Πραγματογνωμοσύνη

Η πραγματογνωμοσύνη είναι αποδεικτικό μέσο άρ. 339 ΚΠολΔ. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ΑΠ 983/2007 άρ. 387 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης ΑΠ 880/2010 σκέψ. II άρ. 368 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 36 παρ. 3 εδ. 5 ν. 1406/1983. Ο όρος "ειδικές γνώσεις" στο άρ. 368 παρ. 1 ΚΠολΔ αποτελεί εσφαλμένη μεταγλώττιση στη δημοτική του όρου "ιδιάζουσες γνώσεις" της καθαρεύουσας, ο οποίος περιέχονταν στο αρχικό κείμενο ΑΠ 880/2010 σκέψ. II. Η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 880/2010 σκέψ. II. Η διάταξη πραγματογνωμοσύνης για συγκεκριμένο ζήτημα απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά ΑΠ 116/2021 σκέψ. 2 άρ. 368 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο της ουσίας εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη χρησιμοποίησης του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης ΑΠ 880/2010 σκέψ. II, εκτός από την περίπτωση του άρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 116/2021 σκέψ. 2 άρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο οφείλει να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, μόνο αν Στην περίπτωση αυτή, αν το δικαστήριο δεν διατάξει πραγματογνωμοσύνη, υποπίπτει στην παράβαση του άρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ ΑΠ 781/2015 σκέψ. III άρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ. Η διάκριση αυτή (ως προς τις ιδιάζουσες γνώσεις έναντι απλώς ειδικών γνώσεων), προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατάξεων του άρ. 368 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως είναι διατυπωμένες στο αρχικό κείμενό τους (στην καθαρεύουσα), το οποίο, κατά νόμο, υπερισχύει του αντίστοιχου κειμένου της δημοτικής ΑΠ 1351/2014 άρ. 368 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του αν απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του ζητήματος ως προς το οποίο ζητείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ΑΠ 2363/2009 άρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου για την ανάγκη διενέργειας ή μη άλλης πραγματογνωμοσύνης είναι κυριαρχική και αναιρετικώς ανέλεγκτη ΑΠ 897/2000 σκέψ. 6. Αν δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης κατ' άρ. 559 ΚΠολΔ ΑΠ 116/2021 σκέψ. 2 άρ. 559 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικά ανέλεγκτη ΑΠ 116/2021 σκέψ. 2 άρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε επ' ευκαιρία άλλης δίκης παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο άλλης δίκης, και εκτιμάται ελεύθερα ΑΠ 897/2000 σκέψ. 6. Αν το δικαστήριο κρίνει αναγκαία τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, παρέχεται, κατ' άρ. 270 ΚΠολΔ, η δυνατότητα διακοπής της συζήτησης της υπόθεσης για άλλη ορισμένη ημέρα και ώρα με προφορική ανακοίνωση του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α άρ. 270 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 5 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 ΦΕΚ Α 203/12-09-2001 άρ. 270 παρ. 6 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 ΦΕΚ Α 203/12-09-2001. Η μετά τη διακοπή αυτή δικάσιμος αποτελεί συνέχεια της διακοπείσας, κατ' ανάλογη εφαρμογή και της διαδικασίας που ακολουθείται κατά τα οριζόμενα στο άρ. 254 ΚΠολΔ, λόγω της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου των άνω ρυθμίσεων ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α. Πρόκειται δηλαδή για δύο δικονομικά στάδια τα οποία συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α. Έτσι, δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, καθώς οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά την αρχική συζήτηση αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α. Δηλαδή, όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της αρχικής συζήτησης, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ' αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις, όπως και όταν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης, ή κατέθεσε απλώς προσθήκη στις ήδη κατατεθείσες προτάσεις ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α. Αν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση ο διάδικος κατέθεσε προτάσεις, ή προσθήκη στις ήδη κατατεθείσες, δεν μπορεί να περιλάβει νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς, καθώς αυτοί πρέπει να προτείνονται στην αρχική συζήτηση με τις προτάσεις που κατατίθενται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρ. 237 ΚΠολΔ, καθώς ως ημέρα συζήτησης θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α, εκτός αν επικαλεσθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρ. 269 ΚΠολΔ ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α. Στην προσθήκη μπορεί να περιλάβει μόνο θέματα σχετικά με το σχολιασμό των αποδείξεων και ειδικότερα της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης ΑΠ 846/2017 σκέψ. Α.

Αμοιβή του πραγματογνώμονα

Αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον διάδικο που γνωστοποίησε στον πραγματογνώμονα τον διορισμό του και τον προσκάλεσε στην ορκωμοσία και διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης ΑΠ 654/1983 άρ. 173 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 189 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ άρ. 1 βδ. 25-03-1835 (ΦΕΚ 14/09-05-1835) άρ. 14 βδ. 25-03-1835 άρ. 15 βδ. 25-03-1835. Και αυτό, ακόμη και αν κατά τον χρόνο που ο πραγματογνώμονας απαιτεί την αμοιβή του έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που επιβάλει τα έξοδα σε βάρος άλλου διαδίκου ή συμψηφίζει τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων ΑΠ 654/1983. Κατ' άλλη άποψη, αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, και διαρκεί η κύρια δίκη, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον διάδικο που φέρει το υποκειμενικό βάρος της απόδειξης, ανεξάρτητα από το αν η πραγματογνωμοσύνη επισπεύθηκε τελικά με την επιμέλεια του αντιδίκου ΑΠ 700/2019. Κατά την ίδια άποψη, αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, και η κύρια δίκη τερματιστεί τελεσίδικα, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον ηττώμενο διάδικο ΑΠ 700/2019. Κατ' άλλη άποψη, αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, και διαρκεί η κύρια δίκη, και η προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου όρισε ποιος διάδικος έχει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον διάδικο που φέρει το υποκειμενικό βάρος της απόδειξης, ανεξάρτητα από το αν η πραγματογνωμοσύνη επισπεύθηκε τελικά με την επιμέλεια του αντιδίκου ΑΠ 29/1977. Κατά την ίδια άποψη, αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, και διαρκεί η κύρια δίκη, και η προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου δεν όρισε ποιος διάδικος έχει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον διάδικο που επιμελήθηκε για την πρόσκληση των πραγματογνωμόνων προς εκτέλεση της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης 29/1977. Κατά την ίδια άποψη, αν στο πλαίσιο πολιτικής δίκης το δικαστήριο διόρισε με απόφασή του πραγματογνώμονα, και η κύρια δίκη τερματιστεί τελεσίδικα, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί από τον ηττώμενο διάδικο ΑΠ 29/1977. Αν η δίκη αφορά τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης από απαλλοτρίωση ακινήτου, και στο πλαίσιο της δίκης το αρμόδιο δικαστήριο διόρισε πραγματογνώμονα για τον προσδιορισμό της κατά τον κρίσιμο χρόνο αξίας των αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντων ακινήτων, η αμοιβή του πραγματογνώμονα πρέπει να καταβληθεί, ως μέρος της δικαστικής δαπάνης, ολόκληρη και ανεξαρτήτως έκβασης της δίκης, από τον υπόχρεο για την καταβολή της αποζημίωσης διάδικο, ακόμη και αν την όρκιση του πραγματογνώμονα επιμελήθηκε ο αντίδικος του υποχρέου, ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου ακινήτου ΑΠ 576/2018 άρ. 173 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 189 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ άρ. 18 παρ. 4 εδ. 1 ν. 2882/2001. Και αυτό, γιατί η διάταξη του άρ. 173 παρ. 3 ΚΠολΔ περί προκαταβολής των εξόδων και τελών από τον διάδικο που προκαλεί διαδικαστική πράξη, περιλαμβανομένης και της αμοιβής και των εξόδων του πραγματογνώμονα του οποίου η όρκιση προκλήθηκε από τον επιμελέστερο διάδικο, δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής στις δίκες καθορισμού τιμής μονάδας αποζημίωσης από απαλλοτρίωση, καθώς κατά τη διάταξη του άρ. 18 παρ. 4 εδ. 1 ν. 2882/2001 η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, και επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τον ν. 2882/2001 (κατά παρόμοια ρύθμιση με το άρ. 17 παρ. 4 εδ. 1 νδ. 797/1971), ρύθμιση που αποβλέπει στη μη φαλκίδευση της οφειλόμενης στον καθ' ου η απαλλοτρίωση πλήρους κατά το Σύνταγμα αποζημίωσης από την επιβάρυνση του καθ' ου έστω και με μέρος των εξόδων της διεξαχθείσας δίκης ΑΠ 576/2018 άρ. 173 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 189 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ άρ. 18 παρ. 4 εδ. 1 ν. 2882/2001 άρ. 17 παρ. 4 εδ. 1 ν. 797/1971. Αν η δίκη αφορά τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης από απαλλοτρίωση ακινήτου, και στο πλαίσιο της δίκης το αρμόδιο δικαστήριο διόρισε πραγματογνώμονα για τον προσδιορισμό της κατά τον κρίσιμο χρόνο αξίας των αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντων ακινήτων, και την όρκιση του πραγματογνώμονα επιμελήθηκε ο αντίδικος του υποχρέου για την καταβολή της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση ακινήτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση αγωγής κατ' αυτού από τον πραγματογνώμονα προς λήψη της αμοιβής και των εξόδων του πραγματογνώμονα ΑΠ 576/2018. Αν με την ίδια απόφαση του δικαστηρίου διορίστηκαν περισσότεροι πραγματογνώμονες για την από κοινού διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, οι διορισθέντες πραγματογνώμονες τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας, και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, αναφορικά με την αξίωση καταβολής της οφειλόμενης αμοιβής και των εξόδων του καθένα από αυτούς από την από κοινού διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης ΑΠ 576/2018. Και αυτό, γιατί η παροχή αυτή είναι διαιρετή ενεργητικά παροχή ΑΠ 576/2018 άρ. 480 ΑΚ.

Άλλα αποδεικτικά μέσα

Άλλα αποδεικτικά μέσα είναι τα έγγραφα, οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.