Αποδεικτικά μέσα

Συνηθέστερα αποδεικτικά μέσα στην πρακτική είναι τα έγγραφα, οι μάρτυρες και οι ένορκες βεβαιώσεις. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) άρ. 346 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009. Το αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμη και του αντιδίκου εκείνου που προσκόμισε το αποδεικτικό μέσο ΑΠ 161/2017 άρ. 346 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, η αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων ανήκει στην κυριαρχική και αναιρετικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 983/2007 άρ. 340 ΚΠολΔ.

Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο

Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στις ειδικές διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ΑΠ 1386/2006. Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα μπορούν να γίνουν δεκτά στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015.

Απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο

Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην τακτική διαδικασία ΑΠ 1627/2010. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 1627/2010 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στις διαδικασίες κατά τις οποίες επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ΑΠ 1627/2010. Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986. Κατά δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Και αυτό, κατά τη δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρ. 20 έως άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς, αν μεν ο νεότερος νόμος δεν επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο, δεν θα ήταν ορθό να στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι αργότερα αποδεικτικό μέσο που επιτρέπονταν κατά τον χρόνο της σύστασης της σχέσης, αν δε ο νεότερος νόμος επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπονταν, ο νόμος χορηγεί κατ' ουσίαν νέο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ικανός και μη εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ανίκανος και εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ανίκανος και εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ικανός και μη εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Από 07-02-2019, οι έννομες συνέπειες από τη δημοσίευση των Φύλλων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) επέρχονται από την καταχώριση των ΦΕΚ στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου άρ. 13 παρ. 4 εδ. 1 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019. Από 07-02-2019, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν δεν είναι δυνατή η καταχώριση στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, για λόγους τεχνικούς ή ανωτέρας βίας, οι έννομες συνέπειες επέρχονται από τη δημοσίευση των ΦΕΚ σε έντυπη μορφή άρ. 13 παρ. 4 εδ. 2 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019 (ΦΕΚ Α 17/07-02-2019).

Ένορκη βεβαίωση

Ενημέρωση για ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν

Προθεσμία κλήτευσης σε ένορκη βεβαίωση

Αν κατά τη συζήτηση ακολουθείται η
Η ειδική διαδικασία αφορά σε
Στην τακτικήειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών των διαφορών από σχέσεις γονέων και τέκνου των πιστωτικών τίτλων των μισθωτικών διαφορών των εργατικών διαφορών των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας των διαφορών από ζημίες από αυτοκίνητο ή σύμβαση ασφάλισης των διαφορών από διατροφή ή επιμέλεια τέκνων των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές των ασφαλιστικών μέτρων (είτε προς λήψη ασφαλιστικού μέτρου είτε προς οριστική επίλυση της διαφοράς) της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προθεσμία κλήτευσης του αντιδίκου είναι δεν είναι υποχρεωτική η κλήτευση του αντιδίκου2 εργάσιμες ημέρες24 ώρες πριν τη βεβαίωση άρ. 592 ΚΠολΔ άρ. 592 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 614 ΚΠολΔ άρ. 592 περ. 2 ΚΠολΔ άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 8 ΚΠολΔ άρ. 647 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 647 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 17 περ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 1 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 2 ΚΠολΔ άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 4 ΚΠολΔ άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 5 ΚΠολΔ άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 6 ΚΠολΔ άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 592 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 614 περ. 7 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 1857/2011 ΑΠ 140/1972.
Η προθεσμία ξεκινά από την επομένη της επίδοσης της κλήσης24 ώρες πριν τη βεβαίωση 115/2006 Εφ.Λάρισας άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 145 παρ. 4 ΚΠολΔ.

Η προθεσμία των 24 ωρών υπολογίζεται από στιγμή σε στιγμή, και όχι κατά το άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ 1574/2001
Η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και η ένορκη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο είναι ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα ΑΠ 579/2011. Το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ελεύθερα το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο ΑΠ 579/2011. Αν υπάρχει προθεσμία κλήτευσης και δεν τηρηθεί, και ο αντίδικος δεν παραστεί κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 381/2010, η ένορκη βεβαίωση είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, όχι απλά άκυρη, και δεν λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο ΑΠ 579/2011 ΑΠ 381/2010 ΑΠ 85/2001. Αν το δικαστήριο λαβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για λήψη υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 1707/2009 ΑΠ 682/2000 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Αν η προθεσμία κλήτευσης είναι 2 ημερών, για να ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση που προσκομίζεται από τον διάδικο, πρέπει, σωρευτικά, Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν νομότυπα κατά το άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 579/2011 άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρ. 339 ΚΠολΔ και άρ. 342 επ. ΚΠολΔ, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που διακρίνεται από τα έγγραφα ΑΠ 579/2011. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο μόνο αν συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011 άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 663 ΚΠολΔ. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ΑΠ 579/2011. Αν στην αντίδικη πλευρά υπάρχουν απλοί ομόδικοι, και τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση περιστατικά αφορούν σε όλους τους απλούς ομόδικους ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1093/2008, και κλητευθούν όλοι οι απλοί ομόδικοι, μόνο τότε η κλήτευση καθενός των απλών ομοδίκων είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1093/2008 ΑΠ 1608/2007. Αν στην αντίδικη πλευρά υπάρχουν απλοί ομόδικοι, και τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση περιστατικά αφορούν αποκλειστικά και μόνο σε κάποιους από τους απλούς ομόδικους ΑΠ 381/2010, και κλητεύθηκαν οι απλοί ομόδικοι στους οποίους αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αν δεν κλητεύθηκαν οι υπόλοιποι απλοί ομόδικοι, η κλήτευση των απλών ομοδίκων στους οποίους αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1608/2007. Αν ο διάδικος που κλήτευσε τον αντίδικό του και ο μάρτυράς του προσήλθαν, από λόγους που αφορούν τους ίδιους, στον ειρηνοδίκη ή τον συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν των 15 λεπτών από την ώρα που αναγράφεται στην κλήση, και ο κλητευθείς δεν παρέστη κατά την ένορκη βεβαίωση, η ένορκη βεβαίωση δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον διάδικο που δεν εμφανίστηκε Ολομ. ΑΠ 20/2004. Αν η καθυστέρηση της έναρξης της ένορκης βεβαίωσης οφείλεται σε υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, και το γεγονός αυτό αναφέρεται στην ένορκη βεβαίωση, η καθυστέρηση αυτή δεν οδηγεί σε ακυρότητα της ένορκης βεβαίωσης Ολομ. ΑΠ 20/2004. Ο κλητευθείς οφείλει να αναμείνει το πέρας της υπηρεσιακής απασχόλησης του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου Ολομ. ΑΠ 20/2004. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε με τις νόμιμες προϋποθέσεις στα πλαίσια άλλης δίκης, και δεν λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη ΑΠ 381/2010, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί έγγραφο για την παρούσα δίκη και συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 381/2010 ΑΠ 1506/2003. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, και δεν κλητεύθηκε ο αντίδικος, και ο διάδικος επικαλέστηκε και προσκόμισε την ένορκη βεβαίωση και σε επόμενη δίκη τακτικής διαδικασίας, και το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε την ένορκη βεβαίωση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ως απλό έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 1989/2009 άρ. 559 αριθμ. 11 περ. γ ΚΠολΔ. Αν η ένορκη βεβαίωση δοθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου, και χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, η ένορκη βεβαίωση δεν έχει την αποδεικτική δύναμη ένορκης βεβαίωσης, αλλά υπάρχει πιθανότητα μόνο να συνεκτιμηθεί για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ Ποιν. 1633/2002 ΑΠ Ποιν. 120/2010. Αν η ένορκη βεβαίωση δόθηκε χωρίς να κλητευθεί ο αντίδικος, και χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, και χρησιμοποιηθεί και σε επόμενη δίκη, η ένορκη βεβαίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην συγκεκριμένη επόμενη δίκη μόνο ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν το δικαστήριο δεν την κάνει δεκτή γιατί κρίνει ότι έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη ΑΠ 254/2013 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 395 ΚΠολΔ. Η κλήση δεν είναι απαραίτητο να αναγράφει το όνομα του μάρτυρα που θα δώσει την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 1901/2009 ΑΠ 197/2000. Αν αυτός που έδωσε την ένορκη βεβαίωση είναι άλλος από αυτόν τον οποίο ανέφερε η κλήση προς τον αντίδικο, η ένορκη βεβαίωση δεν είναι άκυρη από τον λόγο αυτό και μόνο ΑΠ 1901/2009 ΑΠ 197/2000. Στην κλήση του διαδίκου προς τον αντίδικό του πρέπει να περιλαμβάνεται Αν η κλήση δεν περιλαμβάνει τα παραπάνω στοιχεία, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου από το δικαστήριο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 424 ΚΠολΔ. Αν από την κλήση για εξέταση μαρτύρων δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος στον οποίο θα γίνει η εξέταση των μαρτύρων, και δεν παρασταθεί ο καλούμενος, οι ένορκες βεβαιώσεις είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα ΑΠ 375/2013. Αν στην κλήση προσδιορίζονται διαζευκτικά περισσότεροι τόποι και χρόνοι για την εξέταση των μαρτύρων, ο προσδιορισμός του χρόνου και του τόπου δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ΑΠ 375/2013. Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διάρκεια της βεβαίωσης, αν το επιθυμούν άρ. 422 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ενστάσεις, και αιτήσεις εξαίρεσης εκείνου που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το δικαστήριο άρ. 423 παρ. 2 ΚΠολΔ. Τα άρ. 393 ΚΠολΔ, άρ. 394, άρ. 398 παρ. 2, άρ. 399, άρ. 400, άρ. 402, άρ. 405, άρ. 407, άρ. 408, άρ. 409 παρ. 2, άρ. 411 και άρ. 413 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλόγως και στην ένορκη βεβαίωση άρ. 423 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο βεβαιών παραδώσει γραπτό σημείωμα στον συμβολαιογράφο, και ο συμβολαιογράφος αντιγράψει το γραπτό σημείωμα αυτό στην ένορκη βεβαίωση, ώστε όλη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα να αποτελεί αντίγραφο του περιεχομένου του γραπτού σημειώματος, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 394/2009 Εφ.Δωδεκανήσου. Το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του την ένορκη βεβαίωση αν αυτή προσκομίζεται από τον διάδικο, και την επικαλείται με τις προτάσεις του ΑΠ 832/2011. Η προσκόμιση απαιτεί τη σαφή και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν η επίκληση είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του εγγράφου ΑΠ 211/2004. Η σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης γίνεται όταν Κατά την ως άνω διατύπωση μπορεί να γίνει επίκληση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ένορκης βεβαίωσης που είχε προσκομιστεί πρωτόδικα ΑΠ 96/2008. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης στην δευτεροβάθμια συζήτηση δεν είναι νόμιμη αν η επίκληση γίνεται με απλή ενσωμάτωση στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης όπου γινόταν νόμιμη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης Ολομ. ΑΠ 23/2008. Αν η ένορκη βεβαίωση προσκομίζεται από τον διάδικο στο εφετείο στην τακτική διαδικασία με επίκληση στην προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δεν πρόκειται για ισχυρισμούς που παραδεκτά προτάθηκαν για πρώτη φορά στο εφετείο, η ένορκη βεβαίωση είναι απαράδεκτη ΑΠ 1103/2011. Αν το εφετείο λάβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, χωρίς να βεβαιώσει στη απόφασή του ότι συντρέχει η παραπάνω εξαιρετική περίπτωση, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 11 περ. 1η ΚΠολΔ και το άρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ΑΠ 1103/2011. Για τη βεβαίωση περί κλήτευσης του αντιδίκου δεν αρκεί η βεβαίωση εντός της ένορκης βεβαίωσης από τον συμβολαιογράφο για την κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015. Για τη βεβαίωση περί κλήτευσης του αντιδίκου απαιτείται η προσκομιδή της έκθεσης επίδοσης της κλήσης ΑΠ 708/2015. Στην τακτική διαδικασία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, και έχει προσκομιστεί έστω 1 ένορκη βεβαίωση από τη διάδικη πλευρά, το δικαστήριο οφείλει να διαλέξει ως μάρτυρα προς εξέταση για τη διάδικη πλευρά 1 άτομο, ανάμεσα σε όσους έδωσαν ένορκη βεβαίωση άρ. 237 παρ. 6 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, και δεν έχει προσκομιστεί ένορκη βεβαίωση από τη διάδικη πλευρά, το δικαστήριο οφείλει να διαλέξει ως μάρτυρα προς εξέταση για τη διάδικη πλευρά 1 άτομο, ανάμεσα σε όσους προτείνει η διάδικη πλευρά άρ. 237 παρ. 6 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 396 ΚΠολΔ. Στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίαες, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται με τις προτάσεις, πέραν των τριώνπέντε (κατά τη σειρά επίκλησής τους με τις προτάσεις) για κάθε πλευράδιάδικο, είναι απαράδεκτες ΑΠ 3/2015 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ άρ. 422 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην τακτική διαδικασία, οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται με την προσθήκη, πέραν του αριθμού (κατά τη σειρά επίκλησής τους με την προσθήκη) των ενόρκων βεβαιώσεων τις οποίες επικαλείται ο αντίδικος με τις προτάσεις του, είναι απαράδεκτες ΑΠ 3/2015. Στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, των μισθωτικών διαφορών άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, των εργατικών διαφορών άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, των αυτοκινητιστικών διαφορών άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011 και των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, δεν ισχύει ο περιορισμός του αριθμού των προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, και μπορούν να προσκομιστούν μετ' επικλήσεως και περισσότερες από 3 ένορκες βεβαιώσεις. Στην ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών άρ. 592 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ και των διαφορών περί σχέσεων γονέων και τέκνου άρ. 614 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ, ισχύει ο περιορισμός περί του αριθμού των ενόρκων βεβαιώσεων όπως στην τακτική διαδικασία ΑΠ 318/2011. Στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίαες, ο περιορισμός κάθε πλευράς σε 3διαδίκου σε 5 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης, δηλαδή και επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ή ανταγωγής ΑΠ 3/2015. Στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίαες, αν κατά τη συζήτηση προσκομίστηκαν ένορκες βεβαιώσεις, προς αντίκρουσή τους μπορούν να προσκομιστούν ένορκες βεβαιώσεις με την προσθήκη των προτάσεων, το πολύ ίσου αριθμού με τις αντικρουόμενες άρ. 270 παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 237 παρ. 3 ΚΠολΔ άρ. 238 εδ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 3/2015μέχρι 3 στον αριθμό άρ. 422 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίαες, ο περιορισμός κάθε αντιδίκου σε 35 ένορκες βεβαιώσεις ισχύει και στο Εφετείο, ακόμη και αν οι 35 πρωτόδικα προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζονται μετ' επίκλησης στο Εφετείο ΑΠ 3/2015. Αν όμως οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις δεν αφορούν τη συγκεκριμένη δίκη, δεν λαμβάνονται υπόψη ως ένορκες βεβαιώσεις, αλλά ως έγγραφα ΑΠ 504/2014, και δεν μειώνουν τον αριθμό των επιτρεπόμενων ενόρκων βεβαιώσεων ΑΠ 2076/2014. Αν κατατεθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και στα πλαίσια της έφεσης επιδοθεί κλήση προς ένορκη βεβαίωση στον δικηγόρο που παραστάθηκε πρωτόδικα για τον αντίδικο, και ο δικηγόρος δεν έχει οριστεί αντίκλητος και για τη δίκη στο εφετείο, η κλήτευση δεν είναι νόμιμη ΑΠ 381/2010. Η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε μετά την πρωτοβάθμια συζήτηση, ακόμη και κατά την προθεσμία αντίκρουσης των προτάσεων στην πρωτοβάθμια συζήτηση ΑΠ 1187/1997, και πριν την κατ' έφεση συζήτηση, προσκομίζεται έγκυρα στην κατ' έφεση δίκη ΑΠ 221/1993 ΑΠ 1187/1997. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) άρ. 346 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009.

Αιτιολογία απόφασης

Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτής στην απόφαση, αλλά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση ΑΠ 1989/2009. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η απόφαση του δικαστηρίου απαιτείται να αναφέρει Στη διαδικασία εργατικών διαφορών, αν η απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου αναφέρει μόνο ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί οι διάδικοι, και ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 579/2011 άρ. 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ. Στις υποθέσεις αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικαζομένων κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας όπως ίσχυαν μετά την ισχύ του άρ. 6 παρ. 3 ν. 2479/1997 και άρ. 3 παρ. 13 ν. 2207/1994 και πριν την 01-01-2002, οπότε εκδίδεται προδικαστική απόφαση, δεν είναι επιτρεπτό από το νόμο αποδεικτικό μέσο οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ΑΠ 1989/2009 άρ. 226 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 6 παρ. 3 ν. 2479/1997 άρ. 341 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 3 παρ. 13 ν. 2207/1994 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 336 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 341 ΚΠολΔ άρ. 395-398 ΚΠολΔ άρ. 406-409 ΚΠολΔ ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Αν το Εφετείο δικάζει έφεση κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, υπό το αμέσως πιο πάνω νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή της έκδοσης προδικαστικής απόφασης, και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης λήφθηκε ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου για να χρησιμοποιηθεί στην κατ' έφεση δίκη, ακόμη και αν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά την 01-01-2002 (έναρξη ισχύος του ν. 2915/2001), το Εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του την ένορκη βεβαίωση, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς αυτή αποτελεί αποδεικτικό μέσο που στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής ισχύος ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Και αυτό, γιατί το Εφετείο εφαρμόζει τον νόμο όπως ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η πρωτόδικη οριστική απόφαση ΑΠ 1989/2009 άρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Περιορισμός αποδεικτικών μέσων με σύμβαση

Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα με εξώδικες δικονομικές συμβάσεις να καθορίζουν ότι ορισμένο κρίσιμο για τις σχέσεις τους γεγονός αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο με ορισμένο μέσο, είτε αυτό περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ή άλλο νόμο αποδεικτικά μέσα είτε όχι ΑΠ 1746/2013 άρ. 361 ΑΚ. Η δικονομική σύμβαση περί επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων είναι έγκυρη, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη ΑΠ 1746/2013.

Αρνητικό γεγονός

Κατά μια άποψη, ο αρνητικός χαρακτήρας ισχυρισμού που περιλαμβάνει αρνητικό γεγονός δεν επιτρέπει σχετική απόδειξη 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Αρνητικό γεγονός αποτελεί και η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Επί αγωγής αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης ομόρρυθμης εταιρείας ορισμένου χρόνου μετά από άκαιρη καταγγελία αυτής χωρίς σπουδαίο λόγο, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδείξει την ανυπαρξία σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εταιρείας, καθώς πρόκειται για αρνητικό γεγονός ΑΠ 536/2002. Στην ίδια περίπτωση, ο εναγόμενος, που κατήγγειλε την εταιρεία, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση προς αποζημίωση, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου, καθώς αυτός άσκησε την καταγγελία ένεκα ορισμένου λόγου, τον οποίο αυτός γνωρίζει και ο οποίος αποτελεί γι' αυτόν θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τον λόγο αυτό, ο οποίος βρίσκεται εκτός της σφαίρας γνώσης του ενάγοντα ΑΠ 536/2002 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο οφειλέτης ανέλαβε με συμβολαιογραφικό έγγραφο να εκπληρώσει την παροχή του σε συγκεκριμένη ημέρα, και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτής να καταβάλει χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα μόνο με την πάροδο της ημέρας αυτής, ο δανειστής μπορεί με το συμβόλαιο, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο, να επισπεύσει σε βάρος του οφειλέτη αναγκαστική εκτέλεση για το ποσό της καταπίπτουσας ποινικής ρήτρας εξαιτίας της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εκτέλεσης της κύριας παροχής, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ότι η κύρια παροχή δεν εκτελέστηκε ή τους λόγους της υπερημερίας του οφειλέτη, καθώς δεν πρέπει να επιβάλλεται στον δανειστή επισπεύδοντα να αποδείξει το αρνητικό γεγονός της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής, απόδειξη που είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο οφειλέτης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης, ασκώντας ανακοπή κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι η μη εκτέλεση της παροχής του ή ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Κατά μια άποψη, ο πραγματογνώμονας δεν μπορεί να βεβαιώσει με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη το αρνητικό γεγονός ότι συγκεκριμένο άτομο δεν έβαλε την υπογραφή του επί εγγράφου 1724/2011 Πεντ.Εφ.Θεσσαλονίκης ΑΠ Ποιν. 587/2013.

Αιτιολογημένη άρνηση

Αν ο ισχυρισμός συνέχεται με την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 768/2000. Η αιτιολογημένη άρνηση αποκρούεται με την παραδοχή ως βάσιμων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή ή την ένσταση ΑΠ 768/2000. Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης είναι ανύπαρκτη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις θεώρησης της σύμβαση από τη ΔΟΥ, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ΑΠ 768/2000.

Ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης

Αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με τον νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 26/2005. Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ο ισχυρισμός του εναγομένου αποτελεί κατ' αρχήν άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης ΑΠ 631/2006. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου ΑΠ 26/2005. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή δίκης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή ότι ο ενάγων είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος, και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης ΑΠ 631/2006. Το αν ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι αληθής δεν ασκεί, κατ' αρχήν, έννομη επιρροή για τη νομιμοποίηση 1960/2014 Μον.Εφ.Θεσσαλονίκης. Το ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής ΑΠ 631/2006. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης δεν αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Αν επιβλήθηκε κατάσχεση κατά ΟΤΑ, και ο ΟΤΑ δεν ήταν οφειλέτης της απαίτησης, υπάρχει έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ΟΤΑ στην αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε σε βάρος του ο επισπεύδων την εκτέλεση ΑΠ 1846/2017. Η έξοδος εταίρου από προσωπική εταιρεία, η είσοδος νέου εταίρου σε προσωπική εταιρεία, και η αλλαγή της επωνυμίας προσωπικής εταιρείας δεν επιφέρουν μεταβολή στη νομική προσωπικότητα της εταιρείας ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ. Στην περίπτωση αυτή δεν επέρχεται λύση της εταιρείας και δημιουργία νέας, αλλά εξακολουθεί να είναι η ίδια εταιρεία όπως αρχικά ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ.

Απαράδεκτο

Αν αθετήθηκε - παραβιάστηκε δικονομική διάταξη, δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο ΑΠ 1735/2008. Κανόνας δικονομικού δικαίου είναι ο κανόνας που καθορίζει τον τρόπο (άλλως διαδικασία ΑΠ 4/2006), τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας ΑΠ 161/2017. Αν δημιουργήθηκε δικονομικό απαράδεκτο, η δικονομική ενέργεια στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της ΑΠ 1735/2008. Απαράδεκτο νοείται κυρίως στις διατάξεις εκείνες, στις οποίες καθιερώνεται οριστικός αποκλεισμός ορισμένης διαδικαστικής ενέργειας και στις οποίες επιπλέον η επανόρθωση του ελαττώματος της πράξης δεν είναι δυνατή ΑΠ 394/2011. Το απαράδεκτο της συζήτησης αποτελεί προσωρινό απαράδεκτο Ολομ. ΑΠ 2/2001 σκέψ. II. Η καθιέρωση του απαραδέκτου γίνεται κατ' αρχήν ρητά όταν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια με την έκφραση "απαράδεκτος" ΑΠ 394/2011. Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας ΑΠ 1564/2017cite> άρ. 159 ΚΠολΔ.

Έννομο συμφέρον

Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται (βάσει ελεύθερης απόδειξης) κατά τον χρόνο συζήτησης (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης) ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του ΑΠ 288/2014. Έννομο συμφέρον υπάρχει, αν η αιτούμενη προστασία είναι κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης αμφισβήτησης στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του αιτούντος κινδύνου από αυτήν ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ. Το έννομο συμφέρον είναι άμεσο, αν Το κεκτημένο και απαιτητό του δικαιώματος, για το οποίο μπορεί να ζητηθεί προστασία που οδηγεί σε άμεση καταδίκη, κρίνεται κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ΑΠ 161/2017 άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 ΚΠολΔ άρ. 223 ΚΠολΔ άρ. 224 ΚΠολΔ άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 281 ΚΠολΔ. Κατ' εξαίρεση, και υπό τις περιοριστικές προϋποθέσεις που εισάγονται με τις διατάξεις του άρ. 69 ΚΠολΔ, συγχωρείται, μεταξύ άλλων, η έγερση αγωγής για παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και συνδέεται με τη μελλοντική επέλευση χρονικού σημείου ή γεγονότος ή την πλήρωση αίρεσης, οπότε ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή μόλις επέλθουν τα γεγονότα αυτά ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του άρ. 69 ΚΠολΔ είναι και ουσιαστικού δικαίου ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Το άρ. 69 ΚΠολΔ εφαρμόζεται, κατά το πδ. 34/1995, και στις περιπτώσεις απόδοσης του μισθίου για οποιαδήποτε αιτία, όχι όμως και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η ικανοποίηση άλλων αξιώσεων που εκπορεύονται από τη μισθωτική σύμβαση, όπως πχ. επί αγωγικού αιτήματος καταβολής και μελλοντικών (μη δεδουλευμένων) μισθωμάτων ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ άρ. 48 παρ. 2 πδ. 34/1995. Και αυτό, γιατί κρίσιμος χρόνος για να εκτιμηθεί αν συντρέχουν τα στοιχεία κτήσης και απαιτητού του ένδικου δικαιώματος είναι αυτός της πρώτης συζήτησης της αγωγής, και η αρχή της προληπτικής έννομης προστασίας γίνεται αποδεκτή μόνο κατ' εξαίρεση και για ειδικούς, κάθε φορά, λόγους ΑΠ 161/2017 άρ. 69 ΚΠολΔ. Για την εφαρμογή του άρ. 69 ΚΠολΔ πρέπει να συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρ. 69 ΚΠολΔ, και να εκτίθενται στην αγωγή οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη άσκησή της ΑΠ 869/2017 σκέψ. Ζ άρ. 69 ΚΠολΔ. Η αγωγή διαζυγίου βάσει διετούς διάστασης είναι νόμιμη, ακόμη και αν κατά την άσκησή της δεν είχε συμπληρωθεί διετής διάσταση, αρκεί να γίνεται επίκληση ότι αυτή θα έχει συμπληρωθεί με βάση τον χρόνο έναρξης κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής, οπότε εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρ. 68 ΚΠολΔ και άρ. 69 ΚΠολΔ, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα ΑΠ 210/2015 άρ. 73 ΚΠολΔ άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του άρ. 68 ΚΠολΔ και άρ. 69 παρ. 1 ΚΠολΔ παρέχουν στον διάδικο το δικαίωμα να ζητήσει δικαστική προστασία και όταν το δικαίωμά του εξαρτάται από την επέλευση χρονικού σημείου ΑΠ 210/2015 άρ. 68 ΚΠολΔ άρ. 69 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης ενημερωτικού εγγράφου για τη διαμεσολάβηση

Αν η αγωγή κατατέθηκε από 30-11-2019 και μετά, και δεν κατατεθεί ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με τη διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, η συζήτηση της αγωγής είναι απαράδεκτη άρ. 3 παρ. 2 εδ. 2 ν. 4640/2019 άρ. 3 παρ. 2 εδ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 65 ν. 4647/2019 άρ. 73 ν. 4647/2019. Με το ενημερωτικό έγγραφο ο πληρεξούσιος δικηγόρος πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του πριν την προσφυγή στο δικαστήριο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με το άρ. 3 παρ. 1 ν. 4640/2019, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρ. 6 και άρ. 7 ν. 4640/2019 άρ. 3 παρ. 2 εδ. 1 ν. 4640/2019.

Γνήσια ένσταση

Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει Αυτό ισχύει στις γνήσιες ενστάσεις, και όχι στις καταχρηστικές ενστάσεις ΑΠ 764/2015.

Καταχρηστική ένσταση

Καταχρηστική ένσταση είναι το δικονομικό μέσο άμυνας, με το οποίο προτείνονται πραγματικοί ισχυρισμοί (όχι δικαίωμα), που είτε εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, στο οποίο στηρίχθηκε η αγωγή, είτε έχουν επιφέρει την κατάργηση του δικαιώματος του ενάγοντα ΑΠ 764/2015. Στις καταχρηστικές ενστάσεις, αν τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως ΑΠ 764/2015. Αν τα περιστατικά που θεμελιώνουν την καταχρηστική ένσταση προκύπτουν από τη δικογραφία, και το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν ερευνήσει κατ' ουσίαν τον ισχυρισμό, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ΑΠ 764/2015 άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ.

Χρόνος προβολής ένστασης

Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, η ένσταση είναι απαράδεκτη ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, και προταθεί το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και γίνεται επίκληση συνδρομής προϋπόθεσης για το επιτρεπτό πρότασης της ένστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η ένσταση δεν είναι απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα η ένσταση πρέπει να έχουν προταθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τα μέσα επίθεσης ή άμυνας προταθούν αορίστως στην πρώτη συζήτηση, και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο Εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται κατ' αρχήν στην απαγόρευση προβολής τους ΑΠ 999/2010. Μέσα επίθεσης και άμυνας είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τηρείται η διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τον ν. 2915/2001, όπου προβλέπονται περισσότερες συζητήσεις, τα μέσα επίθεσης και άμυνας πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέχρι το πέρας της πρώτης συζήτησης, η οποία αποτελεί το έσχατο όριο προβολής των επί της ουσίας αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων ΑΠ 999/2010. Εξαίρεση, μεταξύ άλλων, προβλέπεται και αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ένσταση δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, με ελεύθερη απόδειξη, ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού του οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος ανταποκρίνεται στη νομική έννοια της δικαιολογημένης αιτίας ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, νοείται το δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, δεν νοείται η εισηγητική έκθεση του εισηγητή της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά τον ν. 2915/2001 ως προς τις περιεχόμενες σε αυτή καταθέσεις μαρτύρων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου, ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου που τείνει στην κατάλυση του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος με τη μορφή ένστασης κατά της αγωγής είναι πραγματικός ισχυρισμός που χαρακτηρίζεται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010. Κατά μια άποψη, αν ο εναγόμενος προβάλλει ένσταση, και προς υποστήριξη της ένστασης είχε υποβάλει και αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, και η ένστασή του απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο εναγόμενος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον προς προβολή του αιτήματος περί επίδειξης εγγράφων, και το αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο 580/2012 Εφ.Πειραιώς. Ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 310/2007. Η ένσταση είναι αμυντική πράξη ΑΠ 1035/2001. Η αγωγή και η ανταγωγή είναι επιθετικές πράξεις ΑΠ 1035/2001. Αν πρόκειται να ασκηθεί διαπλαστικού χαρακτήρα δικαίωμα, δεν μπορεί να ασκηθεί με αμυντική πράξη, αλλά μόνο με επιθετική πράξη ΑΠ 1035/2001.

Ένσταση καταλυτική της αγωγής

Ο ισχυρισμός του εναγομένου, σε αντίκρουση αγωγής περί καταβολής ΦΠΑ που αναλογεί σε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ότι στην τελική συμφωνημένη αμοιβή περιλαμβάνονταν και ο ΦΠΑ, αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής ΑΠ 90/2005 άρ. 361 ΑΚ. Ο διάδικος που προτείνει ένσταση φέρει και το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του ΑΠ 90/2005 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Ένσταση καθ' ύλην αναρμοδιότητας

Η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 1164/2013 άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το κύριο αίτημα της αγωγής είναι καθοριστικό για τον προσδιορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας ΑΠ 1750/2014. Αν το κύριο αίτημα της αγωγής ανήκει στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθ' ύλην αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα αναγνώρισης υποχρέωσης των εναγομένων σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, και ταυτόχρονα αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν κάθε ενεστώσα και μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, κύριο αίτημα της αγωγής είναι το αναγνωριστικό ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα απόδοσης δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, και αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου, το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου είναι παρεπόμενο ΑΠ 889/2010 σκέψ. 2. Η αρμοδιότητα ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Η δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν νεότερος νόμος ορίζει ότι, μέχρι την "πλήρη εκκαθάριση" των έννομων σχέσεων που καταρτίστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιότερου νόμου, τότε και για την καθ' ύλην αρμοδιότητα επί των σχέσεων αυτών ισχύει ο παλαιότερος δικονομικός νόμος ΑΠ 566/1986. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και ο διάδικος περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμη και αν η διαφορά υπάγεται μετά τον περιορισμό σε κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο 218/2001 Εφ.Λάρισας 708/1992 Εφ.Θεσσαλονίκης άρ. 45 ΚΠολΔ άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και στη διάρκεια της δίκης μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο άρ. 45 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, αλλά σε καθ' ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, και από τη στιγμή της κατάθεσης μέχρι τη στιγμή της συζήτησης μεταβληθεί η καθ' ύλην αρμοδιότητα, και το δικαστήριο καταστεί καθ' ύλην αρμόδιο κατά τη στιγμή της συζήτησης, το δικαστήριο είναι καθ' ύλην αρμόδιο, και οφείλει να μην παραπέμψει την υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας 218/2001 Εφ.Λάρισας.

Διαχρονικό δίκαιο

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν δεν υπάρχει ειδικότερη διάταξη, τότε η γέννηση ΑΠ 988/1979 άρ. 24 ΕισΝΑΚ, το περιεχόμενο ΑΠ 988/1979 άρ. 24 ΕισΝΑΚ, η έκταση ΑΠ 988/1979 άρ. 24 ΕισΝΑΚ, η ενέργεια ΑΠ 988/1979 άρ. 24 ΕισΝΑΚ και τα αποτελέσματα 81/1985 Πολ.Πρ.Βέροιας του δικαιώματος διέπονται από το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συντελέστηκαν τα παραγωγικά του δικαιώματος γεγονότα. Αν νεότερος νόμος ορίζει ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιότερου νόμου μέχρι την "πλήρη εκκαθάριση" των έννομων σχέσεων που καταρτίστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου, τότε και για την καθ' ύλην αρμοδιότητα επί των σχέσεων αυτών ισχύει ο παλαιότερος δικονομικός νόμος ΑΠ 566/1986. Αν τα γεγονότα που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα συντελέστηκαν υπό την ισχύ παλαιότερου νόμου, αλλά η αίτηση συνταξιοδότησης υποβλήθηκε υπό την ισχύ νεότερου νόμου, ακόμη και αν οι νεότερες διατάξεις είναι δυσμενέστερες για τον δικαιούχο, ισχύουν οι νεότερες διατάξεις ΑΕΔ 19/1979. Ο ουσιαστικού δικαίου νόμος καταργεί σιωπηρώς προηγούμενο κανόνα δικαίου, αν από το περιεχόμενο του νεότερου νόμου προκύπτει σαφώς ότι ο νεότερος νόμος έχει σκοπό την κατάργηση του προγενέστερου αντίθετου, γενικού ή ειδικού, νομοθετικού κανόνα, και μάλιστα με τη ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση του παλαιού ΑΠ 263/1982. Αν ο παλαιότερος νόμος είναι ειδικός και ο νεότερος γενικός, και από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου δεν προκύπτει ότι αυτός έχει σκοπό να καταργήσει και τον παλαιότερο ειδικό νόμο, ο νεότερος γενικός νόμος δεν καταργεί τον παλαιότερο ειδικό νόμο Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 263/1982.