Έγγραφα

Τα έγγραφα είναι αποδεικτικά μέσα άρ. 339 ΚΠολΔ.

Λήψη υπόψη εγγράφου

Το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του μόνον τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι Πλ.Ολομ. ΑΠ 23/2008 άρ. 106 ΚΠολΔ άρ. 335 ΚΠολΔ άρ. 338 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 340 ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του προς απόδειξη των ισχυρισμών τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι ΑΠ 9/2000 άρ. 106 ΚΠολΔ άρ. 237 παρ. 1 εδ. 3 στοιχ. β ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ άρ. 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν τα επικαλούνται με τις προτάσεις τους ΑΠ 832/2011. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ΑΠ 579/2011. Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου λαμβάνονται υπόψη ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου λαμβάνονται υπόψη, δηλαδή εκτιμούνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλά επικουρικά σε σχέση με αυτά ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το προσκόμισε άρ. 346 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009. Τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά τον νόμο ισοδύναμα, και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία, και τα έγγραφα τα οποία παράγουν πλήρη απόδειξη ΑΠ 175/2019 άρ. 352 ΚΠολΔ άρ. 438 επ. ΚΠολΔ άρ. 441 ΚΠολΔ άρ. 445 ΚΠολΔ. Για τα κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού τα εκτιμήσει "ελεύθερα" ΑΠ 175/2019 άρ. 340 ΚΠολΔ.

Επίκληση εγγράφου

Η επίκληση του εγγράφου μπορεί να γίνει Αν δεν γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου που προσκομίστηκε, το έγγραφο θεωρείται ότι δεν έχει προσκομιστεί Ολομ. ΑΠ 9/2000. Η επίκληση του εγγράφου είναι σαφής και ορισμένη όταν η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του εγγράφου Ολομ. ΑΠ 9/2000 Ολομ. ΑΠ 23/2008. Κατά μια άποψη, οι φράσεις "ιατρικές βεβαιώσεις και εξιτήρια του Κέντρου Υγείας …" και "σειρά ιατρικών πιστοποιητικών - συνταγών από τις 24-1-2005 έως και 1-6-2005", οι οποίες περιλαμβάνονται σε προτάσεις, αποτελούν επαρκώς ορισμένη επίκληση προσαγόμενου εγγράφου ΑΠ 832/2011. Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ;

Χρόνος προσκόμισης και επίκλησης εγγράφου

Στις ειδικές διαδικασίες, οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο ΑΠ 837/2003 (διαφορές από πιστωτικούς τίτλους άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 649 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, μισθωτικές διαφορές άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 649 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, εργατικές διαφορές άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 670 ΚΠολΔ, διαφορές από παροχή εργασίας άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 ΚΠολΔ άρ. 670 ΚΠολΔ, αυτοκινητικές διαφορές άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 670 ΚΠολΔ, διαφορές από διατροφή ή επιμέλεια τέκνου άρ. 681 Β ΚΠολΔ άρ. 670 ΚΠολΔ). Διαφορετικά, αν προσκομίσουν έγγραφο με την προσθήκη των προτάσεων, η προσκόμιση είναι εκπρόθεσμη και το έγγραφο δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 837/2003.

Επίκληση εγγράφου στην εκούσια δικαιοδοσία

Κατά μια άποψη, στην εκούσια δικαιοδοσία το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του και έγγραφα που προσκομίζονται χωρίς επίκλησή τους άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ 13/2014 Ειρ.Αλεξανδρούπολης (εκουσίας). Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, ακόμη και αποδεικτικά μέσα πέραν των οριζόμενων στο άρ. 339 ΚΠολΔ ΑΠ 769/2015. Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης ΑΠ 769/2015. Στην εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και εξακρίβωσης πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αυτών που δεν προτάθηκαν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ΑΠ 769/2015. Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος αφορά τόσο στις γνήσιες όσο και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 769/2015. Μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι αυτές οι ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται ΑΠ 769/2015. Το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 769/2015.

Επίκληση εγγράφου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση

Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι απαραίτητη η κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Όσα είχε επικαλεστεί και προβάλει ο διάδικος με τις προτάσεις του στην προηγούμενη συζήτηση θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και ισχύουν και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Η προσκόμιση και επίκληση κατά την προηγούμενη συζήτηση είναι ισχυρή και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση ακόμη και αν ο διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ή αν κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Κατά μια άποψη, στην επαναλαμβανόμενη κατ' άρ. 254 ΚΠολΔ συζήτηση, ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε επικαλεστεί κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης ΑΠ 1336/2002.

Επίκληση εγγράφου στη δευτεροβάθμια συζήτηση

Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη, αν γίνεται εκ νέου σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ακόμη και αν είχε ήδη γίνει επίκληση του σχετικού εγγράφου με τις πρωτόδικες προτάσεις ΑΠ 574/2014. Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη, αν περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, και οι οποίες προσκομίζονται στην παρούσα συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο άρ. 240 εδ. 1 υποεδ. 2 ΚΠολΔ Ολομ. ΑΠ 9/2000 ΑΠ 96/2008. Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου είναι νόμιμη, αν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας συζήτησης περιέχεται, έστω και αυτούσιο, το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γινόταν νόμιμη επίκληση του εγγράφου, και όλο το κείμενο των προτάσεων καλύπτεται από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στη δευτεροβάθμια δίκη ΑΠ 476/2011 ΑΠ 1390/2012 ΑΠ 982/2013 ΑΠ 1509/2014. Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου δεν είναι νόμιμη, αν γίνεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχε προσκομίσει νόμιμα δια των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ο διάδικος, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένο μέρος των πρωτόδικων προτάσεων όπου έγινε η επίκληση του συγκεκριμένου εγγράφου Ολομ. ΑΠ 9/2000 ΑΠ 96/2008. Στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης, η επίκληση του εγγράφου δεν είναι νόμιμη, αν στο έγγραφο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας συζήτησης γίνεται απλή ενσωμάτωση του εγγράφου των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης όπου γινόταν νόμιμη επίκληση του εγγράφου, και στις δευτεροβάθμιες προτάσεις γίνεται απλή αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις Ολομ. ΑΠ 23/2008 Ολομ. ΑΠ 9/2000 ΑΠ 154/2004 ΑΠ 1154/2002. Αν το έγγραφο προσκομίζεται από τον διάδικο στο εφετείο στην τακτική διαδικασία με επίκληση στην προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δεν πρόκειται για ισχυρισμούς που παραδεκτά προτάθηκαν για πρώτη φορά στο εφετείο, το έγγραφο είναι απαράδεκτο ΑΠ 1103/2011. Αν το εφετείο λάβει υπόψη τέτοιο έγγραφο, χωρίς να βεβαιώσει στη απόφασή του ότι συντρέχει η παραπάνω εξαιρετική περίπτωση, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. 1η ΚΠολΔ και άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1103/2011 άρ. 559 αριθ. 11 περ. 1η ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ.

Έγγραφο με αποδεικτική δύναμη

Το έγγραφο, προκειμένου να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα κατ' άρ. 339 ΚΠολΔ, πρέπει Αν το έγγραφο έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, τεκμαίρεται ότι έχει χάσει την αποδεικτική του δύναμη ΑΠ 1707/2009 άρ. 433 ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι κάποιο έγγραφο, από αυτά που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έχει ή όχι τα οριζόμενα στο άρ. 432 ΚΠολΔ στοιχεία, που είναι απαραίτητα για το κύρος και την αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ΑΠ 2363/2009.

Είδη εγγράφων

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, λαμβάνονται υπόψη κάθε είδους έγγραφα, εκτός των πλαστών ή μη γνησίων ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001.

Ιδιωτικά έγγραφα

Έγγραφα υπέρ του εκδότη τους

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα έγγραφα υπέρ του εκδότη τους λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το έγγραφο υπέρ του εκδότη του είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009. Το ιδιωτικό έγγραφο, για να έχει αποδεικτική ισχύ, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του ΑΠ 1707/2009 άρ. 443 ΚΠολΔ άρ. 160 ΑΚ. Ως εκδότης του εγγράφου, όσον αφορά την αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, εννοείται αυτός που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο ΑΠ 1305/2009. Το ιδιωτικό έγγραφο, καταρχήν, δεν αποδεικνύει υπέρ του εκδότη του ΑΠ 1707/2009 άρ. 447 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη ή μη δήλωσης βουλήσεως ή άλλου πραγματικού γεγονότος, που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται πλήρως από το έγγραφο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί πλήρως από το έγγραφο κατά την ελεύθερη εκτίμηση του εγγράφου από το δικαστήριο ΑΠ 1265/2002 άρ. 445 ΚΠολΔ άρ. 340 εδ. 1 ΚΠολΔ.

Ανυπόγραφα ιδιωτικά έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα ανυπόγραφα από τον εκδότη τους έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το ανυπόγραφο ιδιωτικό έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009. Το ιδιωτικό έγγραφο, για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του ΑΠ 1707/2009 άρ. 443 ΚΠολΔ άρ. 160 ΑΚ. Ως εκδότης του εγγράφου, όσον αφορά την αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, εννοείται αυτός που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο ΑΠ 1305/2009. Το ιδιωτικό έγγραφο που δεν φέρει υπογραφή, αλλά μόνο ιδιόγραφες σημειώσεις, αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο ως έγγραφο, το οποίο δεν πληροί τους όρους του νόμου, στην τακτική διαδικασία ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001, και στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητιστικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το ιδιωτικό έγγραφο που δεν φέρει υπογραφή, αλλά μόνο ιδιόγραφες σημειώσεις, λαμβάνεται υπόψη στην τακτική διαδικασία ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001, και στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητιστικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη ή μη δήλωσης βουλήσεως ή άλλου πραγματικού γεγονότος, που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται πλήρως από το έγγραφο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί πλήρως από το έγγραφο κατά την ελεύθερη εκτίμηση του εγγράφου από το δικαστήριο ΑΠ 1265/2002 άρ. 445 ΚΠολΔ άρ. 340 εδ. 1 ΚΠολΔ.

Υπεύθυνη δήλωση

Η υπεύθυνη δήλωση του διαδίκου, κατά το άρ. 8 ν. 1589/1986, αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο ΑΠ 266/2011. Η υπεύθυνη δήλωση τρίτου, κατά το άρ. 8 ν. 1589/1986, δεν αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο, ούτε κατά τις ειδικές διαδικασίες ΑΠ 266/2011, ούτε καν στις ειδικές διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ΑΠ 1196/1995. Έγγραφο που περιλαμβάνει βεβαίωση ή δήλωση τρίτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ως έγγραφο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο αυτό εκδόθηκε με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στη δίκη ως αποδεικτικό μέσο, γιατί διαφορετικά καταστρατηγούνται οι διατάξεις που αναφέρονται στο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων Ολομ. ΑΠ 8/1987 ΑΠ 1408/2001 άρ. 341 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ άρ. 397 ΚΠολΔ άρ. 398 ΚΠολΔ άρ. 406 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ. Για τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε το έγγραφο κρίνει ελευθέρως, και αναιρετικά ανελέγκτως, το δικαστήριο της ουσίας, επί τη βάσει του περιεχομένου του εγγράφου, χωρίς να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ΑΠ 1408/2001. Αν κατά τη σύνταξη σημειώματος ή υπομνήματος τρίτου δεν είχε αρχίσει δίκη, και μετά τη σύνταξη του υπομνήματος ή σημειώματος γίνει εκκρεμής δίκη μεταξύ των διαδίκων, και το σημείωμα ή υπόμνημα χρησιμοποιηθεί στη δίκη αυτή από κάποιον από τους διαδίκους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το υπόμνημα ή σημείωμα συντάχθηκε επίτηδες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένη δίκη, η οποία δεν υπήρχε κατά τον χρόνο σύνταξής του ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Αν τέτοιο έγγραφο γίνει δεκτό από το δικαστήριο ως έγγραφη μαρτυρία, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. 1η ΚΠολΔ περί λήψης υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 559 αριθ. 11 περ. 1η ΚΠολΔ. Η ύπαρξη ή μη δήλωσης βουλήσεως ή άλλου πραγματικού γεγονότος, που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται πλήρως από το έγγραφο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί πλήρως από το έγγραφο κατά την ελεύθερη εκτίμηση του εγγράφου από το δικαστήριο ΑΠ 1265/2002 άρ. 445 ΚΠολΔ άρ. 340 εδ. 1 ΚΠολΔ.

Μηχανικές απεικονίσεις

Ιδιωτικό έγγραφο αποτελούν και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες, και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β άρ. 444 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ. Στην έννοια των μηχανικών απεικονίσεων περιλαμβάνεται κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων, η οποία πραγματοποιείται με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β άρ. 444 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ. Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι βιντεοταινίες ή βιντεοκασέτες ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β.

Ανεπικύρωτα έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα ανεπικύρωτα έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το ανεπικύρωτο έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009. Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, οι ανεπικύρωτες φωτογραφίες λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001.

Ένορκη βεβαίωση

Οι ένορκες βεβαιώσεις, κατ' αρχήν, δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρ. 339 επ. ΚΠολΔ ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV. Οι ένορκες βεβαιώσεις, κατ' αρχήν, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV. Αν η ένορκη βεβαίωση είχε ληφθεί εξ αφορμής και στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων ή άλλων διαδίκων, και προσκομίζεται με επίκληση κατά τη συζήτηση άλλης αγωγής, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV. Το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης συνεκτιμάται από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV.

Γνωμοδότηση

Η γνωμοδότηση προσώπου που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, και συντάχθηκε ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, και προσάγεται από αυτόν, και συντάχθηκε κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο Ολομ. ΑΠ 8/2005 άρ. 390 ΚΠολΔ. Η γνωμοδότηση αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο Ολομ. ΑΠ 8/2005 άρ. 390 ΚΠολΔ. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και για τις γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων διορισμένων από τη Διοίκηση Ολομ. ΑΠ 8/2005. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και για τις γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, όταν συντάσσονται εγγράφως κατά το άρ. 392 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 983/2007 άρ. 392 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Αχρονολόγητα έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα αχρονολόγητα έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το αχρονολόγητο έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009.

Άκυρα έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα άκυρα έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το άκυρο έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009.

Μη συντεταγμένα κατ' αποδεικτικό τύπο έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα μη συντεταγμένα κατ' αποδεικτικό τύπο έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το μη συντεταγμένο κατ' αποδεικτικό τύπο έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009.

Αμετάφραστα ξενόγλωσσα έγγραφα

Κατά μια άποψη, στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα αμετάφραστα ξενόγλωσσα έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το αμετάφραστο ξενόγλωσσο έγγραφο αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1757/2011. Κατά μια άποψη, το ξενόγλωσσο έγγραφο, το οποίο προσάγεται στο δικαστήριο χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφρασή του, είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1607/2010. Κατ' άλλη άποψη, το ξενόγλωσσο έγγραφο, το οποίο προσάγεται στο δικαστήριο χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφρασή του, είναι παραδεκτό αποδεικτικό μέσο, ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληρεί τους όρους του νόμου ΑΠ 1462/1996 άρ. 650 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Εικονικά έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, τα εικονικά έγγραφα λαμβάνονται υπόψη, και μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο ελεύθερα ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Στην περίπτωση αυτή, το εικονικό έγγραφο είναι υποστατό έγγραφο, και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου ΑΠ 1707/2009.

Έγγραφα άλλης δίκης

Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής δίκης αποτελεί έγγραφο, και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β.

Δημόσια έγγραφα

Το δικαστήριο οφείλει να αποδώσει αυξημένη αποδεικτική δύναμη πχ. στα δημόσια έγγραφα όταν τα σε αυτά βεβαιούμενα προέρχονται από καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο πρόσωπο ΑΠ 259/2007 άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ. Στα δημόσια αυτά έγγραφα δεν πρέπει να αποδίδεται αυξημένη αποδεικτική δύναμη όταν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 259/2007. Αν τα δημόσια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο προς έμμεση απόδειξη, κρίνον το δικαστήριο μετ' εκτίμηση του περιεχομένου των δημοσίων εγγράφων ότι δεν παρέχουν άμεση απόδειξη, η αποδεικτική τους δύναμη είναι ίδια με την αποδεικτική δύναμη των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων ΑΠ 384/2010. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του εγγράφου προβεί σε βεβαίωση, περί ενέργειάς του ή περί όσων έγιναν ενώπιόν του άρ. 438 ΚΠολΔ, για την οποία είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιος, το έγγραφο παρέχει πλήρη απόδειξη για τα όσα αρμοδίως βεβαιώθηκαν, και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 11/2004 άρ. 438 ΚΠολΔ. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του εγγράφου προβεί σε βεβαίωση, περί όσων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 438 ΚΠολΔ, το έγγραφο παρέχει πλήρη απόδειξη για τα όσα βεβαιώθηκαν, και επιτρέπεται ανταπόδειξη χωρίς την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 11/2004. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του δημόσιου εγγράφου δεν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιος για τη βεβαίωση που κάνει, το δημόσιο έγγραφο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη περί του βεβαιούμενου γεγονότος ΑΠ 1408/2001. Η αναφορά στην έκθεση αυτοψίας, περί τροχαίου ατυχήματος, από την αρμόδια Αστυνομική Αρχή περί του ποιος ήταν υπαίτιος του ατυχήματος δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς την υπαιτιότητα ή μη του οδηγού του οχήματος για το ατύχημα ΑΠ 201/1997. Η αναφορά αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας ΑΠ 201/1997. Η αναφορά στην έκθεση αυτοψίας, περί τροχαίου ατυχήματος, της τροχαίας ότι "δεν υπήρχε ασφαλιστήριο" είναι στοιχείο του οποίου την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της έκθεσης αυτοψίας ΑΠ 1484/1996.

Απόφαση πολιτικού δικαστηρίου

Η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφρασε σ' αυτήν το δικαστήριο σε σχέση με την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης ΑΠ 128/2014. Η δικαστική απόφαση δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη για τη γνώμη που το δικαστήριο έχει εκφέρει για έννομη σχέση που συνιστά αποδεικτέο γεγονός άλλης δίκης, αλλά η αποδεικτική της δύναμη ως προς αυτό το γεγονός είναι η ίδια με των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων ΑΠ 128/2014. Η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας δικηγόρου που εκπροσωπεί διάδικο κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο ΑΠ 254/2016 ΑΠ 1376/2006 άρ. 104 ΚΠολΔ. Αν στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης γίνεται μνεία ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σε αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος του, και στο κύριο σώμα της απόφασης υπάρχει βεβαίωση ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των αντιδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για τον διορισμό του αναφερόμενου δικηγόρου ως δικαστικού πληρεξουσίου του αντίστοιχου διαδίκου ΑΠ 1376/2006 άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 104 ΚΠολΔ άρ. 96 ΚΠολΔ. Το περιεχόμενο της απόφασης περί δικαστικής πληρεξουσιότητας του δικηγόρου μπορεί να ανατραπεί με το πρακτικό της συζήτησης ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής ΑΠ 254/2016. Αν η απόφαση του εφετείου περιέχει βεβαίωση ότι προσκομίστηκαν όλα τα έγγραφα των οποίων έγινε επίκληση, και δεν περιέχει βεβαίωση ότι κάποιο έγγραφο προσκομίστηκε εκπρόθεσμα, θεωρείται ότι το έγγραφο του οποίου έγινε επίκληση έχει προσκομιστεί εμπρόθεσμα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Η βεβαίωση εντός της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας περί προσαγωγής ή μη εγγράφου αφορά σε πράγματα, και δεν ελέγχεται αναιρετικά ΑΠ 708/2015. Η απόφαση πολιτικού δικαστηρίου επί δίκης συναφούς με την κρινόμενη υπόθεση αποτελεί έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και όχι δημόσιο έγγραφο με δεσμευτική αποδεικτική ισχύ για το δικαστήριο ΑΠ 580/2016.

Απόφαση ποινικού δικαστηρίου

Η απόφαση ποινικού δικαστηρίου σχετικά με ψευδορκία μαρτύρων περί πραγματικών περιστατικών που έχουν σημασία για την παρούσα δίκη, αν προσκομίζεται νόμιμα, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του ΑΠ 1066/2008 Η απόφαση ποινικού δικαστηρίου σχετικά με καταδίκη του εναγομένου για σωματική βλάβη κατά του ενάγοντος, αν προσκομίζεται νόμιμα, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του ΑΠ 1590/2003. Αν για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες άρ. 395 ΚΠολΔ, και κάποιο πραγματικό περιστατικό αποδεικνύεται νόμιμα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να συνάγει συμπεράσματα περί του αποδεικτέου γεγονότος από το έγγραφο ΑΠ 1002/2008 άρ. 336 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει ακόμη και αν το έγγραφο που περιέχει τα γεγονότα που χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων έπαυσε, για οποιονδήποτε λόγο, να ισχύει για τον προορισμό για τον οποίο δόθηκε ΑΠ 1002/2008. Η ποινική απόφαση, καταδικαστική για συκοφαντική δυσφήμηση, ακόμη και αν αναιρέθηκε και έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω θανάτου του κατηγορουμένου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το πολιτικό δικαστήριο ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί την προσβολή της τιμής του ενάγοντα ΑΠ 1002/2008.

Έκθεση επίδοσης

Η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης επίδοσης ως πλαστής ΑΠ 1447/2018 άρ. 438 εδ. 2 ΚΠολΔ. Τα περιστατικά που βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 440 ΚΠολΔ. Τέτοιο περιστατικό που βεβαιώνεται σε έκθεση επίδοσης είναι και το ότι εκείνος στον οποίον εγχειρίστηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, το οποίο στηρίζεται σε δήλωση του παραλαβόντος ΑΠ 1447/2018.

Πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία, για τις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί από 01-01-2001 και μετά, τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα δεν λαμβάνονται υπόψη ΑΠ 1757/2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001.

Γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου

Τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν τεκμήριο γνησιότητας ΑΠ 1707/2009. Η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου περί γνησιότητας του ιδιωτικού εγγράφου ΑΠ 1707/2009. Ο αντίδικος του διαδίκου που προσκόμισε το ιδιωτικό έγγραφο έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας του εγγράφου ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, είτε φέρει την υπογραφή του διαδίκου κατά του οποίου προσκομίζεται είτε τρίτου, και δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής, παράγεται αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, και δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής, το αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν αμφισβητηθεί η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου, ο διάδικος που προσκόμισε το έγγραφο έχει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας του εγγράφου ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, είτε φέρει την υπογραφή του διαδίκου κατά του οποίου προσκομίζεται είτε τρίτου, και ο αντίδικος του διαδίκου που προσκόμισε το ιδιωτικό έγγραφο αμφισβήτησε τη γνησιότητα της υπογραφής επί του εγγράφου, εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο έχει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητάς της υπογραφής ΑΠ 1707/2009. Το βάρος αυτό υπάρχει όχι μόνο όταν γίνεται χρήση του εγγράφου για άμεση απόδειξη, αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 1707/2009. Αν κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το ιδιωτικό έγγραφο αποδειχθεί ότι αυτό δεν είναι γνήσιο, το δικαστήριο οφείλει να μην λάβει υπόψη το έγγραφο ως προς το μη γνήσιο μέρος του ΑΠ 1707/2009. Αν προκύπτει ότι το έγγραφο είναι γνήσιο, το έγγραφο λαμβάνεται υπόψη ΑΠ 1707/2009. Αν το δικαστήριο δεν εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του ιδιωτικού εγγράφου, και λάβει ή δεν λάβει υπόψη το έγγραφο, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ.

Πλαστότητα εγγράφου

Το βάρος απόδειξης της πλαστότητας φέρει ο διάδικος που προτείνει την πλαστότητα ΑΠ 1707/2009 άρ. 463 ΚΠολΔ. Περισσότερα για το πότε στοιχειοθετείται πλαστογραφία.

Προβολή πλαστότητας με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή

Αν η πλαστότητα προβάλλεται με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή, για να προβληθεί παραδεκτά ο ισχυρισμός απαιτείται Αν το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, δεν απαιτείται ειδικό πληρεξούσιο για την προβολή της ένστασης πλαστογραφίας ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, η ένσταση πλαστογραφίας πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προταθεί κατά τη συζήτηση κατά την οποία προσήχθη το έγγραφο ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας δεν έχει παραγραφεί ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010, η ένσταση πλαστογραφίας μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης άρ. 461 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την παραγραφή του αδικήματος της πλαστογραφίας ΑΠ 914/2014.

Προβολή πλαστότητας με αυτοτελή αγωγή

Αν η πλαστότητα προβάλλεται με αυτοτελή αγωγή, δεν απαιτείται να προτείνονται κατά την πρώτη συζήτηση τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα, αλλά αρκεί η επίκληση με τις προτάσεις, ούτε απαιτείται να αναφέρονται τα ονόματα των μαρτύρων και τα αποδεικτικά μέσα στο δικόγραφο της αγωγής Ολομ. ΑΠ 23/1999 άρ. 463 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί το βάρος προαπόδειξης που επιβάλλει το άρ. 463 ΚΠολΔ δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δίκαιο της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού, αλλά συνιστά απλά κανόνα της αποδεικτικής διαδικασίας, ο οποίος έχει εφαρμογή μόνο αν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, και δεν έχει εφαρμογή αν ο ισχυρισμός της πλαστότητας εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, δηλαδή με αυτοτελή αναγνωριστική της πλαστότητας του εγγράφου αγωγή, η οποία δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής Ολομ. ΑΠ 23/1999 άρ. 463 ΚΠολΔ.

Αίτημα επίδειξης εγγράφου

Κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει, και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη ΑΠ 658/2010 άρ. 450 ΚΠολΔ. Αν ο αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ΑΠ 658/2010. Αν στην αίτηση επίδειξης του εγγράφου δεν γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, δεν προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του, και δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του, η αίτηση είναι αόριστη ΑΠ 658/2010. Αν το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή τρίτου, μη διαδίκου, η επίδειξη μπορεί να ζητηθεί μόνο με παρεμπίπτουσα αγωγή ΑΠ 658/2010 άρ. 451 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν το έγγραφο καλύπτεται από απόρρητο, το αίτημα επίδειξης του εγγράφου είναι απαράδεκτο 19/2012 Εφ.Λάρισας.

Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο

Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στις ειδικές διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ΑΠ 1386/2006. Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα μπορούν να γίνουν δεκτά στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015.

Απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο

Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην τακτική διαδικασία ΑΠ 1627/2010. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 1627/2010 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στις διαδικασίες κατά τις οποίες επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ΑΠ 1627/2010.

Διαχρονικό δίκαιο

Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Αν πρόκειται για απόδειξη γεγονότων, και τα γεγονότα συνέβησαν πριν την έναρξη ισχύος του ΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983. Αν κατά την παλιότερη διάταξη ο μάρτυρας ήταν ικανός και μη εξαιρούμενος, και κατά τη νεότερη διάταξη ο μάρτυρας είναι ανίκανος και εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Αν κατά την παλιότερη διάταξη ο μάρτυρας ήταν ανίκανος και εξαιρούμενος, και κατά τη νεότερη διάταξη ο μάρτυρας είναι ικανός και μη εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983.

Άλλα αποδεικτικά μέσα

Άλλα αποδεικτικά μέσα είναι οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.