Αποδεικτικά μέσα
Συνηθέστερα αποδεικτικά μέσα στην πρακτική είναι τα έγγραφα, οι μάρτυρες και οι ένορκες βεβαιώσεις. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) άρ. 346 ΚΠολΔ ΑΠ 1707/2009. Το αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμη και του αντιδίκου εκείνου που προσκόμισε το αποδεικτικό μέσο ΑΠ 161/2017 άρ. 346 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, η αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων ανήκει στην κυριαρχική και αναιρετικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 983/2007 άρ. 340 ΚΠολΔ.Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο
Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στις ειδικές διαδικασίες όπου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ΑΠ 1386/2006. Τα ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα μπορούν να γίνουν δεκτά στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015.Απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο
Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην τακτική διαδικασία ΑΠ 1627/2010. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναίρεσης ΑΠ 1627/2010 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Τα απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στις διαδικασίες κατά τις οποίες επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ΑΠ 1627/2010. Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986. Κατά δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Και αυτό, κατά τη δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρ. 20 έως άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς, αν μεν ο νεότερος νόμος δεν επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο, δεν θα ήταν ορθό να στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι αργότερα αποδεικτικό μέσο που επιτρέπονταν κατά τον χρόνο της σύστασης της σχέσης, αν δε ο νεότερος νόμος επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπονταν, ο νόμος χορηγεί κατ' ουσίαν νέο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ικανός και μη εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ανίκανος και εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Αν, κατά την παλιότερη διάταξη, ο μάρτυρας ήταν ανίκανος και εξαιρούμενος, και, κατά τη νεότερη διάταξη, ο μάρτυρας είναι ικανός και μη εξαιρετέος, ο μάρτυρας δεν είναι εξαιρετέος ΑΠ 1475/1983. Από 07-02-2019, οι έννομες συνέπειες από τη δημοσίευση των Φύλλων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) επέρχονται από την καταχώριση των ΦΕΚ στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου άρ. 13 παρ. 4 εδ. 1 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019. Από 07-02-2019, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν δεν είναι δυνατή η καταχώριση στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, για λόγους τεχνικούς ή ανωτέρας βίας, οι έννομες συνέπειες επέρχονται από τη δημοσίευση των ΦΕΚ σε έντυπη μορφή άρ. 13 παρ. 4 εδ. 2 ν. 3469/2006 άρ. 55 ν. 4590/2019 άρ. 83 ν. 4590/2019 (ΦΕΚ Α 17/07-02-2019).Ένορκη βεβαίωση
Προθεσμία κλήτευσης σε ένορκη βεβαίωση
Η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και η ένορκη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο είναι ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα ΑΠ 579/2011. Το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ελεύθερα το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο ΑΠ 579/2011. Αν υπάρχει προθεσμία κλήτευσης και δεν τηρηθεί, και ο αντίδικος δεν παραστεί κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 381/2010, η ένορκη βεβαίωση είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο, όχι απλά άκυρη, και δεν λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο ΑΠ 579/2011 ΑΠ 381/2010 ΑΠ 85/2001. Αν το δικαστήριο λαβει υπόψη τέτοια ένορκη βεβαίωση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για λήψη υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου ΑΠ 1707/2009 ΑΠ 682/2000 άρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. Αν η προθεσμία κλήτευσης είναι 2 ημερών, για να ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση που προσκομίζεται από τον διάδικο, πρέπει, σωρευτικά,- η ένορκη βεβαίωση να έχει συνταχτεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η ένορκη βεβαίωση να έχει ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η κλήση να έχει επιδοθεί στον αντίδικο τουλάχιστον 2 ημέρες πριν τη ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009.
- η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο που αφορά η βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο τόπος στον οποίο θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η ημέρα και ώρα στην οποία θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το επάγγελμα του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ.
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008, ή
- στις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, και οι οποίες προσκομίζονται στην παρούσα συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο ΑΠ 96/2008 άρ. 240 εδ. 1 υποεδ. 2.
Αιτιολογία απόφασης
Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτής στην απόφαση, αλλά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση ΑΠ 1989/2009. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η απόφαση του δικαστηρίου απαιτείται να αναφέρει- την ένορκη βεβαίωση που έλαβε υπόψη ΑΠ 579/2011, και
- ότι η ένορκη βεβαίωση συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011, ή
- ότι η ένορκη βεβαίωση έχει συνταχθεί κατά τις διατυπώσεις του άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ, γεγονός που είναι το ίδιο με την ως άνω προϋπόθεση ΑΠ 579/2011.
Περιορισμός αποδεικτικών μέσων με σύμβαση
Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα με εξώδικες δικονομικές συμβάσεις να καθορίζουν ότι ορισμένο κρίσιμο για τις σχέσεις τους γεγονός αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο με ορισμένο μέσο, είτε αυτό περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ή άλλο νόμο αποδεικτικά μέσα είτε όχι ΑΠ 1746/2013 άρ. 361 ΑΚ. Η δικονομική σύμβαση περί επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων είναι έγκυρη, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη ΑΠ 1746/2013.Αρνητικό γεγονός
Κατά μια άποψη, ο αρνητικός χαρακτήρας ισχυρισμού που περιλαμβάνει αρνητικό γεγονός δεν επιτρέπει σχετική απόδειξη 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Αρνητικό γεγονός αποτελεί και η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Επί αγωγής αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης ομόρρυθμης εταιρείας ορισμένου χρόνου μετά από άκαιρη καταγγελία αυτής χωρίς σπουδαίο λόγο, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδείξει την ανυπαρξία σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εταιρείας, καθώς πρόκειται για αρνητικό γεγονός ΑΠ 536/2002. Στην ίδια περίπτωση, ο εναγόμενος, που κατήγγειλε την εταιρεία, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση προς αποζημίωση, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου, καθώς αυτός άσκησε την καταγγελία ένεκα ορισμένου λόγου, τον οποίο αυτός γνωρίζει και ο οποίος αποτελεί γι' αυτόν θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τον λόγο αυτό, ο οποίος βρίσκεται εκτός της σφαίρας γνώσης του ενάγοντα ΑΠ 536/2002 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο οφειλέτης ανέλαβε με συμβολαιογραφικό έγγραφο να εκπληρώσει την παροχή του σε συγκεκριμένη ημέρα, και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτής να καταβάλει χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα μόνο με την πάροδο της ημέρας αυτής, ο δανειστής μπορεί με το συμβόλαιο, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο, να επισπεύσει σε βάρος του οφειλέτη αναγκαστική εκτέλεση για το ποσό της καταπίπτουσας ποινικής ρήτρας εξαιτίας της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εκτέλεσης της κύριας παροχής, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ότι η κύρια παροχή δεν εκτελέστηκε ή τους λόγους της υπερημερίας του οφειλέτη, καθώς δεν πρέπει να επιβάλλεται στον δανειστή επισπεύδοντα να αποδείξει το αρνητικό γεγονός της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής, απόδειξη που είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο οφειλέτης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης, ασκώντας ανακοπή κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι η μη εκτέλεση της παροχής του ή ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Κατά μια άποψη, ο πραγματογνώμονας δεν μπορεί να βεβαιώσει με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη το αρνητικό γεγονός ότι συγκεκριμένο άτομο δεν έβαλε την υπογραφή του επί εγγράφου 1724/2011 Πεντ.Εφ.Θεσσαλονίκης ΑΠ Ποιν. 587/2013.Αιτιολογημένη άρνηση
Αν ο ισχυρισμός συνέχεται με την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 768/2000. Η αιτιολογημένη άρνηση αποκρούεται με την παραδοχή ως βάσιμων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή ή την ένσταση ΑΠ 768/2000. Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης είναι ανύπαρκτη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις θεώρησης της σύμβαση από τη ΔΟΥ, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ΑΠ 768/2000.Ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης
Αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με τον νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 26/2005. Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ο ισχυρισμός του εναγομένου αποτελεί κατ' αρχήν άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης ΑΠ 631/2006. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου ΑΠ 26/2005. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή δίκης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή ότι ο ενάγων είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος, και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης ΑΠ 631/2006. Το αν ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι αληθής δεν ασκεί, κατ' αρχήν, έννομη επιρροή για τη νομιμοποίηση 1960/2014 Μον.Εφ.Θεσσαλονίκης. Το ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής ΑΠ 631/2006. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης δεν αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Αν επιβλήθηκε κατάσχεση κατά ΟΤΑ, και ο ΟΤΑ δεν ήταν οφειλέτης της απαίτησης, υπάρχει έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ΟΤΑ στην αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε σε βάρος του ο επισπεύδων την εκτέλεση ΑΠ 1846/2017. Η έξοδος εταίρου από προσωπική εταιρεία, η είσοδος νέου εταίρου σε προσωπική εταιρεία, και η αλλαγή της επωνυμίας προσωπικής εταιρείας δεν επιφέρουν μεταβολή στη νομική προσωπικότητα της εταιρείας ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ. Στην περίπτωση αυτή δεν επέρχεται λύση της εταιρείας και δημιουργία νέας, αλλά εξακολουθεί να είναι η ίδια εταιρεία όπως αρχικά ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ.Απαράδεκτο
Αν αθετήθηκε - παραβιάστηκε δικονομική διάταξη, δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο ΑΠ 1735/2008. Κανόνας δικονομικού δικαίου είναι ο κανόνας που καθορίζει τον τρόπο (άλλως διαδικασία ΑΠ 4/2006), τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας ΑΠ 161/2017. Αν δημιουργήθηκε δικονομικό απαράδεκτο, η δικονομική ενέργεια στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της ΑΠ 1735/2008. Απαράδεκτο νοείται κυρίως στις διατάξεις εκείνες, στις οποίες καθιερώνεται οριστικός αποκλεισμός ορισμένης διαδικαστικής ενέργειας και στις οποίες επιπλέον η επανόρθωση του ελαττώματος της πράξης δεν είναι δυνατή ΑΠ 394/2011. Το απαράδεκτο της συζήτησης αποτελεί προσωρινό απαράδεκτο Ολομ. ΑΠ 2/2001 σκέψ. II. Η καθιέρωση του απαραδέκτου γίνεται κατ' αρχήν ρητά όταν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια με την έκφραση "απαράδεκτος" ΑΠ 394/2011. Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας ΑΠ 1564/2017cite> άρ. 159 ΚΠολΔ.Έννομο συμφέρον
Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται (βάσει ελεύθερης απόδειξης) κατά τον χρόνο συζήτησης (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης) ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του ΑΠ 288/2014. Έννομο συμφέρον υπάρχει, αν η αιτούμενη προστασία είναι κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης αμφισβήτησης στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του αιτούντος κινδύνου από αυτήν ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ. Το έννομο συμφέρον είναι άμεσο, αν- αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ, και
- η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας είναι ενεστώσα, αφορά δηλαδή έννομες σχέσεις του παρόντος ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ.
Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης ενημερωτικού εγγράφου για τη διαμεσολάβηση
Αν η αγωγή κατατέθηκε από 30-11-2019 και μετά, και- μαζί με την αγωγή, ή
- μέχρι τη συζήτηση,
Γνήσια ένσταση
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει- ορισμένη αίτηση ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ.