Έγγραφα

Αποδεικτική δύναμη εγγράφου

Τα έγγραφα αποτελούν αποδεικτικό μέσο άρ. 339 ΚΠολΔ. Το έγγραφο, προκειμένου να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα κατ' άρ. 339 ΚΠολΔ, πρέπει Αν το έγγραφο έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, τεκμαίρεται ότι έχει χάσει την αποδεικτική του δύναμη ΑΠ 1707/2009 άρ. 433 ΚΠολΔ. Τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά τον νόμο ισοδύναμα, και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη ΑΠ 175/2019. Για τα κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού τα εκτιμήσει "ελεύθερα" ΑΠ 175/2019 άρ. 340 ΚΠολΔ. Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη είναι, μεταξύ άλλων, Περισσότερα για τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και για τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα

Λήψη υπόψη εγγράφου

Το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του μόνον τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι Πλ.Ολομ. ΑΠ 23/2008 άρ. 106 ΚΠολΔ άρ. 335 ΚΠολΔ άρ. 338 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 340 ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του προς απόδειξη των ισχυρισμών τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι ΑΠ 9/2000 άρ. 106 ΚΠολΔ άρ. 237 παρ. 1 εδ. 3 στοιχ. β ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ άρ. 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν τα επικαλούνται με τις προτάσεις τους ΑΠ 832/2011.

Επίκληση εγγράφου

Επίκληση του εγγράφου αποτελεί η αναφορά στο έγγραφο Ολομ. ΑΠ 9/2000 (μειοψ.). Αν δεν γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου που προσκομίστηκε, το έγγραφο θεωρείται ότι δεν έχει προσκομιστεί Ολομ. ΑΠ 9/2000. Η επίκληση του εγγράφου είναι σαφής και ορισμένη, αν η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του εγγράφου Ολομ. ΑΠ 23/2008 Ολομ. ΑΠ 9/2000. Για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση του εγγράφου, δεν απαιτείται η αναφορά της ημεροχρονολογίας του εγγράφου ή του τυχόν αριθμού πρωτοκόλλου του ή άλλου μερικότερου για τον προσδιορισμό του στοιχείου, αρκεί να μη γεννιέται αμφιβολία για το έγγραφο που προσκομίστηκε ΑΠ 933/2014. Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις είναι νόμιμη, αν Η διάταξη του άρ. 240 ΚΠολΔ αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων Ολομ. ΑΠ 9/2000 άρ. 240 ΚΠολΔ. Και αυτό, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου Ολομ. ΑΠ 9/2000. Η επίκληση εγγράφου με τις προτάσεις κρίθηκε ότι έγινε επαρκώς σαφώς και ορισμένα με τις φράσεις Θα συμβουλευτείτε τον ΚΠολΔ;

Χρόνος προσκόμισης και επίκλησης εγγράφου

Στις ειδικές διαδικασίες, οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο ΑΠ 837/2003. Και αυτό, Διαφορετικά, αν προσκομίσουν έγγραφο με την προσθήκη των προτάσεων, η προσκόμιση είναι εκπρόθεσμη, και το έγγραφο δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 837/2003.

Επίκληση εγγράφου στην εκούσια δικαιοδοσία

Κατά μια άποψη, στην εκούσια δικαιοδοσία το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του και έγγραφα που προσκομίζονται χωρίς επίκλησή τους άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ 13/2014 Ειρ.Αλεξανδρούπολης (εκουσίας).

Επίκληση εγγράφου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση

Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία κηρύχθηκε περαιωμένη, αν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ΑΠ 884/2007 άρ. 254 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η παρεχόμενη από τη διάταξη του άρ. 254 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ εξουσία περιλαμβάνει και το δικαίωμα του δικαστηρίου να διατάξει, εκτός των άλλων, την προσαγωγή των αναγκαίων, για τον σχηματισμό της κρίσης του εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία επικαλούνται αλλά δεν προσκομίζουν οι διάδικοι ΑΠ 338/2007. Και αυτό, και στη δευτεροβάθμια δίκη, ιδίως για τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς το άρ. 254 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην κατ' έφεση διαδικασία ΑΠ 338/2007 άρ. 524 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 254 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο έχει τον χαρακτήρα μη οριστικής απόφασης ΑΠ 20/20222. Η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση ΑΠ 884/2007 άρ. 254 παρ. 1 εδ. 3 ΚΠολΔ. Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι απαραίτητη η κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Όσα είχε επικαλεστεί και προβάλει ο διάδικος με τις προτάσεις του στην προηγούμενη συζήτηση θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και ισχύουν και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Η προσκόμιση και επίκληση κατά την προηγούμενη συζήτηση είναι ισχυρή και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ακόμη και αν ο διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, ή αν κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης Ολομ. ΑΠ 30/1997 ΑΠ 27/2015. Κατά μια άποψη, στην επαναλαμβανόμενη κατ' άρ. 254 ΚΠολΔ συζήτηση, ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε επικαλεστεί κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης ΑΠ 1336/2002.

Επίκληση εγγράφου στη δευτεροβάθμια συζήτηση

Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης είναι νόμιμη, αν Στην τελευταία περίπτωση, δεν πρόκειται για ανεπίτρεπτη απλή φωτοτυπική ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης ΑΠ 717/2023. Και αυτό, γιατί με τον τρόπο αυτό οι προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης και της δευτεροβάθμιας συζήτησης κατέστησαν ενιαίες ΑΠ 946/2015, και πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση του εγγράφου απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη ΑΠ 717/2023 ΑΠ 1509/2014. Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης δεν είναι νόμιμη, αν με αυτές γίνεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που είχε επικαλεστεί και προσαγάγει ο διάδικος πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένες σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, στις οποίες σελίδες είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου Ολομ. ΑΠ 23/2008 Ολομ. ΑΠ 9/2000 ΑΠ 96/2008 άρ. 240 ΚΠολΔ. Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης δεν είναι νόμιμη, αν σε αυτές έγινε απλή και μόνο ενσωμάτωση των πρωτόδικων προτάσεων σε φωτοτυπικό αντίγραφο, και έγινε αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, και δεν έγινε περαιτέρω ειδική επίκληση του προσκομιζόμενου εγγράφου ΑΠ 154/2004. Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης δεν είναι νόμιμη, αν σε αυτές γίνεται απλή ενσωμάτωση (κατ' αντιγραφή) των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, και στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης γίνεται γενική μόνο αναφορά στα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως Ολομ. ΑΠ 23/2008. Η επίκληση του εγγράφου με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας συζήτησης δεν είναι νόμιμη, αν σε αυτές έγινε μόνο φωτοτυπική ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες είχε γίνει επίκληση του εγγράφου ΑΠ 717/2023 ΑΠ 1509/2014. Αν το έγγραφο προσκομίζεται από τον διάδικο στο εφετείο στην τακτική διαδικασία με επίκληση στην προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, ισχυρισμού των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δεν πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε για πρώτη φορά στο εφετείο, το έγγραφο είναι απαράδεκτο ΑΠ 1103/2011. Αν το εφετείο λάβει υπόψη τέτοιο έγγραφο, χωρίς να βεβαιώσει στην απόφασή του ότι συντρέχει η παραπάνω εξαιρετική περίπτωση παραδεκτής πρότασης του ισχυρισμού για πρώτη φορά στο εφετείο, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ και άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1103/2011 άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ.

Είδη εγγράφων

Κατ' αρχήν, λαμβάνονται υπόψη κάθε είδους έγγραφα, εκτός των πλαστών ή μη γνησίων ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Και αυτό, περί μη λήψης υπόψη πλαστών ή μη γνησίων εγγράφων, γιατί δεν συγχωρείται η χρήση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων Ολομ. ΑΠ 15/2003.

Ιδιωτικά έγγραφα

Το ιδιωτικό έγγραφο, για να έχει αποδεικτική ισχύ, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του ΑΠ 1707/2009 άρ. 443 ΚΠολΔ άρ. 160 ΑΚ. Ως εκδότης του εγγράφου, όσον αφορά την αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, εννοείται αυτός που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο ΑΠ 1305/2009. Το ιδιωτικό έγγραφο, καταρχήν, δεν αποδεικνύει υπέρ του εκδότη του ΑΠ 1707/2009 άρ. 447 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη ή μη δήλωσης βουλήσεως ή άλλου πραγματικού γεγονότος, που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται πλήρως από το έγγραφο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί πλήρως από το έγγραφο κατά την ελεύθερη εκτίμηση του εγγράφου από το δικαστήριο ΑΠ 1265/2002 άρ. 445 ΚΠολΔ άρ. 340 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη, μόνο αν Ως έγγραφο μαρτυρίας νοείται το έγγραφο που περιλαμβάνει βεβαίωση του συντάκτη του για περιστατικά που βρίσκονται έξω από το έγγραφο ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ.

Ηλεκτρονικά έγγραφα

Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και τα ηλεκτρονικά έγγραφα ΑΠ 946/2015 άρ. 444 ΚΠολΔ. Ως ηλεκτρονικά έγγραφα νοούνται και οι εγγραφές στο μαγνητικό μέσο αποθήκευσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή (σκληρό δίσκο, USB κλπ.), οι οποίες, ύστερα από σχετική επεξεργασία από την κεντρική του μονάδα, αποτυπώνονται κατά τρόπο αναγνώσιμο στην οθόνη του υπολογιστή ΑΠ 946/2015.

Μηχανικές απεικονίσεις

Ιδιωτικό έγγραφο αποτελούν και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες, και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β άρ. 444 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ. Στην έννοια των μηχανικών απεικονίσεων περιλαμβάνεται κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων, η οποία πραγματοποιείται με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β άρ. 444 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ. Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι βιντεοταινίες ή βιντεοκασέτες ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β.

Απόσπασμα από βιβλία που τηρούν οι έμποροι

Το απόσπασμα από τα βιβλία που τηρούν οι έμποροι δεν συνιστά έγγραφο που αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σ' αυτό, κατά την έννοια των άρ. 448 παρ. 1 και άρ. 444 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ άρ. 448 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 444 παρ. 1 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί δεν προβλέπεται ως αποδεικτικό μέσο από τις εν λόγω διατάξεις, ούτε από κάποια άλλη ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ άρ. 448 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 444 παρ. 1 ΚΠολΔ. Είναι έγκυρη δικονομικού χαρακτήρα συμφωνία, ότι η απαίτηση θα αποδεικνύεται πλήρως με τέτοιο απόσπασμα ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ. Στην περίπτωση αυτή, το απόσπασμα αυτό επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ. Αν δεν υπάρχει τέτοια δικονομική σύμβαση, και δεν υπάρχει και συμφωνία λειτουργίας ανοικτού λογαριασμού, τα αποσπάσματα αυτά στερούνται της ανωτέρω αποδεικτικής δύναμης ΑΠ 1261/2019 σκέψ. ΙΙ άρ. 448 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 444 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Γνωμοδότηση

Η γνωμοδότηση προσώπου που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, και συντάχθηκε ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, και προσάγεται από αυτόν, και συντάχθηκε κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο Ολομ. ΑΠ 8/2005 άρ. 390 ΚΠολΔ. Η γνωμοδότηση αυτή συνιστά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από τον νόμο ΑΠ 1608/2010 σκέψ. 3 άρ. 390 ΚΠολΔ. Η γνωμοδότηση αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο Ολομ. ΑΠ 8/2005 άρ. 390 ΚΠολΔ. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και για τις γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων διορισμένων από τη Διοίκηση Ολομ. ΑΠ 8/2005. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και για τις γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, αν συντάσσονται εγγράφως κατά το άρ. 392 παρ. 2 ΚΠολΔ ΑΠ 983/2007 άρ. 392 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Υπεύθυνη δήλωση

Η υπεύθυνη δήλωση του διαδίκου, κατά το άρ. 8 ν. 1589/1986, αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο ΑΠ 266/2011 άρ. 8 ν. 1589/1986. Η υπεύθυνη δήλωση τρίτου, κατά το άρ. 8 ν. 1589/1986, δεν αποτελεί παραδεκτό αποδεικτικό μέσο, ούτε κατά τις ειδικές διαδικασίες ΑΠ 266/2011, ούτε καν στις ειδικές διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ΑΠ 1196/1995 άρ. 8 ν. 1589/1986.

Βεβαίωση τρίτου

Έγγραφο που περιλαμβάνει βεβαίωση ή δήλωση τρίτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ως έγγραφο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο αυτό εκδόθηκε με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στη δίκη ως αποδεικτικό μέσο Ολομ. ΑΠ 8/1987 ΑΠ 1408/2001 άρ. 341 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ άρ. 397 ΚΠολΔ άρ. 398 ΚΠολΔ άρ. 406 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ. Και αυτό, γιατί διαφορετικά καταστρατηγούνται οι διατάξεις που αναφέρονται στο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων Ολομ. ΑΠ 8/1987 ΑΠ 1408/2001 άρ. 341 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ άρ. 397 ΚΠολΔ άρ. 398 ΚΠολΔ άρ. 406 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ. Για τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε το έγγραφο κρίνει ελεύθερα, και αναιρετικά ανέλεγκτα, το δικαστήριο της ουσίας, επί τη βάσει του περιεχομένου του εγγράφου, χωρίς να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ΑΠ 1408/2001. Αν κατά τη σύνταξη σημειώματος ή υπομνήματος τρίτου δεν είχε αρχίσει δίκη, και μετά τη σύνταξη του υπομνήματος ή σημειώματος καταστεί εκκρεμής δίκη μεταξύ των διαδίκων, και το σημείωμα ή υπόμνημα χρησιμοποιηθεί στη δίκη αυτή από κάποιον από τους διαδίκους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το υπόμνημα ή σημείωμα συντάχθηκε επίτηδες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένη δίκη, καθώς η δίκη δεν υπήρχε κατά τον χρόνο σύνταξής του ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α). Αν τέτοιο έγγραφο γίνει δεκτό από το δικαστήριο ως έγγραφη μαρτυρία, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ περί λήψης υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 559 αριθ. 11 περ. πρώτη ΚΠολΔ. Η ύπαρξη ή μη δήλωσης βουλήσεως ή άλλου πραγματικού γεγονότος, που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται πλήρως από το έγγραφο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί πλήρως από το έγγραφο κατά την ελεύθερη εκτίμηση του εγγράφου από το δικαστήριο ΑΠ 1265/2002 άρ. 445 ΚΠολΔ άρ. 340 εδ. 1 ΚΠολΔ.

Ένορκη βεβαίωση

Οι ένορκες βεβαιώσεις, κατ' αρχήν, δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρ. 339 επ. ΚΠολΔ ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV άρ. 339 ΚΠολΔ. Οι ένορκες βεβαιώσεις, κατ' αρχήν, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV. Αν η ένορκη βεβαίωση είχε ληφθεί εξ αφορμής και στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων ή άλλων διαδίκων, και προσκομίζεται με επίκληση κατά τη συζήτηση άλλης αγωγής, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε χωρίς να κλητευθεί ο αντίδικος, και χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, και χρησιμοποιηθεί και σε επόμενη δίκη, η ένορκη βεβαίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη επόμενη δίκη μόνο ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν το δικαστήριο δεν την κάνει δεκτή γιατί κρίνει ότι έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη ΑΠ 254/2013 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 395 ΚΠολΔ. Αν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής, και προσκομίζεται με επίκληση κατά τη συζήτηση της αγωγής, η ένορκη βεβαίωση αυτή δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη ΑΠ 338/2007. Το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης συνεκτιμάται από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 76/2013 σκέψ. IV.

Έκθεση πραγματογνωμοσύνης ποινικής δίκης

Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής δίκης αποτελεί έγγραφο, και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο ΑΠ 846/2017 σκέψ. Β.

Πρακτικά συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας

Τα πρακτικά της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρείας, της οποίας οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα ΑΠ 131/2022 άρ. 32 ν. 2190/1920. Τα πρακτικά της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρείας αποτελούν αποκλειστικό τρόπο απόδειξης, ως προς την εταιρεία, των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τη συνέλευση που πραγματοποιήθηκε και των αποφάσεων που λήφθηκαν ΑΠ 131/2022 άρ. 443 ΚΠολΔ. Οι τρίτοι, όπως και οι μέτοχοι της ΑΕ, μπορούν να επικαλεστούν και μάρτυρες για την απόδειξη των παραπάνω ΑΠ 131/2022. Αν δεν τηρηθούν πρακτικά, δεν επηρεάζεται το κύρος των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης ΑΠ 131/2022. Πρακτικό θεωρείται το υπογεγραμμένο κείμενο, το οποίο καταχωρίζεται και περιέχεται στο ειδικό βιβλίο πρακτικών, και όχι οι πρόχειρες σημειώσεις που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της συνέλευσης ΑΠ 131/2022. Τα αντίγραφα του βιβλίου πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ΑΕ αποδεικνύουν, μόνο αν

Έγγραφα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου

Υποστατό έγγραφο, που αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου είναι, μεταξύ άλλων, Ως ληψη υπόψη εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων που δεν πληρουν τους όρους του νόμου νοείται ότι αυτά μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1757/2011. Το εικονικό έγγραφο δεν ανήκει στην κατηγορία του πλαστού ή του μη γνησίου εγγράφου ΑΠ 96/2008.

Δημόσια έγγραφα

Το δικαστήριο οφείλει να αποδώσει αυξημένη αποδεικτική δύναμη στα δημόσια έγγραφα, αν τα σε αυτά βεβαιούμενα προέρχονται από καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο πρόσωπο ΑΠ 259/2007 άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ. Στα δημόσια αυτά έγγραφα δεν πρέπει να αποδίδεται αυξημένη αποδεικτική δύναμη, αν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 259/2007. Αν τα δημόσια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο προς έμμεση απόδειξη, κρίνον το δικαστήριο μετ' εκτίμηση του περιεχομένου των δημοσίων εγγράφων ότι δεν παρέχουν άμεση απόδειξη, η αποδεικτική τους δύναμη είναι ίδια με την αποδεικτική δύναμη των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων ΑΠ 384/2010. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του εγγράφου προβεί σε βεβαίωση, περί ενέργειάς του ή περί όσων έγιναν ενώπιόν του, για την οποία είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιος, το έγγραφο παρέχει πλήρη απόδειξη για τα όσα αρμοδίως βεβαιώθηκαν ΑΠ 11/2004 άρ. 438 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 11/2004 άρ. 438 ΚΠολΔ. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του εγγράφου προβεί σε βεβαίωση, περί όσων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει, το έγγραφο παρέχει πλήρη απόδειξη για τα όσα βεβαιώθηκαν ΑΠ 11/2004 άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 438 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ανταπόδειξη επιτρέπεται και χωρίς την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 11/2004. Αν ο συντάκτης του εγγράφου είναι δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια λειτουργία ή υπηρεσία, και ο συντάκτης του δημόσιου εγγράφου δεν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιος για τη βεβαίωση που κάνει, το δημόσιο έγγραφο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη περί του βεβαιούμενου γεγονότος ΑΠ 1408/2001. Αν το δημόσιο έγγραφο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη για το αποδεικτέο γεγονός, λογίζεται ως ισοδύναμο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ΑΠ 846/2017. Η αναφορά στην έκθεση αυτοψίας, περί τροχαίου ατυχήματος, από την αρμόδια Αστυνομική Αρχή περί του ποιος ήταν υπαίτιος του ατυχήματος δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς την υπαιτιότητα ή μη του οδηγού του οχήματος για το ατύχημα ΑΠ 201/1997. Η αναφορά αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας ΑΠ 201/1997. Η αναφορά της τροχαίας, στην έκθεση αυτοψίας περί τροχαίου ατυχήματος, ότι "δεν υπήρχε ασφαλιστήριο" είναι στοιχείο του οποίου την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της έκθεσης αυτοψίας ΑΠ 1484/1996.

Απόφαση πολιτικού δικαστηρίου

Η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφρασε σ' αυτήν το δικαστήριο σε σχέση με την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης ΑΠ 128/2014. Η δικαστική απόφαση δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη για τη γνώμη που το δικαστήριο έχει εκφέρει για έννομη σχέση που συνιστά αποδεικτέο γεγονός άλλης δίκης, αλλά η αποδεικτική της δύναμη ως προς αυτό το γεγονός είναι η ίδια με των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων ΑΠ 128/2014. Η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας δικηγόρου που εκπροσωπεί διάδικο κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο ΑΠ 254/2016 ΑΠ 1376/2006 άρ. 104 ΚΠολΔ. Αν στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης γίνεται μνεία ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σε αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος του, και στο κύριο σώμα της απόφασης υπάρχει βεβαίωση ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των αντιδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για τον διορισμό του αναφερόμενου δικηγόρου ως δικαστικού πληρεξουσίου του αντίστοιχου διαδίκου ΑΠ 1376/2006 άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 104 ΚΠολΔ άρ. 96 ΚΠολΔ. Το περιεχόμενο της απόφασης περί δικαστικής πληρεξουσιότητας του δικηγόρου μπορεί να ανατραπεί Η απόφαση πολιτικού δικαστηρίου επί δίκης συναφούς με την κρινόμενη υπόθεση αποτελεί έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και όχι δημόσιο έγγραφο με δεσμευτική αποδεικτική ισχύ για το δικαστήριο ΑΠ 580/2016.

Απόφαση ποινικού δικαστηρίου

Η απόφαση ποινικού δικαστηρίου σχετικά με ψευδορκία μαρτύρων περί πραγματικών περιστατικών που έχουν σημασία για την παρούσα δίκη, αν προσκομίζεται νόμιμα, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του ΑΠ 1066/2008. Η απόφαση ποινικού δικαστηρίου σχετικά με καταδίκη του εναγομένου για σωματική βλάβη κατά του ενάγοντος, αν προσκομίζεται νόμιμα, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του ΑΠ 1590/2003. Αν για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες άρ. 395 ΚΠολΔ, και κάποιο πραγματικό περιστατικό αποδεικνύεται νόμιμα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να συνάγει συμπεράσματα περί του αποδεικτέου γεγονότος από το έγγραφο ΑΠ 1002/2008 άρ. 336 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει ακόμη και αν το έγγραφο που περιέχει τα γεγονότα που χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων έπαυσε, για οποιονδήποτε λόγο, να ισχύει για τον προορισμό για τον οποίο δόθηκε ΑΠ 1002/2008. Η ποινική απόφαση, καταδικαστική για συκοφαντική δυσφήμηση, ακόμη και αν αναιρέθηκε και έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω θανάτου του κατηγορουμένου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το πολιτικό δικαστήριο ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί την προσβολή της τιμής του ενάγοντα ΑΠ 1002/2008.

Έκθεση επίδοσης

Η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 440 εδ. 1 ΚΠολΔ. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης επίδοσης ως πλαστής ΑΠ 1447/2018 άρ. 438 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 440 εδ. 2 ΚΠολΔ. Τα περιστατικά που βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους ΑΠ 1447/2018 άρ. 117 ΚΠολΔ άρ. 139 ΚΠολΔ άρ. 438 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 440 ΚΠολΔ. Τέτοιο περιστατικό που βεβαιώνεται σε έκθεση επίδοσης είναι και το ότι εκείνος στον οποίον εγχειρίστηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, το οποίο στηρίζεται σε δήλωση του παραλαβόντος ΑΠ 1447/2018.

Μη γνήσιο έγγραφο

Το μη γνήσιο έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 1757/2011 ΑΠ 1707/2009.

Γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου

Τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν τεκμήριο γνησιότητας ΑΠ 1707/2009. Η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου περί γνησιότητας του ιδιωτικού εγγράφου ΑΠ 1707/2009. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, είτε φέρει την υπογραφή του διαδίκου κατά του οποίου προσκομίζεται είτε τρίτου, και δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής, παράγεται αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, και δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής, το αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ο αντίδικος του διαδίκου που προσκόμισε το ιδιωτικό έγγραφο έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας του εγγράφου ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν αμφισβητηθεί η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου, ο διάδικος που προσκόμισε το έγγραφο έχει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας του εγγράφου ΑΠ 1707/2009 άρ. 457 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, είτε φέρει την υπογραφή του διαδίκου κατά του οποίου προσκομίζεται είτε τρίτου, και ο αντίδικος του διαδίκου που προσκόμισε το ιδιωτικό έγγραφο αμφισβήτησε τη γνησιότητα της υπογραφής επί του εγγράφου, εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο έχει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητάς της υπογραφής ΑΠ 1707/2009. Το βάρος αυτό υπάρχει όχι μόνο αν γίνεται χρήση του εγγράφου για άμεση απόδειξη, αλλά και αν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 1707/2009. Αν κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το ιδιωτικό έγγραφο αποδειχθεί ότι αυτό δεν είναι γνήσιο, το δικαστήριο οφείλει να μην λάβει υπόψη το έγγραφο ως προς το μη γνήσιο μέρος του ΑΠ 1707/2009. Αν προκύπτει ότι το έγγραφο είναι γνήσιο, το έγγραφο λαμβάνεται υπόψη ΑΠ 1707/2009. Αν το δικαστήριο δεν εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του ιδιωτικού εγγράφου, και λάβει ή δεν λάβει υπόψη το έγγραφο, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ.

Πλαστό έγγραφο

Το πλαστό έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ΑΠ 1757/2011 ΑΠ 1707/2009.

Πλαστότητα εγγράφου

Το βάρος απόδειξης της πλαστότητας φέρει ο διάδικος που προτείνει την πλαστότητα ΑΠ 1707/2009 άρ. 463 ΚΠολΔ. Περισσότερα για το πότε στοιχειοθετείται πλαστογραφία.

Προβολή πλαστότητας με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή

Αν η πλαστότητα προβάλλεται με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή, για να προβληθεί παραδεκτά ο ισχυρισμός απαιτείται Αν το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, δεν απαιτείται ειδικό πληρεξούσιο για την προβολή της ένστασης πλαστογραφίας ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας δεν έχει παραγραφεί ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010, η ένσταση πλαστογραφίας μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης άρ. 461 ΚΠολΔ. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί, η ένσταση πλαστογραφίας πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προταθεί κατά τη συζήτηση κατά την οποία προσήχθη το έγγραφο ΑΠ 914/2014 ΑΠ 979/2010. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την παραγραφή του αδικήματος της πλαστογραφίας ΑΠ 914/2014.

Προβολή πλαστότητας με αυτοτελή αγωγή

Αν η πλαστότητα προβάλλεται με αυτοτελή αγωγή, Και αυτό, γιατί το βάρος προαπόδειξης που επιβάλλει το άρ. 463 ΚΠολΔ δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δίκαιο της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού, αλλά συνιστά απλά κανόνα της αποδεικτικής διαδικασίας, ο οποίος έχει εφαρμογή μόνο αν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, και δεν έχει εφαρμογή αν ο ισχυρισμός της πλαστότητας εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, δηλαδή με αυτοτελή αναγνωριστική της πλαστότητας του εγγράφου αγωγή, η οποία δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής Ολομ. ΑΠ 23/1999 άρ. 463 ΚΠολΔ.

Αίτημα επίδειξης εγγράφου

Κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει, και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη ΑΠ 658/2010 άρ. 450 ΚΠολΔ. Αν ο αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ΑΠ 658/2010. Αν στην αίτηση επίδειξης του εγγράφου η αίτηση είναι αόριστη ΑΠ 658/2010. Αν το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή τρίτου, μη διαδίκου, η επίδειξη μπορεί να ζητηθεί μόνο με παρεμπίπτουσα αγωγή ΑΠ 658/2010 άρ. 451 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν το έγγραφο καλύπτεται από απόρρητο, το αίτημα επίδειξης του εγγράφου είναι απαράδεκτο 19/2012 Εφ.Λάρισας.

Διαχρονικό δίκαιο

Περισσότερα για το διαχρονικό δίκαιο των αποδεικτικών μέσων

Άλλα αποδεικτικά μέσα

Άλλα αποδεικτικά μέσα είναι οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.