Αποδεικτικά μέσα
Αποδεικτικά μέσα κατά τον ΚΠολΔ είναι τα έγγραφα, οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.Αντικείμενο απόδειξης
Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, μόνο αν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρ. 335 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 335 ΚΠολΔ. Δηλαδή, αν το πραγματικό γεγονός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρ. 353 ΚΠολΔ, αποτελεί αντικείμενο απόδειξης ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 335 ΚΠολΔ. Αν το πραγματικό γεγονός δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρ. 335 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 335 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αν επιδρά στο διατακτικό της απόφασης ΑΠ 1051/2017 σκέψ. IV. Αντικείμενο απόδειξης αποτελούν, μεταξύ άλλων,- οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν
- την αγωγή ΑΠ 1442/2019 σκέψ. 4, ή
- την ανταγωγή ΑΠ 1442/2019 σκέψ. 4, ή
- την ένσταση ΑΠ 1442/2019 σκέψ. 4, ή
- την αντένσταση ΑΠ 1442/2019 σκέψ. 4,
- οι ισχυρισμοί που χρησιμεύουν για την αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου ΑΠ 1442/2019 σκέψ. 4.
Βάρος απόδειξης
Με τη διάταξη του άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε- υποκειμενικό ΑΠ 946/2015, και
- αντικειμενικό ΑΠ 946/2015.
Αρνητικό γεγονός
Κατά μια άποψη, ο αρνητικός χαρακτήρας ισχυρισμού που περιλαμβάνει αρνητικό γεγονός δεν επιτρέπει σχετική απόδειξη 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Αρνητικό γεγονός αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,- η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.), και
- η έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας ΑΠ 805/2019.
Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου
Το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο ΑΠ 314/2021 σκέψ. X άρ. 559 αριθ. 11 περ. τρίτη ΚΠολΔ άρ. 335 ΚΠολΔ άρ. 338 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 340 ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ. Η επίκληση του αποδεικτικού μέσου είναι σαφής και ορισμένη, αν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του ΑΠ 384/2023. Ως πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων νοείται η πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών τους ισχυρισμών ΑΠ 946/2015. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) ΑΠ 1707/2009 άρ. 346 ΚΠολΔ. Το αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμη και του αντιδίκου εκείνου που προσκόμισε το αποδεικτικό μέσο ΑΠ 161/2017 άρ. 346 ΚΠολΔ. Αν- συνεκδικαστούν αγωγές ΑΠ 946/2015, ή
- συνεκδιστούν εφέσεις ΑΠ 131/2022,
Αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού μέσου
Ως αποδεικτική δύναμη των διάφορων αποδεικτικών μέσων νοείται η επίδραση που έχει ή δύναται να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στον σχηματισμό της πεποίθησης του δικαστή ΑΠ 394/2011. Ως πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων νοείται η πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών τους ισχυρισμών ΑΠ 946/2015. Τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά τον νόμο ισοδύναμα, και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη ΑΠ 175/2019.Κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα
Για τα κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού τα εκτιμήσει "ελεύθερα" ΑΠ 175/2019 άρ. 340 ΚΠολΔ. Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων καθιερώνεται από τη διάταξη του άρ. 340 ΚΠολΔ ΑΠ 672/2021 άρ. 340 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, το αν το αποδεικτικό μέσο είναι αξιόπιστο ανήκει στην κυριαρχική και αναιρετικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 983/2007 άρ. 340 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, μεταξύ άλλων,- τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ΑΠ 579/2011 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τα δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 81/2007, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη πολιτική δίκη ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ ή κατά την ποινική διαδικασία ΑΠ 1696/2022.
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη είναι, μεταξύ άλλων,- η δικαστική ομολογία ΑΠ 175/2019 άρ. 352 ΚΠολΔ, και
- τα έγγραφα τα οποία παράγουν πλήρη απόδειξη ΑΠ 175/2019 άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 439 ΚΠολΔ άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 441 ΚΠολΔ άρ. 445 ΚΠολΔ.
Υποστατό του αποδεικτικού μέσου
Το δικαστήριο κατ' αρχήν δεν δύναται να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Και αυτό, ακόμη και αν στο δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθώς η απόκλιση του να λαμβάνει το δικαστήριο υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου δεν εκτείνεται και στο να παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Άλλη έκφραση για το ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο είναι το ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 381/2010. Αν το αποδεικτικό μέσο είναι ανύπαρκτο, το δικαστήριο κατ' αρχήν επιτρεπτά δεν το λαμβάνει υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 283/2014 σκέψ. VI. Αν η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο είναι, μεταξύ άλλων- η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στο πλαίσιο δίκης, και προσκομίζεται ως αποδεικτικό μέσο σε άλλη δίκη, αλλά, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δόθηκε εκτός του πλαισίου της δίκης στην οποία προσκομίζεται επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή ΑΠ 283/2014 σκέψ. V, και
- η ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η ένορκη κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η δικαστική ή εξώδικη ομολογία που ανακλήθηκε (ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο) ΑΠ 365/2017.
- η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που ανακλήθηκε και έπαυσε να ισχύει, και προσκομίστηκε σε άλλη δίκη ως αποδεικτικό μέσο (καθώς η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που ανακλήθηκε εξακολουθεί να συνιστά έγγραφο, και δεν απαγορεύεται να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό μέσο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε άλλη υπόθεση) ΑΠ 109/2012.
Παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου
Αν δεν συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού για το αποδεικτικό μέσο, το αποδεικτικό μέσο είναι απαράδεκτο ΑΠ 394/2011. Αν το αποδεικτικό μεσο πληροί τους όρους του νόμου, δύναται να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως της διαδικασίας εκδίκασης. Και αυτό, μεταξύ άλλων,- στην τακτική διαδικασία, αν
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν πρόκειται να αποδειχθεί σύμβαση αξίας πάνω από το όριο του άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν συντρέχει εξαιρετικός λόγος που επιτρέπει την απόδειξη ΑΠ 394/2011 άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, ή
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν ο ισχυρισμός έπρεπε να αποδειχθεί μόνο εγγράφως ΑΠ 394/2011.
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου είναι, μεταξύ άλλων,- έως και 31-12-2015, η ένορκη κατάθεση μάρτυρα εξαιρετέου κατ' άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015, και
- έως και 31-12-2015, η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα εξαιρετέου κατ' άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015.
Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου
Αν τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου λαμβάνονται υπόψη, τα αποδεικτικά αυτά μέσα εκτιμούνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλά επικουρικά σε σχέση με αυτά ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Το αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου δύναται να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Και αυτό,- στην τακτική διαδικασία (ακόμη και κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών άρ. 469 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ), αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, και, μεταξύ άλλων,
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011),
- στην ειδική διαδικασία του ΚΠολΔ
- των πιστωτικών τίτλων Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των μισθωτικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των εργατικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 ΑΠ 579/2011 άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των αυτοκινητικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ,
- στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ΑΠ Ποιν. 120/2010, και
- στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2.
Εκούσια δικαιοδοσία και αποδεικτικά μέσα
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους το νόμου, ακόμη και αποδεικτικά μέσα πέραν των οριζόμενων στο άρ. 339 ΚΠολΔ ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, και η εξουσία του δικαστηρίου στο ανακριτικό σύστημα για λήψη υπόψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από τον νόμο, και άρα είναι απεριόριστη ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2 άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Στην εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και εξακρίβωσης πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αυτών που δεν προτάθηκαν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος αφορά τόσο στις γνήσιες όσο και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι αυτές οι ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει η ελεύθερη απόδειξη ΑΠ 1357/2010 άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 740 ΚΠολΔ. Στην ελεύθερη απόδειξη, το δικαστήριο, με εξαίρεση μόνο τη διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, δεν δεσμεύεται από αποδεικτικούς κανόνες ΑΠ 1357/2010 άρ. 740 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 2 ΚΠολΔ. Στην ελεύθερη απόδειξη, το δικαστήριο δύναται να σχηματίσει δικανική πεποίθηση από όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προς απόδειξη των ουσιωδών ισχυρισμών τους ΑΠ 1357/2010 άρ. 740 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 4 ΚΠολΔ.Περιορισμός αποδεικτικών μέσων με σύμβαση
Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα με εξώδικες δικονομικές συμβάσεις να καθορίζουν ότι ορισμένο κρίσιμο για τις σχέσεις τους γεγονός αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο με ορισμένο μέσο, είτε αυτό περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ή άλλο νόμο αποδεικτικά μέσα είτε όχι ΑΠ 1746/2013 άρ. 361 ΑΚ. Κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 2162/2013 σκέψ. I άρ. 650 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η δικονομική σύμβαση περί επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων είναι έγκυρη, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη ΑΠ 1746/2013.Διαχρονικό δίκαιο
Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Και αυτό, κατά τη δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρ. 20 έως 22 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς,- αν μεν ο νεότερος νόμος δεν επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο, δεν θα ήταν ορθό να στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι αργότερα αποδεικτικό μέσο που επιτρέπονταν κατά τον χρόνο της σύστασης της σχέσης, ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ,
- αν δε ο νεότερος νόμος επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπονταν, ο νόμος χορηγεί κατ' ουσίαν νέο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ.
Ένορκη βεβαίωση
Προθεσμία κλήτευσης σε ένορκη βεβαίωση
Η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και η ένορκη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο είναι ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα ΑΠ 579/2011. Το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ελεύθερα το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο ΑΠ 579/2011. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1730/2022 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011). Και αυτό, από 25-07-2011 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).Ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο
Αν δώσει ένορκη βεβαίωση- ο διάδικος, ή
- πρόσωπο που για την ταυτότητα του νομικού λόγου εξομοιώνεται με διάδικο,
- ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου το οποίο είναι διάδικος ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α), και
- ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου (για τις ανώνυμες εταιρείες τέτοιος είναι ο διευθύνων σύμβουλος άρ. 18 ν. 2190/1920 άρ. 22 ν. 2190/1920) ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) ΑΠ 1386/2006, και
- το μέλος της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α).
- η ένορκη βεβαίωση να έχει συνταχτεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η ένορκη βεβαίωση να έχει ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η κλήση να έχει επιδοθεί στον αντίδικο τουλάχιστον 2 ημέρες πριν τη ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009.
- κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η αγωγή απαιτείται κλήτευση του διαδίκου για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 283/2014 σκέψ. V, και
- ο διάδικος δεν κλητευθεί νόμιμα ΑΠ 283/2014 σκέψ. V, και
- ο διάδικος δεν παραστεί κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 283/2014 σκέψ. V, και
- δεν προκύπτει ότι η ένορκη βεβαίωση είχε ληφθεί για άλλη δίκη ΑΠ 283/2014 σκέψ. V,
- με εξώδικη δήλωση ΑΠ 1477/2023, ή
- με δικόγραφο (πχ. την αγωγή) ΑΠ 1477/2023, ή
- με δικόγραφο που περιέχει και άλλη διαδικαστική πράξη ΑΠ 1477/2023.
- η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο που αφορά η βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο τόπος στον οποίο θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η ημέρα και ώρα στην οποία θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το επάγγελμα του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ.
- ο αριθμός της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 204/2017, και
- ο μάρτυρας που εξετάστηκε ΑΠ 204/2017, και
- εκείνος που εξέτασε ΑΠ 204/2017.
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008, ή
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες σελίδες είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, και οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται κατά τη συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο ΑΠ 96/2008 άρ. 240 ΚΠολΔ,
- στην περίπτωση που η κλήτευση του αντιδίκου είναι εκ του νόμου υποχρεωτική, αν
- καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 1730/2022, ή
- καθορίζεται ότι ο αντίδικος παραστάθηκε κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 1730/2022.
- στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των μισθωτικών διαφορών άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των εργατικών διαφορών άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των αυτοκινητικών διαφορών άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011.
- στην ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών ΑΠ 318/2011 άρ. 592 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών περί σχέσεων γονέων και τέκνου ΑΠ 318/2011 άρ. 614 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ.
Αιτιολογία απόφασης ως προς την ένορκη βεβαίωση
Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλης προηγούμενης δίκης, συνιστά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλης προηγούμενης δίκης, η λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση ΑΠ 1989/2009. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, η ένορκη βεβαίωση δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτής στην απόφαση, αλλά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η απόφαση του δικαστηρίου απαιτείται να αναφέρει- την ένορκη βεβαίωση που έλαβε υπόψη ΑΠ 579/2011, και
- ότι η ένορκη βεβαίωση συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011, ή
- ότι η ένορκη βεβαίωση έχει συνταχθεί κατά τις διατυπώσεις του άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ, γεγονός που είναι το ίδιο με την ως άνω προϋπόθεση ΑΠ 579/2011.
Ανυπόστατο
Οι διαδικαστικές πράξεις αποτελούν κύριο συστατικό στοιχείο της δίκης ως έννομης σχέσης και ως διαδικασίας ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις προβλέπονται και ρυθμίζονται από τον νόμο ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις ασκούνται κατά ορισμένο τύπο, και έχουν ορισμένο περιεχόμενο ΑΠ 343/2023. "Επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις είναι εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη είναι ανυπόστατη, αν ελλείπουν οι ουσιώδεις όροι, οι οποίοι συνιστούν, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα δικαίου, τα συνθετικά στοιχεία συγκεκριμένης μορφής της διαδικαστικής πράξης ΑΠ 343/2023. Η έλλειψη ουσιώδους όρου του πραγματικού της διαδικαστικής πράξης, συνεπεία της οποίας είναι ανυπόστατη, δύναται να οφείλεται σε διάφορους λόγους (έλλειψη του κατά νόμο απαιτούμενου περιεχομένου της, έλλειψη ως προς το υποκείμενό της ή ως προς συστατικό τύπο κλπ.) ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη δύναται να είναι ανυπόστατη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν- δεν έχουν τηρηθεί ορισμένες διατυπώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τελείωσή της ΑΠ 343/2023.
Απαράδεκτο
Η διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, αν δεν πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τον έλεγχο του περιεχομένου της ΑΠ 343/2023. Με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή το απαράδεκτο που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της ΑΠ 343/2023. Κανόνας δικονομικού δικαίου είναι ο κανόνας που καθορίζει τη διαδικασία, τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας ΑΠ 673/2020. Οι δικονομικές διατάξεις θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη ΑΠ 394/2011. Η έννοια του απαραδέκτου υπάρχει κυρίως στις διατάξεις εκείνες, στις οποίες καθιερώνεται οριστικός αποκλεισμός ορισμένης διαδικαστικής ενέργειας, και στις οποίες επιπλέον η επανόρθωση του ελαττώματος της πράξης δεν είναι δυνατή ΑΠ 394/2011. Η καθιέρωση του απαραδέκτου γίνεται κατ' αρχήν ρητά, αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια με την έκφραση "απαράδεκτος" ΑΠ 394/2011. Το απαράδεκτο της συζήτησης αποτελεί προσωρινό απαράδεκτο Ολομ. ΑΠ 2/2001 σκέψ. II. Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας κατ' άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 1564/2017 άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ.Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης ενημερωτικού εγγράφου για τη διαμεσολάβηση
Αν η αγωγή κατατέθηκε από 30-11-2019 και μετά, και αφορά αστική ή εμπορική διαφορά εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενη ή μέλλουσα, και τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και- μαζί με την αγωγή, ή
- με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση,
- η αγωγή κατατέθηκε από 02-05-2024 και μετά άρ. 3 παρ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 47 παρ. 1 ν. 5108/2024 άρ. 76 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α 65/02-05-2024), ή
- η αγωγή ήταν εκκρεμής στις 02-05-2024 άρ. 3 παρ. 3 ν. 4640/2019 άρ. 47 παρ. 1 ν. 5108/2024 άρ. 47 παρ. 2 ν. 5108/2024 άρ. 76 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α 65/02-05-2024).
Δικονομική ακυρότητα
Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας κατ' άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 1564/2017 άρ. 159 περ. 3 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινόμενου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας ΑΠ 139/2018. Η έντονα απαγορευτική διατύπωση διάταξης του ΚΠολΔ (πχ. "...δεν επιτρέπεται..."), ισοδυναμεί με ποινή ακυρότητας ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε βλάβη ΑΠ 1441/2017 άρ. 159 περ. 1 ΚΠολΔ.Αιτιολογημένη άρνηση
Αν ο ισχυρισμός συνέχεται με την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 768/2000. Η αιτιολογημένη άρνηση αποκρούεται με την παραδοχή ως βάσιμων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή ή την ένσταση ΑΠ 768/2000. Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης είναι ανύπαρκτη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις θεώρησης της σύμβαση από τη ΔΟΥ, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ΑΠ 768/2000.Ένσταση καταλυτική της αγωγής
Η απόρριψη της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας μετά από παραδοχή καταλυτικής ένστασης για το δικαίωμα που ασκείται με την αγωγή, προϋποθέτει ότι προηγουμένως υπήρχε δικαίωμα που ήδη καταλύεται ΑΠ 1065/2021. Αν η αγωγή απορριφθεί από το δικαστήριο της ουσίας μετά από παραδοχή καταλυτικής ένστασης για το δικαιώμα που ασκείται με την αγωγή, δημιουργείται δεδικασμένο για την προηγούμενη ύπαρξη του δικαιώματος που ασκήθηκε ΑΠ 1065/2021. Ο ισχυρισμός του εναγομένου, σε αντίκρουση αγωγής περί καταβολής ΦΠΑ που αναλογεί σε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ότι στην τελική συμφωνημένη αμοιβή περιλαμβάνονταν και ο ΦΠΑ, αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής ΑΠ 90/2005 άρ. 361 ΑΚ. Ο διάδικος που προτείνει ένσταση φέρει και το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του ΑΠ 90/2005 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ.Γνήσια ένσταση
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει- σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- ορισμένη αίτηση ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ.
Καταχρηστική ένσταση
Καταχρηστική ένσταση είναι το δικονομικό μέσο άμυνας, με το οποίο προτείνονται πραγματικοί ισχυρισμοί (όχι δικαίωμα), που είτε εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, στο οποίο στηρίχθηκε η αγωγή, είτε έχουν επιφέρει την κατάργηση του δικαιώματος του ενάγοντα ΑΠ 764/2015. Στις καταχρηστικές ενστάσεις, αν τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία, το δικαστήριο της ουσίας δύναται να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως ΑΠ 764/2015. Αν τα περιστατικά που θεμελιώνουν την καταχρηστική ένσταση προκύπτουν από τη δικογραφία, και το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν ερευνήσει κατ' ουσίαν τον ισχυρισμό, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ΑΠ 764/2015 άρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ.Χρόνος προβολής ένστασης
Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, η ένσταση είναι απαράδεκτη ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση δεν προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, και προταθεί το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και γίνεται επίκληση συνδρομής προϋπόθεσης για το επιτρεπτό πρότασης της ένστασης το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η ένσταση δεν είναι απαράδεκτη από μόνο τον λόγο αυτό ΑΠ 1703/2008 άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα η ένσταση πρέπει να έχουν προταθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τα μέσα επίθεσης ή άμυνας προταθούν αορίστως στην πρώτη συζήτηση, και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο Εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται κατ' αρχήν στην απαγόρευση προβολής τους ΑΠ 999/2010. Μέσα επίθεσης και άμυνας είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Αν τηρείται η διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τον ν. 2915/2001, όπου προβλέπονται περισσότερες συζητήσεις, τα μέσα επίθεσης και άμυνας πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέχρι το πέρας της πρώτης συζήτησης, η οποία αποτελεί το έσχατο όριο προβολής των επί της ουσίας αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων ΑΠ 999/2010. Εξαίρεση, μεταξύ άλλων, προβλέπεται και αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ένσταση δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αποδεικνύεται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, με ελεύθερη απόδειξη, ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού του οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος ανταποκρίνεται στη νομική έννοια της δικαιολογημένης αιτίας ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, νοείται το δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Ως έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ, δεν νοείται η εισηγητική έκθεση του εισηγητή της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά τον ν. 2915/2001 ως προς τις περιεχόμενες σε αυτή καταθέσεις μαρτύρων ΑΠ 999/2010 άρ. 269 παρ. 2 περ. δ ΚΠολΔ. Η κρίση του δικαστηρίου, ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη ΑΠ 999/2010 άρ. 269 ΚΠολΔ άρ. 527 ΚΠολΔ. Ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου που τείνει στην κατάλυση του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος με τη μορφή ένστασης κατά της αγωγής είναι πραγματικός ισχυρισμός που χαρακτηρίζεται από αυτοτέλεια ΑΠ 999/2010. Κατά μια άποψη, αν ο εναγόμενος προβάλλει ένσταση, και προς υποστήριξη της ένστασης είχε υποβάλει και αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, και η ένστασή του απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο εναγόμενος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον προς προβολή του αιτήματος περί επίδειξης εγγράφων, και το αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο 580/2012 Εφ.Πειραιώς. Ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 310/2007. Η ένσταση είναι αμυντική πράξη ΑΠ 1035/2001. Η αγωγή και η ανταγωγή είναι επιθετικές πράξεις ΑΠ 1035/2001. Αν πρόκειται να ασκηθεί διαπλαστικού χαρακτήρα δικαίωμα, δεν δύναται να ασκηθεί με αμυντική πράξη, αλλά μόνο με επιθετική πράξη ΑΠ 1035/2001.Ένσταση καθ' ύλην αναρμοδιότητας
Η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 1164/2013 άρ. 46 εδ. 1 ΚΠολΔ. Το κύριο αίτημα της αγωγής είναι καθοριστικό για τον προσδιορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας ΑΠ 1750/2014. Αν το κύριο αίτημα της αγωγής ανήκει στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, και το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθ' ύλην αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα αναγνώρισης υποχρέωσης των εναγομένων σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, και ταυτόχρονα αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν κάθε ενεστώσα και μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, κύριο αίτημα της αγωγής είναι το αναγνωριστικό ΑΠ 1750/2014. Αν στην αγωγή υπάρχει αίτημα απόδοσης δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, και αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου, το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης του εναγομένου είναι παρεπόμενο ΑΠ 889/2010 σκέψ. 2. Η αρμοδιότητα ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Η δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά ΑΠ 566/1986 άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν νεότερος νόμος ορίζει ότι, μέχρι την "πλήρη εκκαθάριση" των έννομων σχέσεων που καταρτίστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλαιότερου νόμου, τότε και για την καθ' ύλην αρμοδιότητα επί των σχέσεων αυτών ισχύει ο παλαιότερος δικονομικός νόμος ΑΠ 566/1986. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και ο διάδικος περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ακόμη και αν η διαφορά υπάγεται μετά τον περιορισμό σε κατώτερο δικαστήριο, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο 218/2001 Εφ.Λάρισας 708/1992 Εφ.Θεσσαλονίκης άρ. 45 ΚΠολΔ άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, και στη διάρκεια της δίκης μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή παραμένει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο άρ. 45 ΚΠολΔ. Αν η αγωγή ασκηθεί νόμιμα, αλλά σε καθ' ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, και από τη στιγμή της κατάθεσης μέχρι τη στιγμή της συζήτησης μεταβληθεί η καθ' ύλην αρμοδιότητα, και το δικαστήριο καταστεί καθ' ύλην αρμόδιο κατά τη στιγμή της συζήτησης, το δικαστήριο είναι καθ' ύλην αρμόδιο, και οφείλει να μην παραπέμψει την υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας 218/2001 Εφ.Λάρισας.Έκδοση απόφασης
Ο τελικός στόχος της δίκης είναι η έκδοση απόφασης επί της ουσίας ΑΠ 343/2023. Ο νόμος εξαρτά την έκδοση απόφασης από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται- στο δικαστήριο (πχ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα), ή
- στους διαδίκους (πχ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου), ή
- στο αντικείμενο της δικης (πχ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο).
- η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
- των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης ΑΠ 343/2023.
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
- τις προϋποθέσεις ΑΠ 343/2023, και
- τις έννομες συνέπειες ΑΠ 343/2023.
- το αν έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή ΑΠ 343/2023, και μετά
- το υποστατό της αγωγής ΑΠ 343/2023.
- η αγωγή ασκείται με κατάθεση και επίδοση, και πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση της αγωγής, και η κατάθεση της αγωγής επιλέγεται από τον νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών της αγωγής, και, ως εκ τούτου, η κατάθεση της αγωγής προσδιορίζει την καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, και μόνο το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο δύναται να κρίνει το αν συντρέχουν και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, και το αν είναι ισχυρές οι διαδικαστικές πράξεις, μεταξύ των οποίων η επίδοση της αγωγής, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής, και
- αυτό επιβάλλεται και από την αρχή του φυσικού δικαστή ΑΠ 343/2023.
- το υποστατό της αγωγής άρ. 215 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, και μετά
- το αν έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή άρ. 221 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ.
- για την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ, και
- για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς το οποίο έγινε η παραπομπή άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ.
- για το υποστατό της αγωγής ΑΠ 343/2023 άρ. 215 ΚΠολΔ, και
- ως προς τη συνδρομή των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης ΑΠ 343/2023 άρ. 73 ΚΠολΔ, εκτός από
- την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, αν η παραπεμπτική απόφαση έχει τελεσιδικήσει ΑΠ 343/2023 άρ. 73 ΚΠολΔ άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Απόρριψη της αγωγής για μη ουσιαστικούς λόγους
Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, κατά την έννοια του νόμου, υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης ΑΠ 190/2008. Μη ουσιαστικό λόγο απόρριψης της αγωγής αποτελεί, μεταξύ άλλων περιπτώσεων,- η αοριστία της αγωγής ΑΠ 190/2008, ή
- η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης ΑΠ 190/2008, ή
- η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης ΑΠ 190/2008, ή
- γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης, και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής ΑΠ 190/2008.