Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μια αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στον νόμο ΑΠ 148/2017.
Η παραγραφή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον ΑΠ 544/2011.
Και αυτό, γιατί το δημόσιο συμφέρον απαιτεί εκκαθάριση των αναγόμενων στο παρελθόν, και εξ αυτού περιερχόμενων συνήθως σε αβεβαιότητα, σχέσεων, η οποία εκκαθάριση υπαγορεύεται και για λόγους κοινωνικής οικονομίας ΑΠ 544/2011.
Ως αξίωση νοείται το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή παράλειψη ΑΠ 192/2008 σκέψ. 1 άρ. 247 ΑΚ.
Η άσκηση τριτανακοπής κατά της απόφασης εκείνης, η οποία βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος εκτός από το Δημόσιο, δεν υπόκειται σε παραγραφή ΑΠ 1357/2010 άρ. 1868 ΑΚ.
Και αυτό, γιατί η άσκηση αυτής της τριτανακοπής αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, και όχι αξίωση ΑΠ 1357/2010.
Αν, όμως, έχει παραγραφεί η διεκδικητική αγωγή για την κυριότητα του κληρονομιαίου ακινήτου, και η περί κλήρου αγωγή, και το Δημόσιο βεβαιώθηκε με σχετική απόφαση ως ο μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος, και το Δημόσιο απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με την κατάληψη του κληρονομιαίου ακινήτου και άσκηση νομής με διάνοια κυρίου σ' αυτό επί εικοσαετία, ο άλλος κληρονόμος δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση τριτανακοπής ΑΠ 1357/2010 άρ. 1868 ΑΚ άρ. 1869 ΑΚ άρ. 247 ΑΚ άρ. 249 ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 271 ΑΚ άρ. 272 ΑΚ άρ. 1094 ΑΚ άρ. 1871 ΑΚ άρ. 1879 ΑΚ.
Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή η σχετική απόφαση δεν βλάπτει ούτε επιφέρει διακινδύνευση στα συμφέροντα του τριτανακόπτοντα, δηλαδή αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον ΑΠ 1357/2010 άρ. 1868 ΑΚ άρ. 1869 ΑΚ άρ. 247 ΑΚ άρ. 249 ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 271 ΑΚ άρ. 272 ΑΚ άρ. 1094 ΑΚ άρ. 1871 ΑΚ άρ. 1879 ΑΚ.
Η διεκδικητική αγωγή αποτελεί αξίωση που απορρέει από το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας ΑΠ 1357/2010 άρ. 1094 ΑΚ.
Έναρξη και λήξη της παραγραφής
Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η απαίτηση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της ΑΠ 192/2008 σκέψ. 1 άρ. 251 ΑΚ.
Αν, από νομικούς λόγους, αποκλείεται η άσκηση της αγωγής από τον δικαιούχο, η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης δεν είναι δυνατή ΑΠ 192/2008 σκέψ. 1 άρ. 251 ΑΚ.
Η διαδρομή της προθεσμίας της παραγραφής αρχίζει την επόμενη ημέρα από εκείνη που έγινε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της ΑΠ 1696/2022 άρ. 241 ΑΚ.
Η διαδρομή της προθεσμίας της παραγραφής λήγει μόλις περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα, και, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία εργάσιμη ημέρα ΑΠ 1696/2022 άρ. 242 ΑΚ.
Αν η προθεσμία υπολογίζεται σε χρόνια, λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου ΑΠ 1696/2022 άρ. 243 ΑΚ.
Ως αντίστοιχη ημερομηνία του χρόνου νοείται η ημερομηνία της έναρξης της προθεσμίας, και όχι η ημερομηνία του αφετηρίου γεγονότος ΑΠ 1696/2022 άρ. 241 ΑΚ.
Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρ. 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στο άρ. 251 και 252 ΑΚ ΑΠ 623/2011 άρ. 253 ΑΚ άρ. 250 ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 252 ΑΚ.
Αναστολή της παραγραφής
Η παραγραφή αναστέλλεται
εκ του νόμου, με την άσκηση αγωγής ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013), και
για τις απαιτήσεις μεταξύ συζύγων, όσο διαρκεί ο γάμος, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί, άρ. 256 περ. 1 ΑΚ και
για τις απαιτήσεις μεταξύ προσώπων που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, όσο αυτό ισχύει, άρ. 256 περ. 1 ΑΚ και
για τις απαιτήσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας, άρ. 256 περ. 2 ΑΚ και
για τις απαιτήσεις μεταξύ επιτρόπων και επιτροπευομένων, κατά τη διάρκεια της επιτροπείας, άρ. 256 περ. 3 ΑΚ και
για τις απαιτήσεις μεταξύ των υπηρετών και των κυρίων, κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης, όχι όμως πέρα από 15 χρόνια άρ. 256 περ. 4 ΑΚ, και
για τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται σε διαταγή πληρωμής, αν επιδοθεί η διαταγή πληρωμής, και ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής, και η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί με τελεσίδικη απόφαση, για το διάστημα από την επίδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης για την ανακοπή ΑΠ 1538/2007 άρ. 634 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 632 ΚΠολΔ άρ. 633 ΚΠολΔ, και
λόγω δικαιοστάσιου ΑΠ 148/2017 άρ. 255 εδ. 1 ΑΚ, και
λόγω ανώτερης βίας ΑΠ 148/2017 άρ. 255 εδ. 1 ΑΚ, και
λόγω δόλου του υποχρέου ΑΠ 148/2017 άρ. 255 εδ. 2 ΑΚ.
Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής άρ. 255 εδ. 1 ΑΚ.
Ως ανώτερη βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης ΑΠ 1802/2008.
Ανώτερη βία συνιστά και η κατάθεση της έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, κατ' άρ. 368 επ. ΚΠολΔ, σε χρόνο πέραν εκείνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής ΑΠ 148/2017 άρ. 368 ΚΠολΔ.
Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής ΑΠ 148/2017.
επιδοθεί επιταγή προς πληρωμή κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο άρ. 264 περ. 1 ΑΚ, ή
γίνει αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό άρ. 264 περ. 3 ΑΚ, ή
γίνει αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση άρ. 264 περ. 2 ΑΚ.
Αν δεν έχει αρχίσει η παραγραφή, δεν νοείται διακοπή της ΑΠ 1091/2006.
Διακοπή της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής
Αν ασκηθεί αγωγή για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία ΑΠ 52/2018 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ άρ. 221 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ.
Αν ασκήσει την αγωγή
ο πραγματικός δικαιούχος της αξίωσης, ή
ο μη δικαιούχος διάδικος, ο οποίος νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής,
η άσκηση της αγωγής επιφέρει διακοπή της παραγραφής υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλής ΑΠ 190/2008
Αν η παραγραφή διακοπεί με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει από την άσκηση της αγωγής ΑΠ 190/2008.
Και αυτό, ακόμη και στις αξιώσεις του άρ. 250 ΑΚ ΑΠ 190/2008 άρ. 250 ΑΚ.
Αν η παραγραφή διακοπεί με την άσκηση της αγωγής, και διακοπεί εκ νέου μετά από νέα διαδικαστική πράξη, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη διαδικαστική πράξη ΑΠ 190/2008.
Διακοπή της παραγραφής με άσκηση αγωγής από 20-03-2013 και μετά
Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής άρ. 261 εδ. 1 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, και εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ή περατωθεί η δίκη κατ' άλλον τρόπο, η παραγραφή που διακόπηκε από την άσκηση της αγωγής συνεχίζει από την έκδοση της απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Με τον όρο "τελεσίδικη απόφαση" εννοείται η επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως πχ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους, αποδοχή της απόφασης, αποδοχή της αγωγής ΑΠ 148/2017.
Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου και με την περάτωση της δίκης με τρόπο πέραν της τελεσιδικίας, δηλαδή λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό, ή με παραίτηση από το δικόγραφο, ή με παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ΑΠ 148/2017 άρ. 293 ΚΠολΔ άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ.
Επί παραίτησης από το δικόγραφο εφαρμόζεται το άρ. 263 ΑΚ ΑΠ 148/2017 άρ. 263 ΑΚ.
Αν
η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή άρ. 263 εδ. 2 ΑΚ.
Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, κατά την έννοια του νόμου, υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης ΑΠ 190/2008.
Μη ουσιαστικός λόγος απόρριψης της αγωγής μπορεί να είναι
η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης ΑΠ 190/2008, ή
η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης ΑΠ 190/2008, ή
η αοριστία της αγωγής ΑΠ 190/2008, ή
γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης, και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής ΑΠ 190/2008.
Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, η οποία βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία ΑΠ 190/2008.
Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται
από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγής ΑΠ 190/2008, ή
από την υποβολή με την αγωγή πρόσθετου ή διαφορετικού αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσης ΑΠ 190/2008.
Αίτημα που συνάπτεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος προς παροχή δικαστικής προστασίας και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστεάς ουσιαστικής αξίωσης είναι και το αίτημα του ενάγοντος μηχανικού - μέλους του ΤΕΕ περί καταβολής στο ΤΕΕ της αμοιβής που οφείλει σ' αυτόν ο εναγόμενος πελάτης του, το οποίο υποβάλλει με την ασκούμενη εκ νέου από τον ίδιο αγωγή, αντί του αιτήματος της αρχικής αγωγής του περί καταβολής απευθείας στον ίδιο της ίδιας αμοιβής, παρά την έλλειψη στο πρόσωπό του εξουσίας για απευθείας είσπραξη της αμοιβής και αντίστοιχης δυνατότητας για τη δικαστική επιδίωξη και καταβολή αυτής στον ίδιο, η οποία πρώτη αγωγή απορρίφθηκε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής απαίτησης ΑΠ 190/2008.
Η απόρριψη και της επανασκηθείσας αγωγής για μη ουσιαστικούς λόγους παρέχει στον ενάγοντα δικαίωμα άσκησης και νέας (τρίτης) αγωγής πριν παρέλθει εξάμηνο από την τελεσίδικη απόρριψη της δεύτερης αγωγής, οπότε η παραγραφή λογίζεται ότι διακόπηκε με την άσκηση της πρώτης αγωγής, εκτός αν αυτό γίνεται σκόπιμα για την επιμήκυνση της παραγραφής, οπότε μπορεί να αποκρουσθεί ως καταχρηστική κατά το άρ. 281 ΑΚ ΑΠ 190/2008 άρ. 281 ΑΚ.
Θα συμβουλευτείτε τον ΑΚ;
Η νέα παραγραφή αρχίζει από την επομένη της τελεσιδικίας της απόφασης ή της περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο ΑΠ 148/2017 άρ. 261 ΑΚ άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013) άρ. 270 ΑΚ.
Διακοπή της παραγραφής με άσκηση αγωγής έως και 19-03-2013
Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής αυτής ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 1 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή συνεχίζει από την έκδοση της απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ΑΠ 148/2017 άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, και ο χρόνος παραγραφής είχε συμπληρωθεί εν επιδικία μέχρι και 19-03-2013, η παραγραφή λογίζεται ότι είχε ανασταλεί με την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ΑΠ 148/2017 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚ άρ. 261 παρ. 3 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Με τον όρο "τελεσίδικη απόφαση" εννοείται η επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως πχ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους, αποδοχή της απόφασης, αποδοχή της αγωγής ΑΠ 148/2017.
Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου και με την περάτωση της δίκης με τρόπο πέραν της τελεσιδικίας, δηλαδή λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό, ή με παραίτηση από το δικόγραφο, ή με παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ΑΠ 148/2017 άρ. 293 ΚΠολΔ άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 296 ΚΠολΔ.
Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής αυτής άρ. 261 εδ. 1 ΑΚ.
Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ.
Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για αξίωση που ήδη είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειτο η αξίωση μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας ΑΠ 148/2017 άρ. 261 ΑΚ.
Ως διαδικαστική πράξη κατά την έννοια του άρ. 261 ΑΚ νοείται κάθε πράξη των διαδίκων, ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους, ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης ΑΠ 148/2017.
Για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με πράξεις των διαδίκων ΑΠ 148/2017.
Και αυτό, γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο ΑΠ 148/2017.
Διακοπή της παραγραφής με νέα αγωγή
Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή, και δεν εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση, η παραγραφή θεωρείται ότι δεν διακόπηκε ΑΠ 577/2016 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ άρ. 263 ΑΚ.
Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή, και εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή ΑΠ 577/2016 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ άρ. 263 ΑΚ.
Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, και ο δικαιούχος δεν εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής, η παραγραφή θεωρείται ότι δεν διακόπηκε ΑΠ 577/2016 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ άρ. 263 ΑΚ
Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, και ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή ΑΠ 577/2016 άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚ άρ. 263 ΑΚ.
Για να έχει το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα η αρχική αγωγή, πρέπει το αίτημά της να ταυτίζεται κατά την ιστορική και νομική του βάση με αυτό της νέας αγωγής ΑΠ 1117/2000.
Η διακοπή της παραγραφής στην περίπτωση αυτή αφορά μόνο την επίδικη αξίωση, δηλαδή την αξίωση της οποίας η πραγματική και νομική βάση ταυτίζεται με την αντίστοιχη βάση της αξίωσής του, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής αγωγής ΑΠ 1802/2008.
Αν ασκηθεί νέα αγωγή, και η πραγματική και νομική βάση της και το αντικείμενό της δεν ταυτίζεται με τη βάση και το αντικείμενο της πρώτης, η άσκηση της νέας αγωγής δεν επιφέρει διακοπή των αξιώσεων που προβάλλονται με τη νέα αγωγή ΑΠ 1802/2008.
Διακοπή της παραγραφής με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία
Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή συνιστά και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση, κατά την ποινική διαδικασία, της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ΑΠ Ποιν. 601/2017 ΑΠ Ποιν. 617/2010 ΑΠ Ποιν. 116/2010.
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης αν γίνει κατά οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ΑΠ 1366/2008.
Η νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εξομοιούται με την άσκηση αγωγής για το ποσό το οποίο αιτείται ο πολιτικώς ενάγων ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Από 20-03-2013, η νομοτύπως δηλωθείσα (και με την έγκληση) παράσταση πολιτικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή, η οποία δεν αρχίζει να μετρά εκ νέου από την επομένη της διακοπής, αλλά αναστέλλεται και δεν "τρέχει" μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης επί της εγερθείσας πολιτικής αγωγής ΑΠ Ποιν. 1217/2017 άρ. 261 εδ. 1 ΑΚ άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική αγωγή που είναι εκκρεμής κατά την ποινική διαδικασία στις 20-03-2013 ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Ο χρόνος της παραγραφής είναι δυνατόν να επανεκκινήσει μόνο αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 261 εδ. 3 ΑΚ, δηλαδή αδράνεια διαδίκου να επισπεύσει την πρόοδο της δίκης πέραν των 6 μηνών, και μη ύπαρξη άλλης προθεσμίας για τη διενέργεια της απαραίτητης διαδικαστικής πράξης εκ μέρους του ΑΠ Ποιν. 1217/2017 άρ. 261 εδ. 3 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Η τελεσίδικη περάτωση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (δια της επιδίκασης ή απόρριψης της αιτηθείσας αστικής αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος), ως απολύτως παρεπόμενη της κύριας επί της κατηγορίας κρίσης, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην κυριαρχική εξουσία της Εισαγγελικής και δικαστικής αρχής ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Η Εισαγγελική και δικαστική αρχή είναι η μόνη αρμόδια, υπεύθυνη αλλά και υποχρεωμένη να επισπεύδει την προώθηση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της, σύμφωνα με την αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης ή της "δημόσιας επιμέλειας" ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Η τελεσίδικη περάτωση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη εκφεύγει παντελώς της δυνατότητας προώθησης της δίκης από τον πολιτικώς ενάγοντα ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Η διακοπή και αναστολή της παραγραφής μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης εφαρμόζεται και στην πολιτική αγωγή που κρίνεται στο πλαίσιο της αυτεπαγγέλτως προωθούμενης ποινικής (προδικαστικής και κύριας) διαδικασίας ΑΠ Ποιν. 1217/2017 άρ. 261 εδ. 1 ΑΚ άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ άρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013 άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013).
Συνεπώς, ο πολιτικώς ενάγων που διέκοψε νομίμως και εμπροθέσμως την παραγραφή της εισαχθείσας στο ποινικό δικαστήριο αξίωσής του με τη νομότυπη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγής δεν απαιτείται πλέον να προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια ή διαδικαστική πράξη ώστε να διακόψει εκ νέου την παραγραφή της απαίτησής του ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, από την επομένη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής ξεκινούσε (ισόχρονη) προθεσμία παραγραφής ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Πλέον δεν επαπειλείται η παραγραφή εν επιδικία της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντα λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης από το ποινικό δικαστήριο, καθώς ισχύει απόλυτα η "αναστολή" του χρόνου παραγραφής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Η παραγραφή της πολιτικής αγωγής δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το ποινικό δικαστήριο, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό ΑΠ Ποιν. 1217/2017 ΑΠ Ποιν. 601/2017 άρ. 277 ΑΚ.
Αν η ένσταση της παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής, και τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς ικανοποίηση των αξιώσεών της ΑΠ Ποιν. 908/2018 ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Αν η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος έχει υποκύψει σε παραγραφή κατά το αστικό δίκαιο (άρ. 937 ΑΚ) κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτόδικο δικαστήριο, η ένσταση παραγραφής πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ΑΠ Ποιν. 908/2018 ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Στην περίπτωση αυτή, αν η ένσταση παραγραφής δεν προβλήθηκε με λόγο έφεσης του κατηγορουμένου, η ένσταση της παραγραφής δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υπόθεσης, μέσα στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, αφού κατά το άρ. 502 παρ. 2 ΚΠοινΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης ΑΠ Ποιν. 908/2018 ΑΠ Ποιν. 1217/2017.
Αν ο κατηγορούμενος είναι παρών στο πρωτόδικο δικαστήριο, πρέπει να προβάλει την παραγραφή της πολιτικής αγωγής μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ΑΠ Ποιν. 1217/2017 ΑΠ Ποιν. 601/2017.
Αν ο κατηγορούμενος ήταν απών στον πρώτο βαθμό, πρέπει να προβάλει την παραγραφή της πολιτικής αγωγής με ειδικό λόγο έφεσης κατά της ερήμην καταδικαστικής απόφασης ΑΠ Ποιν. 1217/2017 ΑΠ Ποιν. 601/2017.
Και αυτό, γιατί το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, κατά το κεφάλαιο όμως της απόφασης με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενέργειας, αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υπόχρεου ΑΠ Ποιν. 1217/2017 ΑΠ Ποιν. 601/2017.
Περισσότερα για την παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία που αποτελεί και ποινικά κολάσιμη πράξη.
Διακοπή της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης
Η παραγραφή διακόπτεται αν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο άρ. 260 ΑΚ.
Τέτοια αναγνώριση αποτελεί οποιαδήποτε ενέργεια ΑΠ 1802/2008 ή πραγματική συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία προκύπτει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή, και θεωρεί ότι υπάρχει η απαίτηση ΑΠ 1043/2010.
Για τη διακοπή της παραγραφής αρκεί οποιαδήποτε πραγματική ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη έναντι του δανειστή, από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι ο οφειλέτης, γνωρίζοντας την εναντίον του αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται, κατά τον χρόνο της ενέργειας ή της συμπεριφοράς του, κατά τρόπο που να μην θεωρείται αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής από τον δανειστή ΑΠ 1799/2022.
Δηλαδή, αρκεί κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του δικαιούχου, αναγνωριστική του υποστατού της υποχρέωσής του, είτε ρητή είτε σιωπηρή ΑΠ 1799/2022.
Τέτοια ενέργεια αποτελεί, μεταξύ άλλων,
η διαβεβαίωση του οφειλέτη στον δανειστή ότι θα του καταβάλει την απαίτηση ΑΠ 1043/2010, ή
η πληρωμή τόκων ΑΠ 1799/2022, ή
η παροχή ασφαλείας της αξίωσης ΑΠ 1799/2022, ή
η μερική καταβολή του χρέους ΑΠ 1799/2022, ή
η μερική προσφορά του χρέους ΑΠ 1799/2022, ή
η ρητή αναγνώριση της αξίωσης ΑΠ 1799/2022.
Δεν εξετάζεται το αν η ενέργεια αυτή του οφειλέτη
έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ΑΠ 1799/2022, ή
συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξίωσης ΑΠ 1799/2022, ή
συνιστά σύμβαση αναγνώρισης χρέους κατά την έννοια του άρ. 873 ΑΚ ΑΠ 1799/2022 άρ. 873 ΑΚ.
Η ενέργεια αυτή του οφειλέτη δεν απαιτείται
να υποβληθεί σε κάποιον τύπο (έγγραφο) ΑΠ 1799/2022, ή
να γίνει δεκτή από τον δανειστή ΑΠ 1799/2022.
Για να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής η αναγνώριση, πρέπει να γίνει πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής ΑΠ 1802/2008.
Η αναγνώριση της αξίωσης πρέπει να επιδεικνύεται έναντι του δανειστή, και όχι ένανι τρίτου προσώπου ΑΠ 1799/2022.
Επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής
Αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ' αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρ. 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία της απόφασης αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση ΑΠ 52/2018 άρ. 268 εδ. 1 ΑΚ.
Και αυτό, γιατί, παρότι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, το μέρος αυτό της αξίωσης θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξία ΑΠ 52/2018.
Αν η αξίωση δεν έχει ασκηθεί κατά ένα μέρος, και το μέρος αυτό της αξίωσης έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής (όπως αν ο χρόνος της παραγραφής διέδραμε χωρίς διακοπή κατ' άρ. 261 ΑΚ), και η αξίωση επιδικαστεί τελεσίδικα, η τελεσίδικη επιδίκαση της αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης κατά το μέρος αυτό ΑΠ 52/2018.
Αν ο εναγόμενος προτείνει ένσταση πενταετούς παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία, και ο ενάγων προβάλει ισχυρισμό περί επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής της αξίωσής του λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης του εναγομένου, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα αποτελεί αντένσταση ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II ΑΠ 415/2015 άρ. 937 ΑΚ.
Συνέπειες της παραγραφής
Αν συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσα ως φυσική ή ατελής ενοχή ΑΠ 148/2017.
Αν συμπληρωθεί η παραγραφή, ο υπόχρεος μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή ΑΠ 148/2017 άρ. 272 εδ. 1 ΑΚ.
Η παραγραφή της αξίωσης ενεργεί έναντι κάθε ενός των οφειλετών υποκειμενικά ΑΠ 72/2007.
Παραγραφή και αναγνωριστική αγωγή
Αναγνωριστική αγωγή μπορεί να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον για τη δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 70 ΚΠολΔ.
Αν ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση έννομης σχέσης, και μόνο αν η διαγνωστέα έννομη σχέση ταυτίζεται με την πραγματική βάση της αξίωσης που αποτελεί το αντικείμενο της μη ασκηθείσας καταψηφιστικής αγωγής, η άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης ΑΠ 190/2008.
Η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II ΑΠ 310/2007.
Και αυτό, γιατί με την αναγνωριστική αγωγή δεν ασκείται αξίωση ΑΠ 192/2008 σκέψ. 1 άρ. 247 ΑΚ.
Αν, όμως, η αξίωση έχει υποκύψει σε παραγραφή ή αποκλειστική προθεσμία ή γενικά έχει αποσβεσθεί, και ζητείται η αναγνώριση της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η παραγεγραμμένη αξίωση, και δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, δεν συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής ΑΠ 310/2007.
Αν η καταψηφιστική αγωγή έχει υποπέσει σε παραγραφή, η αντίστοιχη αναγνωριστική αγωγή είναι απορριπτέα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος ΑΠ 192/2008 σκέψ. 1 άρ. 70 ΚΠολΔ.
Και αυτό, ακόμη και αν ο εναγόμενος είχε προτείνει επικουρικά ένσταση συμψηφισμού της επίδικης απαίτησης με απαίτηση του ενάγοντα, αλλά η ένσταση αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης ΑΠ 192/2008 σκέψ. 4 άρ. 443 ΑΚ άρ. 70 ΚΠολΔ.
Ένσταση παραγραφής
Αν ο οφειλέτης δεν προτείνει την παραγραφή στο δικαστήριο, το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη την παραγραφή ΑΠ 148/2017 άρ. 277 ΑΚ.
Για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής, πρέπει να αναφέρεται
ο χρόνος της παραγραφής ΑΠ 761/2014 ΑΠ 611/2006 άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 249 ΑΚ, και
το αφετήριο σημείο της παραγραφής ΑΠ 761/2014 ΑΠ 611/2006 άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 251 επ. ΑΚ άρ. 277 ΑΚ.
Στην περίπτωση των άρ. 251 ΑΚ και άρ. 937 ΑΚ, η επίκληση των στοιχείων αυτών εμπεριέχει και
τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση της έναρξης της παραγραφής,
χωρίς άλλη ειδική αναφορά στα νομικά κωλύματα τα οποία αποκλείουν στον δικαιούχο τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης, και συνακόλουθα την έναρξη της παραγραφής ΑΠ 611/2006 άρ. 251 ΑΚ άρ. 937 ΑΚ.
Για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρ. 250 ΑΚ αξιώσεων, πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων,
το αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση έναρξης της πενταετούς παραγραφής ΑΠ 7/2015 ΑΠ 1096/2008 άρ. 250 ΑΚ.
Αν από την ένσταση προκύπτει ο προτεινόμενος χρόνος παραγραφής (όπως πενταετία) για την ένδικη αξίωση, και στοιχεία με βάση τα οποία μπορεί να συναχθεί περαιτέρω ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής, η ένσταση είναι ορισμένη ΑΠ 761/2014.
Αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής είναι, κατ' άρ. 251 ΑΚ, το έτος εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της ΑΠ 7/2015 ΑΠ 1096/2008 άρ. 251 ΑΚ.
Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής επί αδικοπραξίας είναι διαφορετικός από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής επί αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ' άρ. 904 ΑΚ ΑΠ 7/2015 άρ. 937 ΑΚ άρ. 904 ΑΚ.
Αν πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία, η ένσταση παραγραφής της είναι ορισμένη, αν ο ενιστάμενος επικαλεστεί:
τον χρόνο κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση ΑΠ 1412/2013, και
την πάροδο πέντε ετών από τότε μέχρι την άσκηση της αγωγής ΑΠ 1412/2013.
Αν η ένσταση παραγραφής δεν αναφέρει τον χρόνο γέννησης της αξίωσης ή εκάστης των αξιώσεων, και το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, η ένσταση είναι αόριστη ΑΠ 1441/2017.
Αν η ένσταση παραγραφής δεν αναφέρει με τρόπο σαφή και ορισμένο τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, και δεν περιλαμβάνει αίτηση απόρριψης του σχετικού αιτήματος της αγωγής, είναι αόριστη ΑΠ 192/2008.
Αν οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη μελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου (όπως επί ανατοκισμού, δηλαδή τόκου επί τόκων), για να είναι ορισμένη η ένσταση παραγραφής τόκων, πρέπει
ο διάδικος να επικαλεστεί
τον χρόνο γέννησης κάθε επιμέρους ετήσιας περιοδικής παροχής (τόκων) ΑΠ 535/2015 ΑΠ 1355/1998, και
το ύψος κάθε επιμέρους ετήσιας περιοδικής παροχής (τόκων) ανά έτος ΑΠ 535/2015 ΑΠ 1355/1998, και
τον χρόνο έναρξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής ΑΠ 535/2015 ΑΠ 1355/1998, και
κατά μια άποψη, τον χρόνο λήξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής ΑΠ 535/2015
, και
η ένσταση να περιέχει αίτηση απόρριψης του σχετικού αιτήματος της αγωγής ΑΠ 192/2008 άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Κατ' άλλη άποψη, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της ένστασης η αναφορά του χρόνου λήξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής, αν προκύπτει ο χρόνος παραγραφής (όπως πενταετία) ΑΠ 623/2011.
Η ένσταση παραγραφής υπόκειται στους περιορισμούς της παραδεκτής προβολής αυτής κατά τα άρ. 527 ΚΠολΔ και άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής της σε κάθε στάση της δίκης ΑΠ 1087/2014 άρ. 527 ΚΠολΔ άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Αν η ένσταση παραγραφής γίνει δεκτή, το σχετικό αίτημα της αγωγής απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμο ΑΠ 992/2017 σκέψ. 5.
Αντένσταση μακρότερης παραγραφής
Αν ο εναγόμενος προτείνει ένσταση πενταετούς παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία, και ο ενάγων προβάλει ισχυρισμό περί μακρότερης παραγραφής της αξίωσής του λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης του εναγομένου, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα αποτελεί αντένσταση ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II ΑΠ 415/2015 άρ. 937 ΑΚ.
Στην αντένσταση μακρότερης παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία, ο ενάγων επικαλείται και αποδεικνύει
τη μακρότερη παραγραφή της κολάσιμης πράξης ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
τον χαρακτηρισμό της πράξης ως κακούργημα ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Αντένσταση αναστολής της παραγραφής
Για να είναι ορισμένη η αντένσταση αναστολής της παραγραφής, ο αντενιστάμενος ενάγων πρέπει
να προτείνει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, τα πραγματικά περιστατικά που, αν αποδειχθούν αληθινά, επιφέρουν την αναστολή της παραγραφής ΑΠ 1372/2010 άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
να διατυπώσει αίτημα απόρριψης για την αιτίαση αυτή της ένστασης της παραγραφής ΑΠ 1372/2010 άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 269 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία
Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά από πενταετία αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση ΑΠ 28/2010 άρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 1 ΑΚ.
Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο 20 ετών από την πράξη άρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 2 ΑΚ.
Η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία είναι πενταετής ΑΠ 52/2018 ΑΠ 2143/2007 σκέψ. III άρ. 914 ΑΚ άρ. 937 ΑΚ.
Η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαία ΑΠ 52/2018 ΑΠ 2143/2007 σκέψ. III άρ. 914 ΑΚ άρ. 937 ΑΚ.
Η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία αρχίζει από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση
των πρώτων επιζήμιων συνεπειών ΑΠ 52/2018 ΑΠ 2143/2007 σκέψ. III άρ. 914 ΑΚ άρ. 937 ΑΚ, και
του υποχρέου προς αποζημίωση ΑΠ 52/2018 ΑΠ 2143/2007 σκέψ. III άρ. 914 ΑΚ άρ. 937 ΑΚ.
Και αυτό, γιατί μόνο από της γνώσεως της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση μπορεί να εγερθεί μια αγωγή με ελπίδες επιτυχίας ΑΠ 141/2007.
Για την έναρξη της παραγραφής, ως γνώση της ζημίας θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, χωρίς να απαιτείται και η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ΑΠ 52/2018 ΑΠ 28/2010 ή του ποσού της αποζημίωσης ΑΠ 28/2010.
Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημίωσης γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας ΑΠ 932/2014 ΑΠ 141/2007.
Δεν αρκούν για την εν λόγω γνώση απλές εικασίες, ή υποψίες, ή εξ αμελείας άγνοια ΑΠ 932/2014 ΑΠ 141/2007, ή υπόνοια ΑΠ 932/2014.
Το πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσης ΑΠ 932/2014 ΑΠ 141/2007.
Αν δεν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση προσώπου, ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υποχρέου σε αποζημίωση κατά τον χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί ΑΠ 1696/2022.
Θεωρείται, δηλαδή, ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημίωσης γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας ΑΠ 1696/2022.
Το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος ΑΠ 141/2007 άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ άρ. 388 ΚΠολΔ.
Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής, και όχι αντένσταση κατ' αυτής ΑΠ 141/2007 άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ άρ. 388 ΚΠολΔ.
Αν η ζημία είναι εξακολουθητική, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικά ΑΠ 28/2010 άρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 1 ΑΚ άρ. 247 επ. ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 268 εδ. 1 ΑΚ άρ. 297 ΑΚ άρ. 298 ΑΚ άρ. 914 ΑΚ.
Αν η ζημία μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η αξίωση αποζημίωσης γεννάται εξαρχής για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβάνουσας και της μέλλουσας, από τη στιγμή που η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες ΑΠ 28/2010 άρ. 247 επ. ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 268 εδ. 1 ΑΚ άρ. 297 ΑΚ άρ. 298 ΑΚ άρ. 914 ΑΚ.
Αν δεν υπάρχει κώλυμα περί την άσκηση της αγωγής, από τη στιγμή της γέννησης της αξίωσης αρχίζει να τρέχει και η παραγραφή για την όλη ζημία ΑΠ 28/2010 άρ. 247 επ. ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 268 εδ. 1 ΑΚ άρ. 297 ΑΚ άρ. 298 ΑΚ άρ. 914 ΑΚ.
Σε περίπτωση αδικοπραξίας, αν η όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, γεννάται από τη στιγμή εκδήλωσης του ζημιογόνου γεγονότος αξίωση αποζημίωσης υπέρ του ζημιωθέντος για την όλη ζημία ΑΠ 52/2018 ΑΠ 2143/2007 σκέψ. III άρ. 247 ΑΚ άρ. 251 ΑΚ άρ. 298 ΑΚ.
Αν η ζημία μπορούσε εξ αρχής να προβλεφθεί, η ασκούμενη με τη μεταγενέστερη αγωγή αξίωση καταβολής αποζημίωσης δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που έχει ήδη εκδοθεί ΑΠ 52/2018.
Αν η ζημία είναι απρόβλεπτη, ισχύει νέα παραγραφή για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους Κοινούς Κανόνες, η οποία παραγραφή αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα ΑΠ 52/2018.
Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη αποτελεί άρνηση της ένστασης παραγραφής, και όχι αντένσταση ΑΠ 52/2018.
Ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί τον χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης ΑΠ 52/2018.
O εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή ΑΠ 52/2018.
Και αυτό, γιατί αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασής του ΑΠ 52/2018.
Παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία που αποτελεί και ποινικά κολάσιμη πράξη
Αν η αδικοπραξία αποτελεί ταυτόχρονα και πλημμέλημα, για την παραγραφή
της απαίτησης για αποζημίωση από αδικοπραξία άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ, και
της απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ΑΠ 932/2014 ΑΠ Ποιν. 617/2010 ή ψυχικής οδύνης ΑΠ 932/2014,
το χρονικό διάστημα της παραγραφής είναι πενταετές κατά τη διάταξη του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Και αυτό, γιατί το χρονικό διάστημα της παραγραφής που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα για τα πλημμελήματα δεν είναι μακρότερο, αλλά είναι ίσο με το χρονικό διάστημα της παραγραφής που προβλέπεται στη διάταξη του άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ, και το διάστημα της αναστολής της ποινικής παραγραφής (η οποία επέρχεται και με την άσκηση της ποινικής δίωξης πριν την ποινική παραγραφή) δεν αυξάνει τη διάρκεια της ποινικής παραγραφής που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ άρ. 113 παρ. 3 ΠΚ.
Αν η αδικοπραξία αποτελεί ταυτόχρονα και κακούργημα, για την παραγραφή
της απαίτησης αποζημίωσης από αδικοπραξία άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ, και
της απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ΑΠ 932/2014 ΑΠ Ποιν. 617/2010 ή ψυχικής οδύνης ΑΠ 932/2014,
το χρονικό διάστημα της παραγραφής είναι το χρονικό διάστημα που προβλέπεται για την παραγραφή της πράξης στον ποινικό νόμο Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Και αυτό, γιατί το χρονικό διάστημα της παραγραφής που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα για τα κακουργήματα είναι μακρότερο από το χρονικό διάστημα της παραγραφής που προβλέπεται στη διάταξη του άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ άρ. 113 παρ. 2 ΠΚ.
Αν η αδικοπραξία αποτελεί ταυτόχρονα και ποινικά κολάσιμη πράξη, η οποία κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, η μακρότερη αυτή παραγραφή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ.
Στην παραπάνω παραγραφή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ υπόκειται και η, κατ' άρ. 932 ΑΚ, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ΑΠ 932/2014 ΑΠ Ποιν. 617/2010 ή ψυχικής οδύνης ΑΠ 932/2014.
Η διάταξη του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ υπαγορεύθηκε από τον λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της αστικής απαίτησης προς αποζημίωση, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Για την εφαρμογή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί και κολάσιμη πράξη κατά τον ποινικό νόμο Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξης πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία του δράστη δεν αποτελούν προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαίτησης από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη
ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος, ή πταίσματος Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, ανάλογα, ποινική παραγραφή, οριζόμενη ως προς τη διάρκειά της κατ' άρ. 111 ΠΚ ή άλλον ειδικό ποινικό νόμο Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Για τη διακρίβωση αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, το διάστημα της αναστολής της ποινικής παραγραφής δεν αυξάνει τη διάρκεια της ποινικής παραγραφής Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 113 παρ. 2 ΠΚ άρ. 113 παρ. 3 ΠΚ.
Αυτό ισχύει και επί πλημμελημάτων Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III, και επί κακουργημάτων ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II ΑΠ 415/2015.
Και αυτό, γιατί η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής, ενώ η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει, και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III.
Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ικανοποιείται με την άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) ποινική παραγραφή και του διαστήματος της αναστολής Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Άλλωστε, ο συνυπολογισμός του μέγιστου διαστήματος της ποινικής αναστολής, προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαίτησης αποζημίωσης, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρ. 255 επ. ΑΚ και άρ. 260 επ. ΑΚ, καθώς θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα τόσο η ποινική αναστολή όσο και η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III.
Η ποινική παραγραφή και η αστική παραγραφή αποτελούν συστήματα κανόνων δικαίου, στα οποία οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτά Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III.
Επομένως, ο νομοθέτης, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή κατ' άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή χωρίς συνυπολογισμό σ' αυτή και του διαστήματος της αναστολής Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III.
Επί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή κατ' άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 5 έτη Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 111 παρ. 3 ΠΚ.
Επί κακουργημάτων, αν δεν προβλέπεται γι' αυτά ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θανάτου, η ποινική παραγραφή κατ' άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 15 έτη ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II ΑΠ 415/2015 άρ. 111 παρ. 2 ΠΚ.
Επί κακουργημάτων, αν προβλέπεται γι' αυτά ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θανάτου, η ποινική παραγραφή κατ' άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 20 έτη άρ. 111 παρ. 2 ΠΚ.
Η ποινική παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 17 ΠΚ.
Η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής απαίτησης από αδικοπραξία όπως αυτή προβλέπεται στο άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ Ολομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ.
Αν ο εναγόμενος προέβη σε πλημμεληματική πράξη και σε κακουργηματική πράξη, και η κακουργηματική πράξη αποτελεί μη τιμωρητή υστέρα πράξη της πλημμεληματικής, ως μη κολάσιμη πράξη δεν υπόκειται στη μακρότερη παραγραφή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ ΑΠ 415/2015 άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ.
Αν μετά την τέλεση της πράξης προστεθεί επιβαρυντική περίσταση, ώστε η πράξη που θεωρούνταν με τον παλαιότερο νόμο πλημμέλημα να θεωρείται με τον νεότερο νόμο κακούργημα, η νεότερη ρύθμιση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και να καταστήσει αναδρομικά την αρχικά πλημμεληματική πράξη κακούργημα ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 7 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 1 ΠΚ.
Και αυτό, γιατί η καθιερούμενη στο άρ. 7 παρ. 1 Συντάγματος και άρ. 1 ΠΚ αρχή "nullum crimen nulla poene sine lege" απαιτεί η πράξη να τιμωρείται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής οποιοσδήποτε μεταγενέστερος ουσιαστικός κανόνας δικαίου που συνεπάγεται δυσμενέστερα αποτελέσματα για τον δράστη ΑΠ 1041/2017 σκέψ. II άρ. 7 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 1 ΠΚ.
Θα συμβουλευτείτε τον ΑΚ;
Παραγραφή απαίτησης από προσβολή της προσωπικότητας
Η απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητας υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή ΑΠ 726/2015.
Η παραγραφή της απαίτησης αυτής αρχίζει από την ημέρα της προσβολής ΑΠ 647/2011.
Παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014.
Κάθε απαίτηση κατά του Δημοσίου, εκτός από απαιτήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας ν. 4174/2013, παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εκτός αν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής άρ. 140 παρ. 1 ν. 4270/2014.
Η απαίτηση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολή άρ. 140 παρ. 2 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρ. 32 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) άρ. 140 παρ. 2 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δημόσιο για λογαριασμό τρίτων άρ. 140 παρ. 2 εδ. 3 ν. 4270/2014.
Η απαίτηση υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου, που αφορά σε αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, ή αποζημίωση, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή της άρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014.
Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του Δημοσίου, είτε πολιτικό είτε στρατιωτικό, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίου άρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014.
Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις άρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014.
Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου είναι 10 ετών άρ. 140 παρ. 4 ν. 4270/2014.
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα άρ. 140 παρ. 5 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης άρ. 140 παρ. 5 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικία άρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώριση άρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμής άρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014.
Αν άλλη ειδική διάταξη του ν. 4270/2014 δεν προβλέπει διαφορετικά, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη άρ. 141 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Προκειμένου περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών άρ. 141 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014.
Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον ν. 4270/2014, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου άρ. 142 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής άρ. 142 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014.
Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο:
αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές άρ. 143 περ. α ν. 4270/2014, ή
αν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτηση για την πληρωμή της απαίτησης άρ. 143 περ. β ν. 4270/2014, ή
αν υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αίτηση για την αναγνώριση της απαίτησης άρ. 143 περ. γ ν. 4270/2014, ή
αν επιδοθεί επιταγή για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται άρ. 143 περ. δ ν. 4270/2014, ή
αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής άρ. 143 περ. ε ν. 4270/2014, ή
αν το Δημόσιο αναγνωρίσει την απαίτηση με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών άρ. 143 περ. στ ν. 4270/2014, ή
αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξη άρ. 143 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών άρ. 143 περ. α ν. 4270/2014.
Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής άρ. 143 περ. β εδ. 1 ν. 4270/2014.
Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης άρ. 143 περ. β εδ. 2 ν. 4270/2014.
Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή άρ. 143 περ. β εδ. 3 ν. 4270/2014.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, και εκδοθεί πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους άρ. 143 περ. γ εδ. 1 ν. 4270/2014.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, και δεν εκδοθεί πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης άρ. 143 περ. γ εδ. 2 ν. 4270/2014.
Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή άρ. 143 περ. γ εδ. 3 ν. 4270/2014.
Οι κατά την παρούσα περίπτωση διατάξεις εφαρμόζονται και για τις αιτήσεις που είχαν ήδη υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στις 28-06-2014, και η σχετική προθεσμία των 6 μηνών αρχίζει από την 01-01-2015 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ββ ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014.
Αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής, η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή άρ. 143 περ. ε ν. 4270/2014.
Η ως άνω αναγνώριση από το Δημόσιο της απαίτησης κατά του Δημοσίου ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό άρ. 143 περ. στ εδ. 2 ν. 4270/2014.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014 άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό άρ. 144 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει το ποσό άρ. 144 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρη άρ. 144 εδ. 3 ν. 4270/2014.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο αναγνωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο την απαίτηση, η αναγνώριση είναι άκυρη άρ. 144 εδ. 3 ν. 4270/2014.
Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια άρ. 144 εδ. 4 ν. 4270/2014.
Για τη λήψη υπόψη αυτεπαγγέλτως της ένστασης παραγραφής μιας απαίτησης πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται
η έναρξη του χρόνου της παραγραφής ΑΠ 522/2018 ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3, και
η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής πριν από την άσκηση της αξίωσης, δηλαδή, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της αγωγής ΑΠ 522/2018 ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3.
Για τη λήψη υπόψη της ένστασης παραγραφής αυτεπαγγέλτως, τα παραπάνω περιστατικά δύναται να έχουν προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου εν μέρει με την αγωγή και εν μέρει με τις προτάσεις του εναγομένου ΑΠ 522/2018 ΑΠ 992/2017 σκέψ. 5.
Για τη λήψη υπόψη της ένστασης παραγραφής αυτεπαγγέλτως, δεν απαιτείται η προβολή ένστασης παραγραφής με σαφή τρόπο από τον εναγόμενο ΑΠ 992/2017 σκέψ. 5.
Η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου ΑΠ 522/2018 ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3.
Η ένσταση λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αν λαμβάνεται υπόψη χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους των διαδίκων ΑΠ 522/2018.
Παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Κάθε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά από πενταετία, εκτός αν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής άρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995.
Η απαίτηση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολή άρ. 90 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρ. 30 του ν. 1165/1928 του Τελωνειακού Κώδικα άρ. 90 παρ. 2 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δημόσιο για λογαριασμό τρίτων άρ. 90 παρ. 2 εδ. 3 ν. 2362/1995.
Η απαίτηση υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου, που αφορά σε αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, ή αποζημίωση, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή της άρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995.
Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του Δημοσίου, είτε πολιτικό είτε στρατιωτικό, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίου άρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995.
Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις άρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995.
Χρόνος έναρξης της παραγραφής των σχετικών αξιώσεων, ως ειδική ρύθμιση έναντι της γενικής παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, είναι ο χρόνος γέννησης της κάθε αντίστοιχης αξίωσης ΑΕΔ 32/2008 (ΦΕΚ ΑΕΔ 1/2009).
Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ' άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατ' άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας, κατ' άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, κατ' άρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ΑΕΔ 1/2012 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2012)
Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Και κατά την ισχύ παλαιότερων διατάξεων του νδ. 321/1969, η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ' άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατ' άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας, κατ' άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, κατ' άρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ΑΕΔ 2/2012 (ΦΕΚ ΑΕΔ 3/2012) άρ. 91 παρ. 1 νδ. 321/1969 άρ. 91 παρ. 3 νδ. 321/1969.
Η διετής παραγραφή των ως άνω αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατά του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιο Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου είναι 10 ετών άρ. 90 παρ. 4 ν. 2362/1995.
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα άρ. 90 παρ. 5 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση, το πρώτο, πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης άρ. 90 παρ. 5 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής των οφειλών του προς τους ως άνω δικαιούχους είναι ουσιαστικού χαρακτήρα Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικία άρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώριση άρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995.
Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμής άρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Αν άλλη ειδική διάταξη του ν. 2362/1995 δεν προβλέπει διαφορετικά, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη άρ. 91 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Προκειμένου περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών άρ. 91 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Αν πρόκειται για αξίωση κατά του Δημοσίου από αδικοπραξία, ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται κατά τον ν. 2362/1995, με ανώτατο χρονικό όριο την πενταετία, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο αυτός που ζημιώθηκε έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου ΑΠ 1372/2010.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, και τα επαγόμενα την αναστολή της παραγραφής γεγονότα συντελέσθηκαν μετά την 01-01-1996, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 2 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον ν. 2362/1995, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου άρ. 92 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής άρ. 92 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, και τα επαγόμενα τη διακοπή της παραγραφής γεγονότα συντελέσθηκαν μετά την 01-01-1996, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 2 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο:
αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές άρ. 93 περ. α ν. 2362/1995, ή
αν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτηση για την πληρωμή της απαίτησης άρ. 93 περ. β ν. 2362/1995, ή
αν υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αίτηση για την αναγνώριση της απαίτησης άρ. 93 περ. γ ν. 2362/1995, ή
αν επιδοθεί επιταγή για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται άρ. 93 περ. δ ν. 2362/1995, ή
αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής άρ. 93 περ. ε εδ. 1 ν. 2362/1995, ή
αν το Δημόσιο αναγνωρίσει την απαίτηση με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών άρ. 93 περ. στ εδ. 1 ν. 2362/1995, ή
αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξη άρ. 93 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών άρ. 93 περ. α ν. 2362/1995.
Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής άρ. 93 περ. β εδ. 1 ν. 2362/1995.
Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης άρ. 93 περ. β εδ. 2 ν. 2362/1995.
Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή άρ. 93 περ. β εδ. 3 ν. 2362/1995.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία έγκρισης ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους άρ. 93 περ. γ εδ. 1 ν. 2362/1995.
Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή άρ. 93 περ. γ εδ. 2 ν. 2362/1995.
Αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής, η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή άρ. 93 περ. ε εδ. 2 ν. 2362/1995.
Η ως άνω αναγνώριση από το Δημόσιο της απαίτησης κατά του Δημοσίου ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό άρ. 93 περ. στ εδ. 2 ν. 2362/1995.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις του ν. 2362/1995 άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, οι διατάξεις του ν. 2362/1995 περί συνεπειών της συμπληρωθείσας παραγραφής εφαρμόζονται και επί αυτών των απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής άρ. 107 παρ. 2 ν. 2362/1995 άρ. 119 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό άρ. 94 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει το ποσό άρ. 94 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρη άρ. 94 εδ. 3 ν. 2362/1995.
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο αναγνωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο την απαίτηση, η αναγνώριση είναι άκυρη άρ. 94 εδ. 3 ν. 2362/1995.
Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια, αν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά ΑΠ 1366/2012 ΑΠ 187/2009 ΣτΕ 4024/2010 άρ. 94 εδ. 4 ν. 2362/1995.
Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, της παραγραφής οφειλής του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιο Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νδ. 496/1974, κάθε απαίτηση κατά Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) παραγράφεται μετά από πενταετία άρ. 48 παρ. 1 νδ. 496/1974.
Η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολή άρ. 48 παρ. 2 νδ. 496/1974.
Η απαίτηση υπαλλήλου του ΝΠΔΔ κατά του ΝΠΔΔ, που αφορά σε καθυστερούμενες αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή της άρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974.
Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του ΝΠΔΔ, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίου άρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974.
Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις άρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974.
Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων ΝΠΔΔ δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ' άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος ΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009).
Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του ΝΠΔΔ κατά του ΝΠΔΔ είναι 10 ετών άρ. 48 παρ. 4 νδ. 496/1974.
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του ΝΠΔΔ, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, μερίσματα, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα άρ. 48 παρ. 5 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, μερίσματα, βοηθήματα ή επιδόματα, κατά την εκτέλεση, το πρώτον, πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης, μερίσματος, επιδόματος ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης άρ. 48 παρ. 5 εδ. 2 νδ. 496/1974.
Χρηματική απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικία άρ. 48 παρ. 6 νδ. 496/1974.
Χρηματική απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμής άρ. 48 παρ. 6 νδ. 496/1974.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά ΝΠΔΔ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη άρ. 49 νδ. 496/1974.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά ΝΠΔΔ άρ. 50 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής άρ. 50 εδ. 2 νδ. 496/1974.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, η έναρξη της παραγραφής της αξίωσης αναστέλλεται επί ένα εξάμηνο από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους της υποβολής της αίτησης ΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009) άρ. 49 νδ. 496/1974 άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά ΝΠΔΔ διακόπτεται μόνο:
αν η υπόθεση υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε διαιτητές άρ. 51 περ. α νδ. 496/1974, ή
αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης άρ. 51 περ. β εδ. 3 νδ. 496/1974, ή
αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής άρ. 51 περ. γ νδ. 496/1974, ή
αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξη άρ. 51 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή της χρηματικής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ δεν διακόπτεται από άτυπη αναγνώριση της απαίτησης 90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας).
Αν η υπόθεση υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών άρ. 51 περ. α νδ. 496/1974.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης, και η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας αρχής άρ. 51 περ. β εδ. 1 νδ. 496/1974.
Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης, και η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης άρ. 51 περ. β εδ. 2 νδ. 496/1974.
Αν η αίτηση υποβληθεί πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι η αίτηση υποβλήθηκε κατά την πρώτη ημέρα μετά την έναρξη του επομένου έτους ΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009) άρ. 49 νδ. 496/1974 άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974.
Αν η αίτηση υποβληθεί πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, η έναρξη της παραγραφής της αξίωσης αναστέλλεται επί ένα εξάμηνο από την κατά πλάσμα δικαίου υποβολή της αίτησης ΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009) άρ. 49 νδ. 496/1974 άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974.
Η διάταξη ερμηνεύεται ως έχουσα την άνω έννοια, προκειμένου να αποφευχθεί, επί τη βάσει αυστηρής και τυπικής ερμηνείας του όλου πλέγματος των σχετικών διατάξεων, ανεπιεικές αποτέλεσμα για τον επιμελή διοικούμενο, ο οποίος υπέβαλε αίτηση, ζητώντας την ικανοποίηση της απαίτησής του, πριν το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου η σχετική αξίωσή του γεννήθηκε, και ο οποίος περιέρχεται σε χειρότερη θέση από εκείνον που υποβάλει την αίτησή του προς το νομικό πρόσωπο έστω και ελάχιστο χρόνο μετά την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση αυτή ΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009) άρ. 49 νδ. 496/1974 άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974.
Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή άρ. 51 περ. β εδ. 3 νδ. 496/1974.
Η αίτηση πρέπει να αναφέρει ορισμένα τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται ΑΠ 187/2009.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για τις συνέπειες της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για τις συνέπειες της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974 άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974 άρ. 62 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό άρ. 52 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, και το ΝΠΔΔ κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το ΝΠΔΔ δικαιούται να αναζητήσει το ποσό άρ. 52 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, και το ΝΠΔΔ παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρη άρ. 52 εδ. 2 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια ΑΠ 1752/2008 άρ. 52 εδ. 3 νδ. 496/1974.
Παραγραφή απαίτησης κατά ΟΤΑ
Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου άρ. πρώτο άρ. 276 παρ. 2 εδ. 1 ν. 3463/2006.
Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ έχει καταργηθεί άρ. πρώτο άρ. 276 παρ. 2 εδ. 3 ν. 3463/2006.
Η ισχύς του προνομίου αυτού κατά τον ν. 3463/2006 αρχίζει από 01-01-2007 άρ. τέταρτο ν. 3463/2006.
Οι ΟΤΑ δεν απολαμβάνουν τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτών άρ. 56 παρ. 1 περ. α νδ. 496/1974 άρ. 15 ν. 369/1976 (ΦΕΚ Α 164/29-06-1976) άρ. 56 παρ. 1 νδ. 496/1974 (ΦΕΚ Α 204/19-07-1974).
Παραγραφή απαίτησης κατά του ΙΚΑ
Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) απολαμβάνει τα προνόμια του Δημοσίου για την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου άρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951 ΑΠ 522/2018 Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Και αυτό, γιατί το ΙΚΑ απολαμβάνει και τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, και στα δικαστικά προνόμια αυτά περιλαμβάνεται και κάθε ουσιαστικό προνόμιο του Δημοσίου, όπως το προνόμιο περί παραγραφής κατ' άρ. 91 παρ. 1 ν. 2362/1995 και άρ. 94 ν. 2362/1995 ΑΠ 522/2018.
Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει από την παραπάνω ρύθμιση τα ουσιαστικά προνόμια, δεν θα αναφερόταν στο κείμενο της διάταξης του άρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951 ότι το ΙΚΑ απολαμβάνει όχι μόνο των "δικαστικών" αλλά και των "δικονομικών" προνομίων του Δημοσίου, αποδίδοντας έτσι στα δικαστικά προνόμια έννοια διαφορετική από εκείνη των δικονομικών ΑΠ 522/2018.
Το ΙΚΑ απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των ατελειών, καθώς και των δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών προνομίων του Δημοσίου άρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951.
Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιο Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Το ΙΚΑ δεν απολαμβάνει τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτών πδ. 437/1977 άρ. 56 παρ. 2 νδ. 496/1974 άρ. 2 ν. 578/1977.
Παραγραφή απαίτησης κατά του ΟΓΑ
Ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) απολαμβάνει τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια του Δημοσίου για την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014 Ολομ. ΣτΕ 482/2018 άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος.
Και αυτό, γιατί ο ΟΓΑ απολαμβάνει και τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, και στα δικαστικά προνόμια αυτά περιλαμβάνεται και κάθε ουσιαστικό προνόμιο του Δημοσίου, όπως το προνόμιο περί παραγραφής κατ' άρ. 91 παρ. 1 ν. 2362/1995 και άρ. 94 ν. 2362/1995 Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει από την παραπάνω ρύθμιση τα ουσιαστικά προνόμια, δεν θα αναφερόταν στο κείμενο της διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 ότι ο ΟΓΑ απολαμβάνει όχι μόνο των "δικαστικών" αλλά και των "δικονομικών" προνομίων του Δημοσίου, αποδίδοντας έτσι στα δικαστικά προνόμια έννοια διαφορετική από εκείνη των δικονομικών Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Ο ΟΓΑ απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των ατελειών, καθώς και των δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961.
Η έννοια της διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004.
Η διάταξη του άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 είναι γνήσια ερμηνευτική (και όχι ψευδοερμηνευτική), και καλύπτει αναδρομικά και την ερμηνευόμενη διάταξη του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014 Ολομ. ΣτΕ 482/2018.
Η διάταξη του άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 έχει αναδρομική ισχύ, και καλύπτει το εξ υπαρχής περιεχόμενο της ερμηνευόμενης (ασαφούς) διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014 Ολομ. ΣτΕ 482/2018 άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος.
Στην έννοια των δικαστικών προνομίων της ατελούς διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Ο ΟΓΑ απολαμβάνει και των ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου, αναδρομικά από την ισχύ του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014 άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματος άρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος.
Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου κατά του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιο Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Το προνόμιο του Δημοσίου περί λήψης υπόψη, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, της παραγραφής οφειλής του Δημοσίου είναι ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιο Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014 Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Ο ΟΓΑ δεν απολαμβάνει τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτών πδ. 437/1977 άρ. 56 παρ. 2 νδ. 496/1974 άρ. 2 ν. 578/1977.
Παραγραφή απαίτησης του ζημιωθέντος κατά ασφαλιστή
Η παραγραφή της αξίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή επέρχεται σε 5 έτη άρ. 10 παρ. 2 ν. 489/1976 άρ. 10 παρ. 2 πδ. 237/1986 άρ. 7 ν. 3557/2007.
Η παραγραφή αρχίζει από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος ΑΠ 1043/2010.
Εντός της προθεσμίας παραγραφής πρέπει να γίνει τόσο η κατάθεση της αγωγής όσο και η επίδοση της αγωγής ΑΠ 1043/2010, διαφορετικά γίνεται δεκτή η τυχόν προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής ΑΠ 1043/2010.
1. ν. ΓϠΝ/1911 άρ. 7.
Διετής η παραγραφή κατά οδηγού, κατόχου, ιδιοκτήτη με αφετηρία την ημέρα του ατυχήματος (άρ. 7 ν. ΓϠΝ/1911).
2. ΑΚ 914, 922, 937
Κατά του οδηγού και του προστήσαντος
η παραγραφή είναι πενταετής με αφετηρία από τότε που ο παθών έλαβε γνώση του υπόχρεου και της ζημίας.
Αυτό αφορά και τις προβλεπτές ζημίες του μέλλοντος,
όχι όμως τις απρόβλεπτες για τις οποίες η πενταετία αρχίζει αργότερα από τη στιγμή που κατ’ αντικειμενική κρίση είναι δυνατή η πρόβλεψη τους.
3. Άρθρο 10 ν. 489/1976 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 Ν. 3557/2007)
Η παραγραφή της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή είναι πενταετής (5ετής) και αρχίζει από την ημέρα του ατυχήματος.
4. Άρθρο 10 ν. 2496/1997
Η παραγραφή των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή είναι τέσσερα (4) έτη και αρχίζει από τότε που γεννήθηκαν.
5. Άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 489/1976:
Η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι ομοίως πενταετής (5ετής), όπως κατά του ασφαλιστή (άρ. 10 παρ. 2 ν. 489/1976).
6. Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (άρ. 27 ν. 489/1976):
Ερμηνευτικά γίνεται δεκτό (λείπει ρητή διάταξη), ότι η αξίωση αποζημίωσης του παθόντος τρίτου είναι η ίδια όπως κατά του ασφαλιστή.
Παραγραφή ενοχικής σχέσης
Ο όρος "ενοχική σχέση" είναι διαφορετικός του όρου "ενοχή" ΑΠ 310/2007.
Με τον όρο "ενοχική σχέση" δηλούται συνήθως ευρύτερη και περιεκτικότερη ενιαία έννομη σχέση (πχ. η όλη σύμβαση), από την οποία γεννώνται ειδικότερες ενοχές, δηλαδή οι διάφορες κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις (ή απαιτήσεις) για κάθε ένα από τα μέρη ΑΠ 310/2007.
Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ' αυτής εκδοθησομένης απόφασης, νοείται η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα ΑΠ 134/2015.
Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας η προστασία ζητείται με την αγωγή ΑΠ 134/2015.
Δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, ακόμη και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά ΑΠ 134/2015.
Για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον ΑΠ 134/2015.
Έννομο συμφέρον υφίσταται αν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα, και να αποτρέψει σχετικές μ' αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου ΑΠ 134/2015.
Αν η απόφαση δεν διαλευκαίνει οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανή για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης ΑΠ 134/2015.
Κάθε σύμβαση αποτελεί μεν ενιαία ενοχική σχέση, αλλά δεν εκφράζεται δια του όρου "ενοχή" ΑΠ 310/2007.
Η διάκριση αυτή καταφαίνεται στη γέννηση, μεταβίβαση, παραγραφή και εν γένει απόσβεση των ενοχών ΑΠ 310/2007.
Η παραγραφή της όλης ενοχικής σχέσης, όπως της σύμβασης, δεν είναι νοητή, διότι σε παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις, δηλαδή οι κατ’ ιδίαν ενοχές (απαιτήσεις) ΑΠ 310/2007.
Όπου ο νόμος ομιλεί περί απόσβεσης ενοχής, εννοεί την κατ’ ιδίαν υποχρέωση (ή απαίτηση), ενώ απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης χωρεί όπου και όπως ορίζει ο νόμος, όπως στο άρ. 389 παρ. 2 ΑΚ και άρ. 509 ΑΚ ΑΠ 310/2007 άρ. 389 παρ. 2 ΑΚ άρ. 509 ΑΚ.
Απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης σημαίνει απόσβεση της όλης σύμβασης ΑΠ 310/2007.
Στη σύμβαση εργασίας, η παραγραφή των κατ’ ιδίαν αξιώσεων αποδοχών, που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας, από διάφορες αιτίες, δεν συνεπάγεται και απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης που συνδέει τα μέρη, αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ΑΠ 310/2007.
Ειδικός λόγος συντρέχει και στην περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας χρονικού διαστήματος εμπίπτοντος στην έγκυρη διάρκεια της σύμβασης, δηλαδή της κατ’ αυτό ύπαρξης της έννομης σχέσης, από την οποία απέρρεαν παραγεγραμμένες αξιώσεις του μισθωτού για το ίδιο χρονικό διάστημα ΑΠ 310/2007.
Ο μισθωτός έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, εγκείμενο στην προσμέτρηση του χρόνου αυτού για την ένταξή του στο προσήκον μισθολογικό κλιμάκιο και συνακόλουθα στη μισθολογική προαγωγή του, αν μάλιστα η σύμβασή του, ως έννομη σχέση, συνεχίζεται και είναι ενεργή ΑΠ 310/2007.
Αποσβεστική προθεσμία
Αν για την άσκηση του δικαιώματος τάσσεται αποσβεστική προθεσμία (άλλως αποκλειστική προθεσμία ΑΠ 129/2009 σκέψ. II), και παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το ουσιαστικό δικαίωμα ΑΠ 490/2001 σκέψ. VIII.
Αποσβεστική προθεσμία υπάρχει και στην περίπτωση αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών για την άσκηση αίτησης - προσφυγής προς ανατροπή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου σωματείου περί αποβολής μέλους του σωματείου μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης στο μέλος ΑΠ 490/2001 σκέψ. VIII άρ. 88 ΑΚ άρ. 3 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ.
Αν για την άσκηση του δικαιώματος ορίζεται ορισμένη προθεσμία, και η παραμέληση της προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος, δεν εφαρμόζεται η εκ νέου έναρξη της προθεσμίας από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου μετά την έγερση της αγωγής ΑΠ 194/2012 άρ. 279 ΑΚ άρ. 280 ΑΚ άρ. 261 εδ. 2 ΑΚ.
Η άσκηση του δικαιώματος για το οποίο προβλέπεται αποσβεστική προθεσμία μέσα στην αποσβεστική αυτή προθεσμία συντελεί στη διατήρηση του δικαιώματος ΑΠ 194/2012.
Ο σκοπός της θέσπισης αποσβεστικής προθεσμίας συνίσταται στην άρση της αβεβαιότητας που προκλήθηκε με την προσβολή του δικαιώματος ΑΠ 194/2012.
Η αποσβεστική προθεσμία μπορεί να συμπληρωθεί ενώ διαρκεί η δίκη, αν παραμεληθεί από τον δικαιούχο ΑΠ 194/2012.
Η επίδοση διαταγής πληρωμής διακόπτει την αποσβεστική προθεσμία άρ. 634 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Αν επιδοθεί διαταγή πληρωμής, και ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής, και η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί με τελεσίδικη απόφαση, η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης για την ανακοπή άρ. 634 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Αποσβεστική προθεσμία, και όχι παραγραφή, τάσσεται, μεταξύ άλλων,
με τη διάταξη του άρ. 157 εδ. 1 ΑΚ, περί απόσβεσης του δικαιώματος για ακύρωση δικαιοπραξίας δύο χρόνια από αυτή ΑΠ 194/2012 άρ. 157 εδ. 1 ΑΚ.
Διαχρονικό δίκαιο
Η διάταξη του άρ. 18 ΕισΝΑΚ
εφαρμόζεται για τη ρύθμιση ζητημάτων διαχρονικού δικαίου που προέκυψαν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και την αντικατάσταση της προϊσχύσασας νομοθεσίας ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ, και
εφαρμόζεται αναλογικά και σε κάθε άλλη διάταξη νεότερου νόμου που ορίζει διαφορετικό χρόνο παραγραφής σε σχέση με τον προηγούμενο ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Αν και ο προϊσχύσας και ο νεότερος νόμος ορίζουν την παραγραφή αξίωσης, το αν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του νεότερου νόμου, θα κριθεί με βάση τις διατάξεις του προϊσχύσαντος νόμου ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Το αν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης είναι ζήτημα ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 131/2022.
Αν και ο προϊσχύσας και ο νεότερος νόμος ορίζουν την έναρξη, την αναστολή ή τη διακοπή της παραγραφής, η έναρξη, η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής της αξίωσης θα κριθούν
για το χρονικό διάστημα μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, με βάση τις διατάξεις του προϊσχύσαντος νόμου ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ, και
για το χρονικό διάστημα μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, με βάση τις διατάξεις του νέου νόμου ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Αν ο χρόνος παραγραφής του νέου νόμου είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει ο προϊσχύσας νόμος, και ο χρόνος παραγραφής του προϊσχύσαντος δικαίου δεν συμπληρώνεται νωρίτερα από τον συντομότερο χρόνο παραγραφής που ορίζεται στον νέο νόμο με έναρξη του χρόνου παραγραφής από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής κατά τον νέο νόμο με έναρξη του χρόνου παραγραφής από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Αν ο χρόνος παραγραφής του νέου νόμου είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει ο προϊσχύσας νόμος, και ο χρόνος παραγραφής του προϊσχύσαντος δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από τον συντομότερο χρόνο παραγραφής που ορίζεται στον νέο νόμο με έναρξη του χρόνου παραγραφής από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής κατά τον προϊσχύσαντα νόμο ΑΠ 131/2022 άρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν η παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί βάσει του παλαιότερου νόμου, και νεότερος νόμος ορίζει συντομότερο χρόνο παραγραφής, και το χρονικό σημείο συμπλήρωσης της παραγραφής επέρχεται συντομότερα κατά τον παλαιότερο νόμο από ότι με τον νεότερο νόμο, για τη συμπλήρωση της παραγραφής εφαρμόζεται ο παλαιότερος νόμος ΑΠ 1546/1986 άρ. 18 εδ. 4 ΕισΝΑΚ.
Αν ο νόμος ορίζει προθεσμία για την άσκηση αγωγής ακύρωσης υιοθεσίας ή τριτανακοπής άρ. 17 νδ. 610/1970, και ταυτόχρονα ορίζει καταληκτική αποκλειστική προθεσμία 3 ετών από την τελεσιδικία της απόφασης, και δεν ορίζει καταληκτική προθεσμία για τις ήδη υφιστάμενες υιοθεσίες, η καταληκτική προθεσμία για τις ήδη υφιστάμενες υιοθεσίες θα πρέπει να είναι 3ετής από την έναρξη ισχύος του νόμου ΑΠ 1213/1986.