του επί της δίκης, ή από το χρονικό σημείο στο οποίο έπαυσε από οποιονδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του ΑΠ 42/1990. Από την ίδια ημέρα είναι δικαστικά επιδιώξιμη η αμοιβή του ΑΠ 407/2008 ΑΠ 42/1990. Αν ανατεθεί σε δικηγόρο η εντολή εκπροσώπησης στη διεξαγωγή δίκης ΑΠ 407/2008, η παραγραφή ξεκινά για όλες τις επιμέρους αμοιβές του δικηγόρου που αφορούν στη συγκεκριμένη δίκη από την ημέρα γέννησης της αξίωσης για την όλη αμοιβή ΑΠ 407/2008 ΑΠ 42/1990. Αν έχει συναφθεί εργολαβία δίκης, η απαίτηση γεννιέται όταν η δίκη διεξαχθεί επιτυχώς, ή όταν η διαφορά επιλυθεί με συμβιβασμό, ή όταν περαιωθεί η εργασία ΑΠ 48/2006. Ως δίκη λαμβάνεται υπόψη η δίκη στο σύνολό της, ανεξαρτήτως του βαθμού δικαιοδοσίας ΑΠ 407/2008 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Αν για την υπόθεση γίνει συζήτηση στον Άρειο Πάγο, η σχετική συζήτηση αποτελεί μέρος της δίκης ΑΠ 407/2008. Αν για την υπόθεση γίνει συζήτηση στον Άρειο Πάγο, και παρασταθεί κατά τη συζήτηση ο δικηγόρος που έλαβε εντολή για την διεξαγωγή της αρχικής δίκης, οι απαιτήσεις του περί την δίκη γεννώνται από την επομένη του τέλους του έτους στο οποίο δημοσιεύθηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 407/2008. Αν η απαίτηση του δικηγόρου αφορά σε αμοιβές του περί δίκης ή σε δαπάνες του περί δίκης, η πενταετία της παραγραφής της απαίτησής του ξεκινά από το τέλος του έτους κατά το οποίο ο δικηγόρος ενήργησε την τελευταία διαδικαστική πράξη περί τη δίκη ΑΠ 478/2017, και όχι από το τέλος του έτους κατά το οποίο το δικαστήριο ενήργησε την τελευταία διαδικαστική του πράξη ΑΠ 478/2017. Η παραγραφή της απαίτησης του δικηγόρου περί αμοιβής του ή δαπανών για ενέργειές του επί διοικητικών υποθέσεων ή εξώδικων ενεργειών ξεκινά από το τέλος του έτους στο οποίο ενεργήθηκε η σχετική πράξη άρ. 190 νδ. 3026/1964 ή στο οποίο έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του ΑΠ 42/1990. Λόγος παύσης της εκπροσώπησης του εντολέα του δικηγόρου είναι και η συνταξιοδότηση του δικηγόρου ΑΠ 8/2008.