Αποδεικτικά μέσα
Αποδεικτικά μέσα κατά τον ΚΠολΔ είναι τα έγγραφα, οι ένορκες βεβαιώσεις, οι μάρτυρες, η ομολογία, τα δικαστικά τεκμήρια, η εξέταση των διαδίκων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία άρ. 339 ΚΠολΔ.Αντικείμενο απόδειξης
Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, μόνο αν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρ. 335 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) άρ. 335 ΚΠολΔ. Το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αν επιδρά στο διατακτικό της απόφασης ΑΠ 1051/2017 σκέψ. IV.Βάρος απόδειξης
Με τη διάταξη του άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση ΑΠ 946/2015 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε- υποκειμενικό ΑΠ 946/2015, και
- αντικειμενικό ΑΠ 946/2015.
Αρνητικό γεγονός
Κατά μια άποψη, ο αρνητικός χαρακτήρας ισχυρισμού που περιλαμβάνει αρνητικό γεγονός δεν επιτρέπει σχετική απόδειξη 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Αρνητικό γεγονός αποτελεί και η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης 10613/1990 Εφ.Αθηνών (αυτοκινητικών διαφ.). Επί αγωγής αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης ομόρρυθμης εταιρείας ορισμένου χρόνου μετά από άκαιρη καταγγελία αυτής χωρίς σπουδαίο λόγο, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδείξει την ανυπαρξία σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εταιρείας, καθώς πρόκειται για αρνητικό γεγονός ΑΠ 536/2002. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος, που κατήγγειλε την εταιρεία, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση προς αποζημίωση, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου, καθώς αυτός άσκησε την καταγγελία ένεκα ορισμένου λόγου, τον οποίο αυτός γνωρίζει και ο οποίος αποτελεί γι' αυτόν θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τον λόγο αυτό, ο οποίος βρίσκεται εκτός της σφαίρας γνώσης του ενάγοντα ΑΠ 536/2002 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά μια άποψη, αν ο οφειλέτης ανέλαβε με συμβολαιογραφικό έγγραφο να εκπληρώσει την παροχή του σε συγκεκριμένη ημέρα, και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτής να καταβάλει χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα μόνο με την πάροδο της ημέρας αυτής, ο δανειστής μπορεί με το συμβόλαιο, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο, να επισπεύσει σε βάρος του οφειλέτη αναγκαστική εκτέλεση για το ποσό της καταπίπτουσας ποινικής ρήτρας εξαιτίας της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εκτέλεσης της κύριας παροχής, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ότι η κύρια παροχή δεν εκτελέστηκε ή τους λόγους της υπερημερίας του οφειλέτη, καθώς δεν πρέπει να επιβάλλεται στον δανειστή επισπεύδοντα να αποδείξει το αρνητικό γεγονός της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής, απόδειξη που είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Ο οφειλέτης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης, ασκώντας ανακοπή κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι η μη εκτέλεση της παροχής του ή ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη 145/2006 Μον.Πρ.Ρόδου. Κατά μια άποψη, ο πραγματογνώμονας δεν μπορεί να βεβαιώσει με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη το αρνητικό γεγονός ότι συγκεκριμένο άτομο δεν έβαλε την υπογραφή του επί εγγράφου 1724/2011 Πεντ.Εφ.Θεσσαλονίκης ΑΠ Ποιν. 587/2013.Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου
Το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο ΑΠ 314/2021 σκέψ. X άρ. 559 αριθ. 11 περ. τρίτη ΚΠολΔ άρ. 335 ΚΠολΔ άρ. 338 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 340 ΚΠολΔ άρ. 346 ΚΠολΔ. Η επίκληση του αποδεικτικού μέσου είναι σαφής και ορισμένη, αν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του ΑΠ 384/2023. Ως πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων νοείται η πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών τους ισχυρισμών ΑΠ 946/2015. Το αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων ανεξάρτητα από το ποιος διάδικος το έχει προσκομίσει (αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 80/2015 σκέψ. IV) ΑΠ 1707/2009 άρ. 346 ΚΠολΔ. Το αποδεικτικό μέσο που έχει προσκομίσει ένας διάδικος καθίσταται κοινό αποδεικτικό μέσο, και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου, ακόμη και του αντιδίκου εκείνου που προσκόμισε το αποδεικτικό μέσο ΑΠ 161/2017 άρ. 346 ΚΠολΔ. Αν συνεκδικαστούν αγωγές, τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους καθίστανται κοινά ΑΠ 946/2015. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία ΑΠ 946/2015. Αν συνεκδικαστούν εφέσεις, τα αποδεικτικά μέσα καθίστανται κοινά ΑΠ 131/2022. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία ΑΠ 131/2022.Αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού μέσου
Ως αποδεικτική δύναμη των διάφορων αποδεικτικών μέσων νοείται η επίδραση που έχει ή μπορεί να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στον σχηματισμό της πεποίθησης του δικαστή ΑΠ 394/2011. Τα αποδεικτικά μέσα είναι κατά τον νόμο ισοδύναμα, και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη ΑΠ 175/2019.Κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα
Για τα κατά νόμο ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού τα εκτιμήσει "ελεύθερα" ΑΠ 175/2019 άρ. 340 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις, το αν το αποδεικτικό μέσο είναι αξιόπιστο ανήκει στην κυριαρχική και αναιρετικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας ΑΠ 983/2007 άρ. 340 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, μεταξύ άλλων,- τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ΑΠ 579/2011 άρ. 340 ΚΠολΔ, και
- τα δικαστικά τεκμήρια ΑΠ 81/2007, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη πολιτική δίκη ΑΠ 479/2010 σκέψ. 4 άρ. 340 ΚΠολΔ ή κατά την ποινική διαδικασία ΑΠ 1696/2022.
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη
Αποδεικτικά μέσα με αυξημένη αποδεικτική δύναμη είναι, μεταξύ άλλων,- η δικαστική ομολογία ΑΠ 175/2019 άρ. 352 ΚΠολΔ, και
- τα έγγραφα τα οποία παράγουν πλήρη απόδειξη ΑΠ 175/2019 άρ. 438 ΚΠολΔ άρ. 439 ΚΠολΔ άρ. 440 ΚΠολΔ άρ. 441 ΚΠολΔ άρ. 445 ΚΠολΔ.
Υποστατό του αποδεικτικού μέσου
Αν το δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Και αυτό, γιατί η απόκλιση του να λαμβάνει το δικαστήριο υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου δεν εκτείνεται και στο να παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II. Αν η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο είναι, μεταξύ άλλων- η ένορκη κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II ΑΠ 1386/2005 άρ. 62 ΚΠολΔ άρ. 64 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 410 ΚΠολΔ άρ. 415 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 416 ΚΠολΔ άρ. 417 ΚΠολΔ άρ. 418 ΚΠολΔ άρ. 419 ΚΠολΔ άρ. 420 ΚΠολΔ άρ. 61 ΑΚ άρ. 65 ΑΚ άρ. 67 ΑΚ άρ. 70 ΑΚ, και
- η δικαστική ή εξώδικη ομολογία που ανακλήθηκε (ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο) ΑΠ 365/2017.
Παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου
Αν δεν συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού για το αποδεικτικό μέσο, το αποδεικτικό μέσο είναι απαράδεκτο ΑΠ 394/2011. Αν το αποδεικτικό μεσο πληροί τους όρους του νόμου, μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως της διαδικασίας εκδίκασης. Και αυτό, μεταξύ άλλων,- στην τακτική διαδικασία, αν
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν πρόκειται να αποδειχθεί σύμβαση αξίας πάνω από το όριο του άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν συντρέχει εξαιρετικός λόγος που επιτρέπει την απόδειξη ΑΠ 394/2011 άρ. 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, ή
- οι καταθέσεις μαρτύρων, αν ο ισχυρισμός έπρεπε να αποδειχθεί μόνο εγγράφως ΑΠ 394/2011.
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου
Αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου είναι, μεταξύ άλλων,- έως και 31-12-2015, η ένορκη κατάθεση μάρτυρα εξαιρετέου κατ' άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015, και
- έως και 31-12-2015, η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα εξαιρετέου κατ' άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 908/2017 σκέψ. II άρ. 400 περ. 3 ΚΠολΔ άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015.
Λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου
Ως λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου νοείται ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα εκτιμούνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, και όχι απλά επικουρικά σε σχέση με αυτά ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001. Το αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Και αυτό,- στην τακτική διαδικασία, αν είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη κατ' άρ. 393 ΚΠολΔ και άρ. 394 ΚΠολΔ, και, μεταξύ άλλων,
- η αγωγή κατατέθηκε από 25-07-2011 έως και 31-12-2015, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 28 ν. 3994/2011 άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011) άρ. 1 άρ. ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015, ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής στις 25-07-2011 αλλά όχι στον πρώτο βαθμό, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 25-07-2011 και μετά άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η αγωγή κατατέθηκε από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 ΑΠ 1707/2009 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 38 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011), ή
- η δίκη ήταν εκκρεμής εντός του χρονικού διαστήματος από 29-05-2001 έως και 24-07-2011, και η πρώτη συζήτηση είχε προσδιοριστεί εντός του χρονικού διαστήματος από 01-01-2002 έως και 24-07-2011, και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του από 01-01-2002 έως και 24-07-2011 άρ. 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ άρ. 12 ν. 2915/2001 άρ. 22 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2915/2001 άρ. 15 ν. 2943/2001 άρ. 18 ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α 203/12-09-2001) άρ. 72 παρ. 2 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011),
- στην ειδική διαδικασία του ΚΠολΔ
- των πιστωτικών τίτλων Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των μισθωτικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των εργατικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 ΑΠ 579/2011 άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των αυτοκινητικών διαφορών Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές Ολομ. ΑΠ 15/2003 άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ,
- στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ΑΠ Ποιν. 120/2010, και
- στην εκούσια δικαιοδοσία ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2.
Εκούσια δικαιοδοσία και αποδεικτικά μέσα
Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους το νόμου, ακόμη και αποδεικτικά μέσα πέραν των οριζόμενων στο άρ. 339 ΚΠολΔ ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Και αυτό, γιατί στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, και η εξουσία του δικαστηρίου στο ανακριτικό σύστημα για λήψη υπόψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από τον νόμο, και άρα είναι απεριόριστη ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2 άρ. 744 ΚΠολΔ άρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Στην εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και εξακρίβωσης πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αυτών που δεν προτάθηκαν, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος αφορά τόσο στις γνήσιες όσο και στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι αυτές οι ιδιωτικές διαφορές τις οποίες ο νόμος παραπέμπει προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της απλότητας και της συντομίας από την οποία κυριαρχείται ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2. Το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΑΠ 769/2015 σκέψ. 2.Περιορισμός αποδεικτικών μέσων με σύμβαση
Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα με εξώδικες δικονομικές συμβάσεις να καθορίζουν ότι ορισμένο κρίσιμο για τις σχέσεις τους γεγονός αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο με ορισμένο μέσο, είτε αυτό περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ή άλλο νόμο αποδεικτικά μέσα είτε όχι ΑΠ 1746/2013 άρ. 361 ΑΚ. Κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων ΑΠ 2162/2013 σκέψ. I άρ. 650 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η δικονομική σύμβαση περί επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων είναι έγκυρη, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη ΑΠ 1746/2013.Διαχρονικό δίκαιο
Κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 1645/1995. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης Ολομ. ΑΠ 40/1988 ΑΠ 660/1992 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά κανόνα του διαχρονικού δικαίου, η δύναμη των αποδεικτικών μέσων κρίνεται από το δικονομικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης της έννομης σχέσης ΑΠ 197/1986 άρ. 5 παρ. 2 περ. δ ΕισΝΚΠολΔ άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ. Κατά δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο συνέβησαν τα προς απόδειξη γεγονότα ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ. Και αυτό, κατά τη δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρ. 20 έως 22 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς,- αν μεν ο νεότερος νόμος δεν επιτρέπει πλέον αποδεικτικό μέσο, δεν θα ήταν ορθό να στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι αργότερα αποδεικτικό μέσο που επιτρέπονταν κατά τον χρόνο της σύστασης της σχέσης, ΑΠ 1475/1983 άρ. 20 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 21 ΕισΝΚΠολΔ άρ. 22 ΕισΝΚΠολΔ,
Ένορκη βεβαίωση
Προθεσμία κλήτευσης σε ένορκη βεβαίωση
Η ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και η ένορκη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο είναι ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα ΑΠ 579/2011. Το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ελεύθερα το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα στο ακροατήριο ΑΠ 579/2011. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο ΑΠ 1730/2022 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011). Και αυτό, από 25-07-2011 άρ. 339 ΚΠολΔ άρ. 36 ν. 3994/2011 άρ. 77 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-07-2011).Ένορκη βεβαίωση του διαδίκου ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο
Αν δώσει ένορκη βεβαίωση- ο διάδικος, ή
- πρόσωπο που για την ταυτότητα του νομικού λόγου εξομοιώνεται με διάδικο,
- ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου το οποίο είναι διάδικος ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α), και
- ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου (για τις ανώνυμες εταιρείες τέτοιος είναι ο διευθύνων σύμβουλος άρ. 18 ν. 2190/1920 άρ. 22 ν. 2190/1920) ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α) ΑΠ 1386/2006, και
- το μέλος της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου ΑΠ 908/2017 σκέψ. II(Α).
- η ένορκη βεβαίωση να έχει συνταχτεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης του δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η ένορκη βεβαίωση να έχει ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009, και
- η κλήση να έχει επιδοθεί στον αντίδικο τουλάχιστον 2 ημέρες πριν τη ένορκη βεβαίωση ΑΠ 708/2015 ΑΠ 1707/2009.
- η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο που αφορά η βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- ο τόπος στον οποίο θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η ημέρα και ώρα στην οποία θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- το επάγγελμα του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα άρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ.
- ο αριθμός της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 204/2017, και
- ο μάρτυρας που εξετάστηκε ΑΠ 204/2017, και
- εκείνος που εξέτασε ΑΠ 204/2017.
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης ΑΠ 96/2008, ή
- με τις προτάσεις αυτές γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες σελίδες είχε γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση της ένορκης βεβαίωσης, και οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται κατά τη συζήτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο ΑΠ 96/2008 άρ. 240 ΚΠολΔ,
- στην περίπτωση που η κλήτευση του αντιδίκου είναι εκ του νόμου υποχρεωτική, αν
- καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ΑΠ 1730/2022, ή
- καθορίζεται ότι ο αντίδικος παραστάθηκε κατά την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 1730/2022.
- στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων άρ. 635 ΚΠολΔ άρ. 643 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των μισθωτικών διαφορών άρ. 647 ΚΠολΔ άρ. 650 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των εργατικών διαφορών άρ. 663 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας άρ. 677 ΚΠολΔ άρ. 681 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των αυτοκινητικών διαφορών άρ. 681 Α ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών διατροφής ή επιμέλειας τέκνου άρ. 681 Β παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011, και
- των διαφορών από προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές άρ. 681 Δ παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ ΑΠ 318/2011.
- στην ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών ΑΠ 318/2011 άρ. 592 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ, και
- των διαφορών περί σχέσεων γονέων και τέκνου ΑΠ 318/2011 άρ. 614 ΚΠολΔ άρ. 591 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ άρ. 270 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ.
Αιτιολογία απόφασης
Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, συνιστά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Αν η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης, η λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση ΑΠ 1989/2009. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, η ένορκη βεβαίωση δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτής στην απόφαση, αλλά απλό έγγραφο, που συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ΑΠ 1989/2009. Στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η απόφαση του δικαστηρίου απαιτείται να αναφέρει- την ένορκη βεβαίωση που έλαβε υπόψη ΑΠ 579/2011, και
- ότι η ένορκη βεβαίωση συντάχθηκε πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από προηγούμενη κλήτευση πριν από 24 τουλάχιστον ώρες του αντιδίκου του διαδίκου που επικαλείται την ένορκη βεβαίωση ΑΠ 579/2011, ή
- ότι η ένορκη βεβαίωση έχει συνταχθεί κατά τις διατυπώσεις του άρ. 671 παρ. 1 εδ. 4 ΚΠολΔ, γεγονός που είναι το ίδιο με την ως άνω προϋπόθεση ΑΠ 579/2011.
Αιτιολογημένη άρνηση
Αν ο ισχυρισμός συνέχεται με την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 768/2000. Η αιτιολογημένη άρνηση αποκρούεται με την παραδοχή ως βάσιμων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή ή την ένσταση ΑΠ 768/2000. Ο ισχυρισμός ότι η επίδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης είναι ανύπαρκτη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις θεώρησης της σύμβαση από τη ΔΟΥ, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ΑΠ 768/2000.Ένσταση καταλυτική της αγωγής
Ο ισχυρισμός του εναγομένου, σε αντίκρουση αγωγής περί καταβολής ΦΠΑ που αναλογεί σε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ότι στην τελική συμφωνημένη αμοιβή περιλαμβάνονταν και ο ΦΠΑ, αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής ΑΠ 90/2005 άρ. 361 ΑΚ. Ο διάδικος που προτείνει ένσταση φέρει και το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του ΑΠ 90/2005 άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ.Ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης
Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση ΑΠ 154/2017. Η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική, και όχι δικονομική, προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας ΑΠ 1261/2019 σκέψ. II άρ. 68 ΚΠολΔ.Ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης
Αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με τον νόμο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ΑΠ 26/2005. Αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ο ισχυρισμός του εναγομένου αποτελεί κατ' αρχήν άρνηση της βάσης της αγωγής, και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης ΑΠ 631/2006. Η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική, και όχι δικονομική, προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας ΑΠ 1261/2019 σκέψ. II άρ. 68 ΚΠολΔ. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από τον νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου ΑΠ 26/2005. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή δίκης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, δηλαδή ότι ο ενάγων είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος, και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης ΑΠ 631/2006. Το αν ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι αληθής δεν ασκεί, κατ' αρχήν, έννομη επιρροή για τη νομιμοποίηση 1960/2014 Μον.Εφ.Θεσσαλονίκης. Το ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής ΑΠ 631/2006. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Η έλλειψη συνδρομής ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης δεν αφορά τη δημόσια τάξη ΑΠ 825/2015 ΑΠ 529/2009. Αν επιβλήθηκε κατάσχεση κατά ΟΤΑ, και ο ΟΤΑ δεν ήταν οφειλέτης της απαίτησης, υπάρχει έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ΟΤΑ στην αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε σε βάρος του ο επισπεύδων την εκτέλεση ΑΠ 1846/2017. Η έξοδος εταίρου από προσωπική εταιρεία, η είσοδος νέου εταίρου σε προσωπική εταιρεία, και η αλλαγή της επωνυμίας προσωπικής εταιρείας δεν επιφέρουν μεταβολή στη νομική προσωπικότητα της εταιρείας ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ. Στην περίπτωση αυτή δεν επέρχεται λύση της εταιρείας και δημιουργία νέας, αλλά εξακολουθεί να είναι η ίδια εταιρεία όπως αρχικά ΑΠ 897/2000 σκέψ. 5 άρ. 766 ΑΚ άρ. 773 ΑΚ άρ. 777 ΑΚ άρ. 778 ΑΚ άρ. 18 ΕμπΝ.Ανυπόστατο
Οι διαδικαστικές πράξεις αποτελούν κύριο συστατικό στοιχείο της δίκης ως έννομης σχέσης και ως διαδικασίας ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις προβλέπονται και ρυθμίζονται από τον νόμο ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές πράξεις ασκούνται κατά ορισμένο τύπο, και έχουν ορισμένο περιεχόμενο ΑΠ 343/2023. "Επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις είναι εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη είναι ανυπόστατη, αν ελλείπουν οι ουσιώδεις όροι, οι οποίοι συνιστούν, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα δικαίου, τα συνθετικά στοιχεία συγκεκριμένης μορφής της διαδικαστικής πράξης ΑΠ 343/2023. Η έλλειψη ουσιώδους όρου του πραγματικού της διαδικαστικής πράξης, συνεπεία της οποίας είναι ανυπόστατη, μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους (έλλειψη του κατά νόμο απαιτούμενου περιεχομένου της, έλλειψη ως προς το υποκείμενό της ή ως προς συστατικό τύπο κλπ.) ΑΠ 343/2023. Η διαδικαστική πράξη μπορεί να είναι ανυπόστατη, μεταξύ άλλων, αν δεν έχουν τηρηθεί ορισμένες διατυπώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τελείωσή της ΑΠ 343/2023.Απαράδεκτο
Η διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, αν δεν πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τον έλεγχο του περιεχομένου της ΑΠ 343/2023. Με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή το απαράδεκτο που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της ΑΠ 343/2023. Κανόνας δικονομικού δικαίου είναι ο κανόνας που καθορίζει τη διαδικασία, τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας ΑΠ 673/2020. Οι δικονομικές διατάξεις θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη ΑΠ 394/2011. Η έννοια του απαραδέκτου υπάρχει κυρίως στις διατάξεις εκείνες, στις οποίες καθιερώνεται οριστικός αποκλεισμός ορισμένης διαδικαστικής ενέργειας, και στις οποίες επιπλέον η επανόρθωση του ελαττώματος της πράξης δεν είναι δυνατή ΑΠ 394/2011. Η καθιέρωση του απαραδέκτου γίνεται κατ' αρχήν ρητά, αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια με την έκφραση "απαράδεκτος" ΑΠ 394/2011. Το απαράδεκτο της συζήτησης αποτελεί προσωρινό απαράδεκτο Ολομ. ΑΠ 2/2001 σκέψ. II. Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας ΑΠ 1564/2017cite> άρ. 159 ΚΠολΔ.Δικονομική ακυρότητα
Η κήρυξη απαραδέκτου δεν απαιτεί και τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, όπως συμβαίνει επί δικονομικής ακυρότητας ΑΠ 1564/2017 άρ. 159 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινόμενου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας ΑΠ 139/2018. Η έντονα απαγορευτική διατύπωση μιας διάταξης του ΚΠολΔ ("...δεν επιτρέπεται..."), ισοδυναμεί με ποινή ακυρότητας, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε βλάβη ΑΠ 1441/2017.Έκδοση απόφασης
Ο τελικός στόχος της δίκης είναι η έκδοση απόφασης επί της ουσίας ΑΠ 343/2023. Ο νόμος εξαρτά την έκδοση απόφασης από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης ΑΠ 343/2023. Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται- στο δικαστήριο (πχ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα), ή
- στους διαδίκους (πχ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου), ή
- στο αντικείμενο της δικης (πχ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο).
- η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
- των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης ΑΠ 343/2023.
- αυτών που αφορούν τους διαδίκους, και ακολούθως
- τις προϋποθέσεις ΑΠ 343/2023, και
- τις έννομες συνέπειες ΑΠ 343/2023.
- το αν έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή ΑΠ 343/2023.
- η αγωγή ασκείται με κατάθεση και επίδοση, και πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση της αγωγής, και η κατάθεση της αγωγής είναι χρονικό σημείο από το οποίο επέρχονται δικονομικές συνέπειες της αγωγής, και, ως εκ τούτου, η κατάθεση της αγωγής προσδιορίζει την καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, και μόνο το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να κρίνει το αν συντρέχουν και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, και το αν είναι ισχυρές οι διαδικαστικές πράξεις, μεταξύ των οποίων η επίδοση της αγωγής, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής, και
- αυτό επιβάλλεται και από την αρχή του φυσικού δικαστή ΑΠ 343/2023.
- το αν η αγωγή είναι υποστατή άρ. 215 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ.
- για την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ, και
- για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς το οποίο έγινε η παραπομπή άρ. 46 εδ. 2 ΚΠολΔ.
- για το υποστατό της αγωγής ΑΠ 343/2023 άρ. 215 ΚΠολΔ, και
- ως προς τη συνδρομή των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, πέραν της αναρμοδιότητας του παραπέμψαντος δικαστηρίου και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου προς το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, αν η παραπεμπτική απόφαση έχει τελεσιδικήσει ΑΠ 343/2023 άρ. 73 ΚΠολΔ.
Νόμω αβάσιμο
Αν η ένσταση συμψηφισμού προτείνει να γίνει συμψηφισμός μιας απαίτησης με απαίτηση από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, η ένσταση είναι μη νόμιμη ΑΠ 194/2012. Αν η ιστορική βάση της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος ήταν ο προσεπικαλούμενος τρίτος, η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ΑΠ 415/2010 άρ. 88 ΚΠολΔ.Έννομο συμφέρον
Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ΑΠ 221/2019 σκέψ. 4. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται (βάσει ελεύθερης απόδειξης) κατά τον χρόνο συζήτησης (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης) ΑΠ 288/2014. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του ΑΠ 288/2014. Έννομο συμφέρον υπάρχει, αν η αιτούμενη προστασία είναι κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης αμφισβήτησης στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του αιτούντος κινδύνου από αυτήν ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ. Το έννομο συμφέρον είναι άμεσο, αν- αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ, και
- η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας είναι ενεστώσα, αφορά δηλαδή έννομες σχέσεις του παρόντος ΑΠ 205/2014 άρ. 68 ΚΠολΔ.
- να συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρ. 69 ΚΠολΔ ΑΠ 869/2017 σκέψ. Ζ άρ. 69 ΚΠολΔ, και
- να εκτίθενται στην αγωγή οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη άσκησή της ΑΠ 869/2017 σκέψ. Ζ άρ. 69 ΚΠολΔ.
Απαράδεκτο λόγω μη κατάθεσης ενημερωτικού εγγράφου για τη διαμεσολάβηση
Αν η αγωγή κατατέθηκε από 30-11-2019 και μετά, και- μαζί με την αγωγή, ή
- μέχρι τη συζήτηση,
Γνήσια ένσταση
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει- ορισμένη αίτηση ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ, και
- σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν ΑΠ 764/2015 άρ. 262 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ.